Πρώτα απ' όλα θα ήθελα να καλωσορίσω εσάς, παιδιά και να σας επισημάνω αυτό που έχετε ήδη ακούσει κατά την επίσκεψη την οποία πραγματοποιείτε, ότι δηλαδή εδώ μέσα δεν αποφασίζουν άλλοι για σας, αλλά αποφασίζεται και το παρόν και το μέλλον αυτής της χώρας. Γι' αυτό το λόγο πρέπει να είστε περήφανες και περήφανοι που επισκέπτεστε το ναό της Δημοκρατίας.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, ξεκινώ με το αποτροπιαστικό γεγονός, το ομόφωνα καταδικασθέν, της διπλής δολοφονίας δύο νέων μελών της Χρυσής Αυγής. Όπως έχω πει ξανά, πιστεύω ότι για πρώτη φορά τον τελευταίο καιρό υπάρχει μία ώριμη, ενωτική, καθαρή και αποφασιστική απάντηση από τον πολιτικό κόσμο της χώρας. Νομίζω ότι είναι απόλυτη η καταδίκη. Είναι, επίσης, καθαρή και η απάντηση προς κάθε κατεύθυνση ότι αυτός ο κύκλος του αίματος δεν μπορεί να συνεχιστεί και πως αυτές οι πράξεις μας βρίσκουν απέναντι κάθε στιγμή, απ' όπου κι αν προέρχονται, όποιος κι αν είναι ο στόχος.
Όμως, νομίζω ότι είναι κρίσιμο και πάρα πολύ χρήσιμο για τη Δημοκρατία μας να μην υπάρξει σεναριολογία ούτε συνωμοσιολογία, γιατί αυτό αυτομάτως εξυπηρετεί τους στόχους όλους εκείνων που τράβηξαν τη σκανδάλη και που οργάνωσαν τη συγκεκριμένη τρομοκρατική ενέργεια. Νομίζω ότι η Δημοκρατία μας πρέπει να δείξει ότι αντιμετωπίζει αυτήν την πράξη σύμφωνα με την αρχή του κράτους δικαίου, αλλά κυρίως ότι έχει τις δυνατότητες να απαντήσει δυναμικά και να επιβάλει το κράτος δικαίου σ' αυτούς οι οποίοι εκτέλεσαν αυτά τα δύο νέα παιδιά.
Πριν ξεκινήσω την εισήγησή μου για το σημερινό νομοσχέδιο, θα ήθελα να πω δυο κουβέντες –έφυγε ο κ. Μητρόπουλος- για την απλή αναλογική και την τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ. Γνωρίζουμε όλοι ότι πριν από ενάμιση χρόνο, τον Ιούνιο του 2012, δηλαδή πριν από τις δεύτερες εθνικές εκλογές, ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλέξης Τσίπρας μετέβη στον Άρειο Πάγο και δήλωσε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι συνασπισμός, αλλά ένα ενιαίο κόμμα, κάτι που επίσης γνωρίζουμε ότι συνέβη στην πραγματικότητα το καλοκαίρι του 2013.
Γιατί τότε ο Πρόεδρος το ΣΥΡΙΖΑ μετέβη στον Άρειο Πάγο και έκανε αυτή τη δήλωση; Την έκανε για ένα λόγο: Διότι οι προβλέψεις, δηλαδή οι δημοσκοπήσεις, δηλαδή αυτό για το οποίο κατηγόρησε τη ΔΗΜΑΡ ο κ. Μητρόπουλος, «η πρόβλεψη ότι εγώ ισχυροποιούμαι», ήταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρχε πιθανότητα αντί για δεύτερος να είναι πρώτος και στην περίπτωση που ήταν από τον Άρειο Πάγο καταχωρημένος ως συνασπισμός, θα έχανε τη δυνατότητα των πενήντα εδρών μπόνους που προέβλεπε ο εκλογικός νόμος. Επομένως, θα πηγαίναμε σε μία καθαρή και ανόθευτη απλή αναλογική σε όλα τα κόμματα.
Δηλαδή, ο κ. Τσίπρας όταν είδε πως υπήρχε η δυνατότητα για εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ με τον υπάρχοντα, με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο -που ίσχυε και τότε, ισχύει και τώρα- και ενώ ήταν στην πραγματικότητα Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς - Ενωτικό Κοινωνικό Μέτωπο, μετέβη στον Άρειο Πάγο και έκανε μια δήλωση που πολιτικά δεν ίσχυε. Δηλαδή, είπε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ που ήταν συνασπισμός, στην πραγματικότητα ήταν ένα ενιαίο κόμμα. Και ο στόχος του ήταν να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ -εάν επιτύγχανε να ήταν πρώτο κόμμα- τις πενήντα έδρες και επομένως -για πρώτη φορά στην ιστορία εκλογική νίκη της Αριστεράς- να υπήρχε εφαρμογή της απλής αναλογικής. Τι πιο συμβολικό από αυτό; Τι πιο πολιτικό από αυτό; Λέω, λοιπόν, το εξής, το οποίο είναι καθαρό.
Όταν κάποιος έρχεται στο Βήμα και κατηγορεί ότι, «Μία πρόταση έρχεται επειδή βγήκες εσύ από την Κυβέρνηση», θα πρέπει να έχει αποδείξει στην πορεία του χρόνου -και μάλιστα στο πρόσφατο παρελθόν- την αξιοπιστία του.
Εμείς έχουμε καταθέσει την πρότασή μας, είναι καθαρή και έχει ειπωθεί σε όλους τους τόνους. Και είναι αυτή η οποία αποτυπώνεται στην πραγματικότητα. Και τι λέει; Λέει ότι το μπόνους των εδρών -δηλαδή οι πενήντα έδρες- είχαν ως στόχο πολιτικό, πολιτειακό, κομματικό να κατοχυρώνονται οι μονοκομματικές κυβερνήσεις. Απευθυνόταν σε ένα πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης που τα δύο μεγάλα κόμματα είχαν 80% και 85%.
Υπάρχει κανείς σ' αυτή την Αίθουσα ή εκτός της Αίθουσας αυτής, που να πιστεύει ότι ο σημερινός διπολισμός με δύο κόμματα μπορεί να ξεπεράσει το 50% ή το 60%; Υπάρχει κανείς που να πιστεύει ότι ένα κόμμα –γιατί το είδαμε αυτό να συμβαίνει το Μάιο του 2012- το οποίο παίρνει 18,5% ή 19%, πρέπει να δικαιούται το μπόνους των πενήντα εδρών; Μήπως υπάρχει κάποιος που να πιστεύει ότι σήμερα κάποιο κόμμα, με τα ποσοστά τα οποία εγώ αναγνωρίζω ότι έχουν στις δημοσκοπήσεις, το 25% ή το 24%, μπορεί να κατοχυρώσει με το μπόνους των πενήντα εδρών μονοκομματική κυβέρνηση; Μήπως πρέπει να μεταβούμε σε ένα πολιτικό εκλογικό σύστημα το οποίο να εκφράζει τη σημερινή κατάσταση;
Με αυτήν την έννοια, λοιπόν, είναι προφανές ότι τόσο οι εκλογικοί νόμοι όσο τα Συντάγματα όσο και τα πολιτικά συστήματα, πρέπει να εκφράζουν αυτό το οποίο υπάρχει στην κοινωνία όχι με τη μορφή της συγκυρίας ούτε με τη μορφή της βούλησης -δηλαδή του τι θέλω να γίνει- αλλά με τη μορφή του πώς, πού βρισκόμαστε, πού πάει η χώρα, πού βρίσκεται η κοινωνία, πού είναι το πολιτικό σύστημα.
Με αυτήν την έννοια, λοιπόν, είναι προφανές ότι το μπόνους έρχεται από μία άλλη εποχή. Είναι, επίσης, προφανές ότι το μπόνους δεν μπορεί να εκφράσει τα κόμματα του 20% ή 25% και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εκφράσει τη συνταγματική επιταγή για αναλογικό εκλογικό σύστημα.
Έρχομαι, κύριε Υπουργέ, να αναφερθώ στα του νομοσχέδιου. Νομίζω ότι το νομοσχέδιο αυτό -νομίζω πως και εσείς το παραδέχεστε- διευθετεί διάφορα ζητήματα -άλλα έχουν συμβολική και άλλα ουσιαστική αξία, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι κάποιες επιμέρους ρυθμίσεις- τα οποία, όμως, έχουν ως μία κοινή στόχευση: Τη διοικητική μεταρρύθμιση, όπως είναι και ο τίτλος του Υπουργείου σας.
Πρόκειται για μία διοικητική μεταρρύθμιση η οποία έχει στόχο να αντιμετωπίσει τις κακοδαιμονίες. Είναι δεδομένο ότι υπάρχουν κακοδαιμονίες, υπάρχει μία ατέρμονη γραφειοκρατία που πολλές φορές λειτουργεί ανάποδα στο δημόσιο συμφέρον. Είναι δεδομένο ότι υπήρξαν και υπάρχουν συντεχνιακές λογικές και δυστυχώς συνδικαλιστικές λογικές οι οποίες δεν εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και πολλές φορές δεν εξυπηρετούν ούτε το συμφέρον των δημοσίων υπαλλήλων, που ενδεχομένως θέλουν να εκφράζουν.
Είναι, επίσης, δεδομένο ότι η χώρα δεν μπορεί να βγει από την κρίση αν δεν έχει σύγχρονο και αποτελεσματικό κράτος, αν η δημόσια διοίκησή της δεν είναι ανάλογη των περιστάσεων. Γιατί αν κάποτε είχαμε μάθει η οικονομία και η κοινωνία να περιστρέφονται γύρω από το κράτος, σήμερα είναι αναγκαιότητα η οικονομία και η κοινωνία να περιστρέφονται γύρω από τον ιδιωτικό τομέα, να παραχθεί ο πλούτος που είναι αναγκαίος και να μπορέσουμε να τον ξαναμοιράσουμε. Δεν υπάρχει η δυνατότητα σε κανένα μοντέλο, πουθενά στον κόσμο, να μοιράζεις πλούτο ο οποίος δεν παράγεται.
Αυτό ήταν «μοναδική επιτυχία» που οδήγησε στην κοινωνική, οικονομική κρίση, την οποία βιώνει το κάθε ελληνικό νοικοκυριό, η κάθε ελληνική επιχείρηση.
Νομίζω, λοιπόν, ότι είναι ανάγκη να πετύχουμε το στόχο ο οποίος είναι καθαρός: Να αντιμετωπίσουμε τις κακοδαιμονίες του ελληνικού δημοσίου, της ελληνικής δημόσιας διοίκησης.
Από την άλλη μεριά, όμως, πρέπει να είναι σύμμαχοι οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα. Δεν επιτρέπεται ούτε η διαπόμπευση ούτε και το κυνήγι μαγισσών. Γιατί η συντριπτική πλειοψηφία των υπαλλήλων του δημοσίου τομέα είναι άνθρωποι οι οποίοι σηκώνονται κάθε πρωί για να πάνε στη δουλειά τους, κοπιάζουν πολύ περισσότερο τώρα, αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα και έρχονται από μία συσσωρευμένη δανειοδότηση. Και αυτήν τη στιγμή η πολιτική ηγεσία είναι δεδομένο ότι όχι μόνο δεν πρέπει να τους διαπομπεύει, αλλά πρέπει να τους δημιουργεί εκείνο το ηθικό ανάστημα, εκείνη την ηθική ανταμοιβή, ότι εξυπηρετούν, δηλαδή, το δημόσιο συμφέρον και επιτελούν ένα έργο το οποίο είναι πάρα πολύ κρίσιμο για την ανάκαμψη της χώρας, για την έξοδο της χώρας από την κρίση και ταυτόχρονα να γίνουν συμμέτοχοι στη μεγάλη εθνική προσπάθεια.
Πρέπει οι ίδιοι οι εργαζόμενοι –και όσοι μας ακούν, πρέπει να το υιοθετήσουν αυτό- να απομονώσουν φαινόμενα που υπάρχουν μέσα στη δημόσια διοίκηση. Πρέπει να στιγματίσουν φαινόμενα τα οποία δεν εξυπηρετούν τον πολίτη, φαινόμενα όπου άνθρωποι, στελέχη ουσιαστικά χρησιμοποιούν ως άλλοθι την περικοπή στους μισθούς τους, το οικονομικό τους πρόβλημα, προκειμένου τελικά να μεταφέρουν το πρόβλημα στον ίδιο τον πολίτη και να τον κάνουν να αγανακτεί στη σχέση του, στη συναλλαγή του με τη δημόσια διοίκηση.
Με αυτήν την έννοια, λοιπόν, θεωρώ ότι ένας αναχρονιστικός θεσμός, η μηχανογραφική άδεια, η οποία έρχεται από το πολύ παλαιό παρελθόν και η οποία προφανώς δεν εξυπηρετεί κανένα ζήτημα υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων, σωστά καταργείται.
Όμως, πρέπει να είναι σαφές ότι το διάλειμμα για τον άνθρωπο ο οποίος περνάει δεδομένα ή χρησιμοποιεί εντατικά τον ηλεκτρονικό υπολογιστή -το πεντάλεπτο διάλειμμα που προβλέπεται από τις διεθνείς συμβάσεις, τις διεθνείς υποχρεώσεις, το διεθνές Δίκαιο- πρέπει να περάσει και να είναι υποχρεωτικό προκειμένου ο εργαζόμενος να ξεκουράζεται κατά τη χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Αυτό καθιστά σαφή και την αναγκαιότητα να μην υπάρχει αυτή η άδεια. Διότι, αν ο εργαζόμενος είναι όλη μέρα πάνω από έναν υπολογιστή και δεν κάνει κανένα διάλειμμα, ποια είναι η χρησιμότητα του να πάρει μία μέρα άδεια το δίμηνο; Βελτιώνει την υγεία του; Βελτιώνει την ασφάλειά του στην εργασία; Κανένα αποτέλεσμα δεν έχει. Ήταν μια λαϊκιστική -αν θέλετε- διεκδίκηση, μια λαϊκιστική αποδοχή και υιοθέτηση.
Πρέπει στην πράξη να διασφαλίζεται η υγεία και η ασφάλεια του εργαζομένου και προφανώς να εφαρμοστούν αυτά τα οποία ισχύουν διεθνώς. Ουσιαστικά, δηλαδή, να ξεκουράζεται και το μάτι και ο εργαζόμενος κάθε ώρα ανάλογα με το χρόνο που προβλέπεται.
Σε αυτά δεν θα πρωτοστατήσει ούτε θα πρωτοτυπήσει η χώρα. Υπάρχουν διεθνείς κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται παντού και μάλιστα πολύ πιο αποτελεσματικά.
Και επιτέλους, αυτά που εφαρμόζουμε στο δημόσιο τομέα, να τα εφαρμόζουμε και στον ιδιωτικό τομέα. Να κατοχυρωθεί η ισότητα των εργαζομένων παντού.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι πρέπει όχι μόνο να πάμε σε κατάργηση της μηχανογραφικής άδειας, αλλά να εφαρμοστεί και το υποχρεωτικό διάλειμμα το οποίο προβλέπεται για την υγεία των εργαζομένων.
Όσον αφορά τις αναρρωτικές άδειες, σωστά πάτε σε έναν εξορθολογισμό. Όμως, το σημαντικό είναι, κύριε Υπουργέ, όχι τις είκοσι μέρες να τις κάνουμε δύο κλπ., αλλά να υπάρχει ο ελεγκτικός μηχανισμός από την πλευρά της δημόσιας διοίκησης στο ποιος κάνει κατάχρηση, ποιος παραβαίνει το νόμο, ποιος τελικά δικαιούται και έχει ανάγκη τις μέρες της αναρρωτικής άδειας.
Δεν είναι «μειώνω το χρόνο άδειας, προκειμένου να μειώσω την κατάχρηση», αλλά πρέπει να εστιάσουμε στην κατάχρηση και πρέπει εκεί να υπάρχει ελεγκτικός μηχανισμός, ούτως ώστε να μην υπάρχει κανένα περιθώριο σε κανέναν εργαζόμενο να φορτώνει την εργασία που ο ίδιος θα έπρεπε να εκτελεί στο συνάδελφό του χρησιμοποιώντας δικαιώματα τα οποία προφανώς δεν τα κάνει χρήση όπως προβλέπει ο νόμος.
Όσον αφορά τις εκπαιδευτικές άδειες, τις περιορίζετε προκειμένου να βρεθούν οι ανθρώπινοι πόροι, διότι και εκεί υπήρχαν καταχρήσεις και εκεί ισχύει αυτό που είπα για τους ελεγκτικούς μηχανισμούς. Όμως, είναι δυνατόν να δεχόμαστε εμείς ως πολιτικοί ή ως Έλληνας νομοθέτης να δικαιούται την ίδια μέρα άδεια ο εργαζόμενος ο οποίος δίνει εξετάσεις σε μία σχολή των Αθηνών και η έδρα της υπηρεσίας του είναι στην Αθήνα και την ίδια να δικαιούται αυτός ο οποίος πρέπει να μεταβεί στην Κομοτηνή και να δώσει εξετάσεις σε σχολή της Κομοτηνής και να επιστρέψει; Εκτιμώ ότι εκεί πρέπει να υπάρξει μία διαφοροποίηση και αυτή η διαφοροποίηση πρέπει να υπάρξει στην κατεύθυνση της ρεαλιστικής αντιμετώπισης του προβλήματος. Είναι προφανές ότι όταν σπουδάζεις εκτός της περιοχής όπου έχεις τα εργασιακά σου καθήκοντα, πρέπει να έχεις και διαφορετική αντιμετώπιση από τη δημόσια διοίκηση.
Με τις γονικές άδειες επιλύεται ένα ζήτημα, το οποίο είναι σημαντικό όχι μόνο για την αντιμετώπιση θεμάτων που έχουν να κάνουν με τα δίδυμα ή τρίδυμα παιδιά που είναι σε πολύ θετική κατεύθυνση και δείχνει ότι όταν μπορούμε να έχουμε εξορθολογισμό των θεσμών, εξοικονόμηση των πόρων, μπορούμε να κατευθύνουμε στη σωστή κατεύθυνση τους πόρους και να δώσουμε περισσότερη άδεια εκεί που πραγματικά υπάρχει ανάγκη, αλλά θα έλεγα ότι επιτυγχάνουμε και σε συμβολικό και σε ουσιαστικό επίπεδο κάτι συγκεκριμένο: Πετυχαίνουμε την ισότητα των φύλων. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό και για την πατρική σχέση με τα παιδιά και προκειμένου τα δύο φύλα επιτέλους να αποκτήσουν ισότητα ενώπιον της ελληνικής δημόσιας διοίκησης.
Ως προς τα ζητήματα που έχετε θέσει, κύριε Υπουργέ, με το ΑΣΕΠ είναι ζητήματα τα οποία νομίζω ότι είναι σε θετική κατεύθυνση, διότι δεν υπάρχει η δυνατότητα, ο χρόνος, η υπομονή -και αν θέλετε- και η αντοχή σήμερα να περιμένουμε αυτές τις μακροχρόνιες διαδικασίες για τις νέες προκηρύξεις και τις νέες προσλήψεις. Είναι, λοιπόν, σωστό να χρησιμοποιούνται επιτυχόντες από παρελθούσες προκηρύξεις, προκειμένου να μπορέσουν να αξιοποιηθούν σε αντίστοιχες θέσεις με αυτές τις οποίες έχουν επιτύχει οι άνθρωποι αυτοί. Και εάν θέλετε, είναι και ο σεβασμός στον άνθρωπο ο οποίος πέτυχε σε μία κρατική διαδικασία και επομένως πρέπει να τύχει και της αντίστοιχης αντιμετώπισης.
Εδώ, κύριε Υπουργέ, υπάρχει το εξής θέμα και νομίζω ότι πρέπει να το εξηγήσετε: Γιατί αυτό αφορά το τελευταίο εννεάμηνο και δεν αφορά το δωδεκάμηνο ή το εξάμηνο; Εκεί, λοιπόν, πρέπει να υπάρξει ανάλογη εξήγηση, στο γιατί υπάρχει αυτός ο περιορισμός.
Επίσης, υπάρχει ένα σοβαρό ζήτημα σε επίπεδο αναδιοργάνωσης των δημοσίων υπηρεσιών. Επειδή ξέρετε ότι αυτές οι έννοιες «διοικητική μεταρρύθμιση», «αναδιοργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών» έχουν χρησιμοποιηθεί κατ' επανάληψη στο παρελθόν -και είμαι σίγουρος ότι εσείς μαζί με την αναπληρώτρια Υπουργό σας τα εννοείτε αυτά που λέτε- θεωρώ ότι πάντοτε πρέπει να υπάρχει ένα χρονοδιάγραμμα. Γιατί –ξέρετε- εάν το πολιτικό σύστημα δέχεται μία δίκαιη κριτική για κάτι, είναι για το ζήτημα της αποτελεσματικότητας και της αντιστοίχισης των λόγων και των έργων. Επομένως, να υπάρχει χρονοδιάγραμμα, αλλά να υπάρχει αρχή, μέση και τέλος στο ζήτημα της αναδιοργάνωσης και να μην πηγαίνουμε σε διατάξεις, οι οποίες είναι αόριστες και επομένως πολλές φορές δεν τυχαίνουν εφαρμογής.
Είναι θετική η ρύθμιση για τον 8Κ και την 9Κ -νομίζω όλες οι πτέρυγες της Βουλής το δέχονται αυτό- αλλά επίσης πρέπει να υπάρχει και χρονοδιάγραμμα για να μην είναι μία διάταξη κενή περιεχομένου.
Τέλος, είναι προφανές ότι οι εξαιρετικές προσλήψεις, δηλαδή οι προσλήψεις που έγιναν για λόγους χρέους ή τιμής προς τους ανθρώπους αυτούς -χρέος από την πλευρά της πολιτείας προς τις οικογένειες ή τα ίδια τα πρόσωπα, αλλά και τιμής όπως είναι οι Ολυμπιονίκες και οι πρωταθλητές- πρέπει προφανώς να έχουν μία συνολική ρύθμιση και να μην πηγαίνουμε σε αποσπασματικές ρυθμίσεις. Με αυτήν την έννοια, λοιπόν, πρέπει να το δούμε συνολικά, να δούμε ποιες είναι όλες οι περιπτώσεις που τα τελευταία χρόνια εμπίπτουν σε αυτές τις διατάξεις και να τις αντιμετωπίσουμε με έναν τρόπο δίκαιο και συνεκτικό.
Τέλος –και κλείνω μ' αυτό- πραγματικά και από τη σημερινή εισήγηση του Εισηγητή του ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάλαβα γιατί έχει καταψηφιστεί η διάταξη για τη «ΔΙΑΥΓΕΙΑ».
Πραγματικά, κύριε Μητρόπουλε, νομίζω ότι η διάταξη όπως έρχεται σήμερα, σε αυτή τη μορφή, ενισχύει το θεσμό της διαύγειας. Αντιλαμβάνομαι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, παρ' ότι καταψήφισε το θεσμό της διαύγειας εν τη γενέσει του, κατά τη διάρκεια των χρόνων που ακολούθησαν ή των μηνών μετέβαλε τη στάση του και είπε ότι είναι σωστός θεσμός γιατί εξασφαλίζει τη διαφάνεια στη δημόσια διοίκηση. Αυτό είναι κάτι το οποίο το έχει καταλάβει το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
Σήμερα, λοιπόν, έρχεται μία διάταξη η οποία λέει, όχι μόνο αυτό που έχετε μέχρι τώρα, που κατοχυρώνει στην πράξη τη διαφάνεια κυρίως στα οικονομικά, αλλά λέει ακόμα μεγαλύτερη ενίσχυση του θεσμού, ακόμα περισσότερη διαφάνεια, ακόμα περισσότερη κατοχύρωση της διαύγειας στη δημόσια δράση, στη διοίκηση, στη δράση της δημόσιας διοίκησης. Και ακούω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στην Επιτροπή το καταψήφισε. Ευελπιστώ ότι μέχρι το τέλος της σημερινής συζητήσεως αυτή η διάταξη θα υπερψηφιστεί με πλατιά συναίνεση από τις περισσότερες πτέρυγες μέσα στην Αίθουσα.
Σας ευχαριστώ πολύ”.