Ζωντανές μνήμες με άρωμα μαστίχας
ΚΕΙΜΕΝΟ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΣΤΡΑΤΟΣ ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ
Ο φωτογράφος Στράτος Βογιατζής, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Χίο, περιπλανήθηκε για ένα χρόνο στα Μαστιχοχώρια και φωτογράφισε με μοναδική ευαισθησία και διεισδυτική ματιά τα εσωτερικά των σωζόμενων μεσαιωνικών σπιτιών. Μέσα από τις εκπληκτικές εικόνες που απαθανάτισε ο φακός του αποκαλύπτεται ένας ασύλληπτος πλούτος λαϊκής αρχιτεκτονικής μιας άλλης Ελλάδας.
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΔΥΟ ΕΙΔΩΝ ΤΑΞΙΔΙΑ, δύο διαφορετικής χροιάς περιπλανήσεις: το ταξίδι στο άγνωστο, σε τόπο που ποτέ κανείς δεν έχει επισκεφθεί, και το ταξίδι σε έναν ήδη γνωστό προορισμό, έναν τόπο οικείο, με ιδιαίτερες αναφορές γι' αυτόν που τον γνωρίζει. Στην πρώτη περίπτωση, η συνάντηση με το καινούργιο σημαδεύει και καθορίζει τη διάθεση του ταξιδιώτη, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, μολονότι η συνάντηση με κάτι νέο συντελείται ξανά, αυτή τη φορά είναι μπολιασμένη από τα βιώματα, τις μνήμες και τις αφηγήσεις της προηγούμενης συνάντησης.
Η περιπλάνησή μου στα Μαστιχοχώρια ήταν χρωματισμένη από τη μαγεία που ενέχει μέσα της η ανακάλυψη ενός ξεχωριστού τόπου, ταυτόχρονα όμως ήταν και μια περιπλάνηση βαθιά ορισμένη από τις μνήμες και τις στιγμές που έζησα σε αυτή την ξακουστή γωνιά της Χίου από μικρό παιδί. Ξεκίνησα να φωτογραφίζω τα Μαστιχοχώρια από τον προηγούμενο Αύγουστο, με σκοπό να διερευνήσω την ιδιαίτερη ταυτότητά τους, να εισχωρήσω σε έναν αναλλοίωτο τρόπο ζωής, αλλά και να γνωρίσω λησμονημένα κομμάτια της δικής μου ταυτότητας ως Μαστιχοχωρίτη.
Τα Μαστιχοχώρια διατηρούν κάποιους από τους πιο σημαντικούς μεσαιωνικούς οικισμούς στην Ελλάδα, όπως τα Μεστά, το Πυργί, οι Ολύμποι, η Καλαμωτή και η Βέσσα. Ο μεσαιωνικός χαρακτήρας τους, η πολεοδομική διάρθρωσή τους και η αρχιτεκτονική μορφή τους προκαλούν τεράστιο ιστορικό ενδιαφέρον και αφήνουν έκθαμβο τον επισκέπτη. Τα μεσαιωνικά αυτά καστροχώρια εξακολουθούν και σήμερα να είναι ζωντανοί οικισμοί. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί πολύ σημαντική κατασκευαστική δραστηριότητα σε όλα τα Μαστιχοχώρια, με αποτέλεσμα να έχουν αναστηλωθεί και αναπαλαιωθεί μερικά εκπληκτικά πέτρινα σπίτια από Χιώτες, Αθηναίους και πολλούς ξένους που χρησιμοποιούν τα σπίτια αυτά για εξοχικές κατοικίες. Τα Μαστιχοχώρια είναι το πιο μυθικό κομμάτι της Χίου, το μέρος που έχει συνδέσει την ακριβοθώρητη ιστορία του με τη μοίρα του νησιού, ο τόπος που είναι ξακουστός στα πέρατα της Γης για το μοναδικό και μονάκριβό του προϊόν, τη μαστίχα.
Η γέννησή τους ξεκινάει περίπου στα μέσα του 14ου αιώνα. Οι Γενοβέζοι, όταν κατέκτησαν το νησί, παρέδωσαν την εξουσία και τον έλεγχο στους Ιουστιανιάνι, όπως ονομάστηκαν αργότερα οι 12 οικογένειες - μέτοχοι της Μαόνας, της εταιρείας που είχε δημιουργηθεί για τον έλεγχο των εσόδων που προέκυπταν από την οικονομική εκμετάλλευση του τόπου. Το βασικό μέλημα των Ιουστιανιάνι ήταν ο έλεγχος της παραγωγής της μαστίχας. Για το λόγο αυτό, έκτισαν νέα χωριά, τα Μαστιχοχώρια, τα οποία θα στέγαζαν τις οικογένειες των αρχόντων και τους διάσπαρτους μικροκαλλιεργητές της μαστίχας.
Η διάταξη των οικισμών είχε φρουριακή μορφή και ήταν κτισμένα σε θέσεις αθέατες από τη θάλασσα, για προστασία από τους πειρατές και τους επιδρομείς που λεηλατούσαν το Αιγαίο κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους. Στο κέντρο τους υπήρχε ο Πύργος και ολόγυρα από αυτόν ήταν κτισμένα τα σπίτια. Τα εξωτερικά σπίτια, τα οποία αρχικά δεν είχαν πόρτες και παράθυρα, ήταν αυτά που σχημάτιζαν το αμυντικό τείχος, στις γωνιές του οποίου υπήρχαν πύργοι και πολεμίστρες. Οι λιθόστρωτοι δρόμοι των οικισμών δεν ακολουθούσαν γεωμετρικές χαράξεις, υπήρχαν πολλά αδιέξοδα, έτσι ώστε να αποπροσανατολίζουν τους επίδοξους εισβολείς. Η είσοδος στους οικισμούς ήταν δυνατή από μία ή δύο πύλες, τις οποίες έκλεινε ο αφέντης για προστασία αλλά και για καλύτερο έλεγχο των υπηκόων του. Από 24 Μαστιχοχώρια σήμερα καλύτερα διατηρούνται εκείνα που δεν υπέστησαν μεγάλες ζημιές από τον καταστρεπτικό σεισμό του 1881, όπως τα Μεστά, το Πυργί, οι Ολύμποι, η Καλαμωτή, η Βέσσα, τα Πατρικά, το Βουνό, η Ελάτα, η Κοινή, ο Αγιος Γιώργης Συκούσης.
Ενώ σεργιανίζοντας αυτά τα καστροχώρια γρήγορα στέκεται κανείς με δέος και θαυμασμό μπροστά σε αυτά τα μνημεία φρουριακής αρχιτεκτονικής, δεν μπορεί να συλλάβει τον πλούτο που κρύβεται σε ορισμένα εσωτερικά των σπιτιών. Τα σπίτια αυτά είναι λιθόκτιστα, με ισόγειο και έναν όροφο, και οι χώροι τους καλύπτονται από ημικυλινδρικούς θόλους (γέρματα). Στο ισόγειο ήταν οι στάβλοι και οι αποθήκες για τα γεωργικά προϊόντα, ενώ στον όροφο τα δωμάτια κατοικίας, που αναπτύσσονταν γύρω από έναν κεντρικό υπαίθριο χώρο, το «πουντί», που χρησίμευε για το φυσικό φωτισμό και τον αερισμό του ορόφου. Τα δωμάτια των σπιτιών ήταν σχεδόν στο ίδιο ύφος, έτσι ώστε να διευκολύνεται η διαφυγή των κατοίκων από σπίτι σε σπίτι σε περίπτωση κινδύνου. Η μοναδική αρχιτεκτονική τους, που τους εξασφάλιζε δροσιά το καλοκαίρι και ζεστασιά το χειμώνα, εναρμονιζόταν απόλυτα με τον απλό αγροτικό τρόπο ζωής που είχαν επιλέξει να ζουν οι Μαστιχοχωρίτες. Δημιουργούσαν νέους χώρους και ξύλινα δώματα για τη στέγαση περισσότερων ανθρώπων, εκμεταλλεύονταν την παρουσία των ζώων στον κάτω όροφο για να έχουν ζεστασιά, έφτιαχναν πανέμορφους φούρνους μέσα στο σπίτι για την εξασφάλιση της βασικής διατροφής τους, έκτιζαν πατητήρια για σταφύλι και τοποθετούσαν τεράστια πιθάρια για την αποθήκευση λαδιού κάτω στις αποθήκες.
Διαβαίνοντας την πόρτα των μη αναπαλαιωμένων σπιτιών στα Μαστιχοχώρια, εισχωρεί κανείς σε έναν κόσμο όπου η απλότητα και η παράδοση, σφιχταγκαλιασμένες κατά τη διάρκεια τόσων χρόνων, έχουν αφήσει με τον πιο ανεξίτηλο τρόπο τη σφραγίδα τους. Κάθε φορά που συναντούσα ένα τέτοιο σπίτι, καφενείο ή παντοπωλείο, ένιωθα τη συγκίνηση που αισθάνεται ίσως ένας αρχαιολόγος όταν φέρνει στο φως ένα αρχαίο εύρημα ανεκτίμητης αξίας. Οι πρακτικές λύσεις που εφεύρισκαν αυτοί οι άνθρωποι, όπως τα πανιά που χρησιμοποιούσαν για να κρύβουν το φούρνο και τα μικρά βαθουλώματα στον τοίχο, τα ξύλινα χωρίσματα στη μέση του δωματίου και οι τεχνητές σοφίτες για την εξοικονόμηση χώρου ή οι πέτρινες προεξοχές στην κουζίνα που χρησίμευαν για ράφια, είναι πρακτικές εκδηλώσεις του ανθρώπινου νου που καταλήγουν να είναι και αισθητικές, αν όχι εικαστικές, παρεμβάσεις. Το σπίτι του κυρίου Περικλή στους Ολύμπους έχει ένα διπλό στρώμα πάνω σε μια φαινομενικά ξύλινη κατασκευή, που μοιάζει με τεράστιο μπαούλο και γεμίζει με εξαίσιο τρόπο ένα χώρο που διαφορετικά θα ήταν άδειος. Μου εξηγεί ότι είναι το άνοιγμα της σκάλας, την οποία ο πατέρας έκλεισε με ξύλο ώστε να αξιοποιήσει το χώρο και να χωρέσουν με αυτόν τον τρόπο τα έξι παιδιά της οικογένειας.
Το ιδιαίτερο γούστο των κατοίκων αναδεικνυόταν επίσης μέσα από την ευφάνταστη τακτοποίηση των αντικειμένων σε όλον το χώρο με τόσο χαρακτηριστικό τρόπο, ώστε να μιλάμε -γιατί όχι- για πηγαία καλλιτεχνική έκφραση. Δεν συναντούσες κάτι κίβδηλο ή κάποια προσπάθεια επίδειξης. Ακόμα και η υπερβολή εντασσόταν στην πολύ ειλικρινή και συναισθηματική σχέση που ανέπτυσσαν οι κάτοικοι με τον προσωπικό τους χώρο. Θυμάμαι στο σπίτι της κυρίας Αννας όπου υπήρχε μια πανδαισία αντικειμένων, όπως πορσελάνινες κούκλες, υφάσματα, σερβίτσια, φωτιστικά, φωτογραφίες, καθρέφτες, ταπετσαρίες, σεντόνια, υφαντά σε κάδρα, εικόνες, άλλα ολόγυρα τοποθετημένα, άλλα κρεμασμένα στους τοίχους. Οταν τη ρώτησα τι τα θέλει όλα αυτά τα πράγματα, μου εξήγησε ότι τα μάζευε και τα φύλαγε γιατί φοβόταν μήπως ξανάρθει κατοχή. Η τάξη και αρμονία διαταράσσεται αν κάποιος θελήσει να τους αλλάξει θέση. Πολλές φορές προσπάθησα να μετακινήσω αντικείμενα για να έχω ορθότερη σύνθεση του κάδρου μου και τις περισσότερες φορές αντιλαμβανόμουν ότι κάτι δεν πάει καλά, ίσως ότι δεν είχα το δικαίωμα να βεβηλώνω μιαν ασάλευτη, σχεδόν αρχέγονη αρμονία.
Συνεπαρμένος από την ιερότητα του χώρου, με τους θόλους και τα γέρματα να δίνουν την αίσθηση ότι βρίσκομαι μέσα σε ναό, ένιωθα ότι έπαιρνα μέρος σε μιαν ιδιότυπη τελετουργία, ένα είδος φωτογραφικού αγιασμού μέσα σε μια κατανυκτική ατμόσφαιρα. Δεν έκανα τίποτα παραπάνω από το να αφήσω το μέρος να λειτουργήσει σε μένα και αυτό απαιτούσε χρόνο. Πολλές φορές έμενα σε ένα δωμάτιο περισσότερο από τρεις ώρες μην ξέροντας πραγματικά τι θέλω να κάνω εκεί μέσα. Η φωτογράφιση μετατρεπόταν σε μια σχεδόν διαλογιστική διεργασία. Δεν επιθυμούσα την ωραιοποίηση ή τον εντυπωσιασμό, αλλά τη σύνδεση του χώρου με τον εαυτό μου. Τις περισσότερες φορές επέστρεφα στα σπίτια ακόμη και αν πίστευα ότι είχα το υλικό που επιθυμούσα. Πάντα το αποτέλεσμα ήταν πιο αληθινό, πιο ουσιαστικό. Κάποιες από τις φωτογραφίσεις έγιναν σε εγκαταλελειμμένους χώρους και εκεί ένιωθα, όπως λέει και ο φίλος φωτογράφος Αβραάμ Παυλίδης, «σαν να κάνω μνημόσυνο σε αυτόν το χώρο και ταυτόχρονα με τη φωτογραφία να τον ανασταίνω και να τον περνάω στην αιωνιότητα».
Στα σπίτια αυτά καθρεφτιζόταν ο αναλλοίωτος τρόπος ζωής των χωρικών στο πέρασμα των χρόνων. Οι πέτρινοι τοίχοι και τα αντικείμενα - κειμήλια δεν είναι παρά το πλαίσιο και η αναφορά μιας κοινής μοίρας που ένωνε αυτούς τους ανθρώπους, μιας κοινής πορείας που από μέσα της αναβλύζει ένα βαθύ αίσθημα αλληλεγγύης που υπήρχε μεταξύ τους. Ακόμα μπορεί κανείς να διακρίνει στα ασοβάτιστα σπίτια τη χρωματισμένη από τον καπνό πέτρα, καθώς τα παλιότερα χρόνια, όπως μου λέει ο κύριος Παναγιώτης από τα Μεστά, οι άνθρωποι άναβαν τη φωτιά για μαγείρεμα αλλά και για ζεστασιά στο πάτωμα στο κέντρο του σπιτιού. «Τότε ήταν η πιο σημαντική στιγμή, γιατί μαζευόταν κοντά όλη η οικογένεια. Δεν είχαμε πολλά, είχαμε όμως μπόλικη αγάπη», με πληροφορεί. «Παλιότερα οι άνθρωποι ήταν πιο μονιασμένοι, επήαινες στο σπίτι του αλλουνού και καθόσουν λες και είναι σπίτι σου, του ζητούσες κάτι λες και ήταν αδελφός σου. Σήμερις δεν υπάρχουν πια αυτά», καταλήγει ο κύριος Παναγιώτης.
Οι φωτογραφήσεις πραγματοποιήθηκαν σε διάφορες χρονικές περιόδους και έτσι είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω κάποιες από τις μεταμορφώσεις που γίνονταν στα εσωτερικά των σπιτιών. Τον Οκτώβριο, για παράδειγμα, είναι η περίοδος που γίνεται το καθάρισμα του μαστιχιού και οι περισσότεροι Μαστιχοχωρίτες το κρατούν για αρκετές μέρες μέσα στην οικία τους. Το μαστίχι με το μεθυστικό του άρωμα μοσχοβολάει σε όλους τους χώρους του σπιτιού, ποτίζει μέχρι και τα θεμέλια και εγείρει τις οσφρητικές κυψέλες και τη διάθεση του καθενός. Τον Μάιο, πάλι, είναι η περίοδος που ετοιμάζουν τα μυρωδικά για το χειμώνα και κρατούν στην τραπεζαρία τους για να ξεραθούν τη ρίγανη, το μάλαθρο, το δυόσμο ή το μελαθρύμπι, κυκλώνοντας ξανά το σπίτι με εκπληκτικές μυρωδιές. Ο Μαστιχοχωρίτης με την οικία του γίνεται έτσι αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του αέναου ρυθμού της Φύσης και της ζωής. Δεν κυριαρχεί, δεν παρεμβαίνει σε αυτόν το ρυθμό, απλά πορεύεται και μεγαλώνει πολύ φυσικά μαζί του. Είναι μάθημα ζωής να συνειδητοποιεί κανείς την αυτάρκεια αυτών των ανθρώπων, αλλά και την απλότητα με την οποία αυτή εκδηλώνεται. Από τα διάφορα μυρωδικά φτιάχνουν την «ασπέτσα» που τη χρησιμοποιούν σαν καρύκευμα στις σαλάτες και στα λαδερά, ξεραίνοντας τα ντοματάκια φροντίζουν τη σάλτσα τους για το χειμώνα, με το τσάι του βουνού και το χαμομήλι προνοούν για τα βραστικά τους, από τα αμπέλια εξασφαλίζουν το κρασί τους, από τις κότες παίρνουν τα αυγά και το κρέας και από τα παρτέρια και τα χωράφια τα λογής - λογής οπωροκηπευτικά τους.
Ο μόχθος, η σκληρή δουλειά, η ανέχεια είναι συνυφασμένα με την εσωτερική πραγματικότητα του κάθε σπιτιού. Εκτός από τις παλιές φωτογραφίες που στέκονται στον τοίχο σαν άγρυπνοι φρουροί της παράδοσης και τα διάφορα αντικείμενα που σαν τιμητές της μνήμης κοσμούν το χώρο, οι αφηγήσεις για μια ζωή γεμάτη στερήσεις είναι ακόμη ένα χαρακτηριστικό κομμάτι της ιστορίας αυτών των σπιτιών. Οι παλιοί έλεγαν το ρητό «σπίτι όσο χωρείς και χωράφια όσο θωρείς», καταδεικνύοντας έτσι την αντίληψη για μια ζωή αφοσιωμένη στην αγροτική ζωή, στο μόχθο και στην καθημερινή βιοπάλη.
Παλιότερα, ενώ ο λόγος του άντρα ήταν αυτός που μετρούσε, οι γυναίκες -που οι περισσότερες τότε είχαν παντρευτεί με προξενιό- ήταν η καταλυτική δύναμη μέσα στο σπιτικό, επιφορτισμένες να ανατρέφουν τα παιδιά, να δουλεύουν στα χωράφια, να φροντίζουν το νοικοκυριό. Ο ρόλος των γυναικών τα παλιότερα χρόνια καταδεικνύει την αποφασιστική συμβολή τους στις θεμέλιες διεργασίες αυτού του ξεχωριστού φαινομένου που σήμερα ονομάζουμε ελληνική οικογένεια. «Απ' όλα έχω περάσει», μου εξιστορεί η κυρία Ιωάννα από την Καλαμωτή, ετών 79, η οποία ακόμη συνεχίζει με το γαϊδουράκι της να πηγαίνει στα χωράφια και τους σχίνους. «Εχω κάνει καπνά, μαστίχια, κεντήματα στον αργαλειό, όργωνα τα χωράφια και άλεθα το πέτικα για να πάρω σιτάρι. Αμέ, το ότι μεγάλωσα τέσσερα παιδιά πού το πας, νομίζεις πως οι άντρες ήταν μέσα στο σπίτι τότες… αχ, καημένε, μόνες μας μεγαλώναμε τα παιδιά, εκείνοι λείπανε στις δουλειές τους, είχαν άλλες ασχολίες». Ηταν μεγάλη παρηγοριά τότε το γεγονός ότι οι περισσότερες γυναίκες ήταν δεμένες στο ίδιο ριζικό και δεν είχε να ζηλέψει τίποτα η μία από την άλλη. Η μόνη διασκέδασή τους ήταν ότι το καλοκαίρι θα έβγαιναν έξω στο δρόμο με τα σκαμνάκια τους και θα κουβέντιαζαν σε πηγαδάκια, μια συνήθεια που ισχύει και σήμερα. Η κοινή μοίρα τούς ένωνε, τους απάλυνε το παράπονο και τους μπόλιαζε με κουράγιο για τη συνέχεια.
Οι τελευταίες αυτές εστίες παράδοσης και πολιτισμού που φωτογράφισα, δυστυχώς είναι πολύ λίγες που έχουν απομείνει και υπάρχουν ακόμη γιατί κάποιοι ηλικιωμένοι θεματοφύλακες αυτού του τρόπου ζωής εξακολουθούν να κατοικούν εκεί.Τα παιδιά τους θα επιλέξουν κάποια πιο μοντέρνα έκδοση αναπαλαίωσης. Δεν τους αδικώ, ίσως και εγώ το ίδιο να έπραττα. Η γενιά των τριαντάρηδων, στην οποία ανήκω, μόνο νοσταλγία και ρομαντισμό μπορεί να προσδώσει σε αυτόν τον τρόπο ζωής, αλλά οι περισσότεροι από εμάς είμαστε εμφανώς ανίκανοι να μεταβιβάσουμε σαν ιστορική κληρονομιά αυτά τα μικρά μουσεία, την ανάμνηση αυτού του διαφορετικού τρόπου ζωής στις γενιές που ακολουθούν.
--> Οι φωτογραφίες αποτελούν κομμάτι του υλικού για το φωτογραφικό λεύκωμα «Μαστιχοχώρια» που αναμένεται να κυκλοφορήσει τον Αύγουστο του 2008.
ΜΑΣΤΙΧΑ: ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΠΡΟΪΟΝ
Η διαδικασία παραγωγής της μαστίχας συνεχίζεται σχεδόν απαράλλακτη τα τελευταία 2.500 χρόνια στη Χίο. Από τον 10ο αιώνα και έπειτα η μαστίχα γίνεται διάσημη από τους περιηγητές που επισκέπτονται τη Χίο. Στο πέρασμα των χρόνων, θα ταξιδέψει στα πέρατα της γης, από τα τραπέζια της υψηλής κοινωνίας των Ρωμαίων, μέχρι τα εργαστήρια των Αράβων ιατρών και από τα μοναστήρια των φραγκισκανών μοναχών μέχρι τα ανδαλουσιανά μαγειρεία και τα χαρέμια των Οθωμανών και θα αναγκάσει ευγενείς και λαϊκούς, επιστήμονες και απλούς ανθρώπους να υποκλιθούν στο άρωμά της και την ιδιαιτερότητά της.
Η μοναδικότητα της μαστίχας οφείλεται σε τρεις κυρίως παράγοντες. Πρώτον, στο μικροκλίμα της νότιας Χίου, ήπιο το χειμώνα και πολύ ξηρό το καλοκαίρι. Δεύτερον, στον ευγονισμό. Οι μαστιχοκαλλιεργητές εκμεταλλεύονταν και πολλαπλασίαζαν τα δέντρα που παρήγαγαν περισσότερη ρητίνη, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα νέο είδος σχίνου, πολύ πλούσιου σε παραγωγή μαστίχας. Τρίτον, στη σωστή διαχείριση των αρχαίων Χιωτών που συστηματοποίησαν την παραγωγή της μαστίχας και φρόντισαν να τη διαδώσουν στον υπόλοιπο κόσμο.
Το δέντρο σκίνος ή σχίνος (Pista-chia Lenticus Var. Chia) καλλιεργείται μόνο στο νησί της Χίου - αποκλειστικά στο νότιο μέρος του, στα Μαστιχοχώρια. Το δέντρο που παράγει τη μαστίχα λέγεται σχίνος ή πυξάρι, μοιάζει με μεγάλο θάμνο, είναι αειθαλές και αυτοφυές στη Μεσόγειο. Οι απαιτήσεις του είναι ελάχιστες, γι' αυτό και ευδοκιμεί σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Η μαστίχα κυλάει σαν δάκρυ από τον κορμό του, από σημεία που προηγουμένως έχουν χαραχτεί με αιχμηρά αντικείμενα (κεντητήρια). Οι χωρικοί ονομάζουν την εργασία της χάραξης «κέντημα» και «κέντος». Οι εργασίες για την παραγωγή της μαστίχας αρχίζουν από τα μέσα Ιουνίου και τελειώνουν Σεπτέμβριο με Οκτώβριο. Κάθε δέντρο κεντιέται γύρω στις 25 φορές και το μάζεμα της μαστίχας γίνεται σε δύο στάδια και μάλιστα κούκουδο - κούκουδο.
Το πρώτο στάδιο είναι η ισοπέδωση και ο καθαρισμός της περιοχής γύρω από τον κορμό του δέντρου, της περιοχής δηλαδή που θα πέσει η μαστίχα. Αφού καθαριστεί η περιοχή, απλώνεται πάνω της το ασπρόχωμα (σκόνη καθαρού ανθρακικού ασβεστίου), ουσία που δεν επηρεάζει τη χημική σύσταση της μαστίχας και που διευκολύνει το μάζεμα και το καθάρισμά της. Στην αρχή μαζεύονται τα μεγάλα κομμάτια, οι «πίτες». Στη συνέχεια, όταν η μαστίχα έχει πια «στεγνώσει», οι μαστιχοπαραγωγοί τη μαζεύουν με το «τιμητήρι» από τον κορμό και τα κλαδιά του δέντρου ή κάτω από το χώμα. Πριν δοθεί το προϊόν στον συνεταιρισμό, περνάει από πολλά στάδια καθαρισμού στο σπίτι κάθε παραγωγού. Συνήθως οι γυναίκες αναλαμβάνουν το έργο αυτό: βάζουν τη μαστίχα σε μεγάλα σινιά (ταψιά) και καθαρίζουν από πάνω της τα φύλλα, το χώμα και τις πέτρες. Πρώτα γίνεται το «ταχτάρισμα», ώστε να καθαριστεί από τα μικρά φύλλα και ακολουθεί το πλύσιμο, το άπλωμα, το στέγνωμα και μετά το «τσίμπημα»· έτσι ονομάζεται η αφαίρεση κάθε ξένης ύλης από κάθε κόκκο μαστίχας ξεχωριστά. Την ελάχιστη μαστίχα που μένει μετά το καθάρισμα, οι χωρικές την καθαρίζουν εκ νέου. Αυτήν, το λεγόμενο «κοκολόι», την εμπορεύονται οι ίδιες προκειμένου να έχουν ένα μικρό προσωπικό εισόδημα.
Σήμερα, η μαστίχα διακινείται από την Ενωση Μαστιχοπαραγωγών και χρησιμοποιείται σε πολλούς τομείς για τις γευστικές, θεραπευτικές, καλλωπιστικές και αρωματικές της ιδιότητες.
memo
Το δέντρο σχίνος, από το οποίο παράγεται η μαστίχα, συναντάται μόνο στα χωριά της νότιας Χίου.
kathimerini.gr