«Πάμε να περάσουμε το ποτάμι όλοι μαζί»
«Κύριες και κύριοι Βουλευτές, κύριε Υπουργέ, κύριε Πρόεδρε,
πραγματικά είναι από τις λίγες φορές που ανεβαίνω στο Βήμα και αισθάνομαι συγκίνηση. Και αισθάνομαι συγκίνηση γιατί ένα νομοσχέδιο, το οποίο ξεκίνησε το 2011 με τη συμβολή πολλών, ανώνυμων και επώνυμων, με πολλούς υπουργούς, μεταξύ αυτών τον κ. Παπαϊωάννου, τον κ. Ρουπακιώτη και τώρα τον κ. Αθανασίου, να επιχειρούν να βάλουν το νομοσχέδιο προς συζήτηση, να το συμπληρώσουν, να το διορθώσουν και να το βελτιώσουν, φτάνει επιτέλους να συζητείται στο Τμήμα Διακοπής Εργασιών, μετά και από δική μας παρέμβαση και πίεση.
Θα ξεκινήσω με μια μικρή ιστορία που αφορά έναν μικρό τόπο, τη Ζάκυνθο, σε μια εποχή που τα πράγματα ήταν πάρα πολύ δύσκολα για τη χώρα μας.
Σε μια εποχή που σκίαζε η μαυρίλα του ναζισμού ολόκληρη την Ελλάδα.
Ήταν το 1943, όταν τα καράβια του θανάτου των Ες – Ες κατέβαιναν το Ιόνιο, προκειμένου να μαζέψουν Έλληνες πολίτες, Εβραίους, για να τους στείλουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Εκεί λοιπόν, στη Ζάκυνθο, ο Φρούραρχος ζήτησε, με την απειλή του θανάτου, από έναν ιερωμένο, πνευματικό ηγέτη της θρησκείας στον τόπο του, τον Επίσκοπο Χρυσόστομο, και έναν Δήμαρχο, που εκπροσωπούσε τους Έλληνες της περιοχής, τον Δήμαρχο Λουκά Καρέρ, να παραδώσουν λίστα με τους Εβραίους για να τους φορτώσουν στο καράβι.
Μετά από είκοσι τέσσερις ώρες οι δυο τους παρέδωσαν μια λίστα με δύο ονόματα: του Μητροπολίτη και του Δημάρχου.
Σε αυτούς του αγνώστους ήρωες της πατρίδας μας χρωστάμε το γεγονός ότι μπορούμε και κοιτάζουμε όλους τους λαούς και όλες τις εθνικές μειονότητες και κοινότητες στα μάτια.
Το 1943 δύο άνθρωποι έδειξαν ότι υπάρχει ένα νησί στην Ελλάδα, η Ζάκυνθος, όπου οι Εβραίοι δεν εστάλησαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Σε αυτούς τους δύο αγνώστους ήρωες θα μου επιτρέψετε να πω ότι χρωστάμε τη σημερινή συζήτηση και τη συζήτηση της Παρασκευής, για να αντιμετωπίσουμε τον ρατσιστικό λόγο, τον λόγο του μίσους που διασπείρεται σαν ιός στην ελληνική κοινωνία της κρίσης.
Σε αυτούς και σε όσους Έλληνες και Ελληνίδες πολίτες «δεν συνήθισαν τη μορφή του τέρατος», «δεν του έμοιασαν».
Σε όσους Έλληνες και Ελληνίδες θεώρησαν ότι το διαφορετικό είναι ο πλούτος της χώρας μας, ότι ο λόγος του μίσους δεν πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο, αλλά πρέπει να ποινικοποιείται και ότι αυτό το νομοσχέδιο, που έχει και συμβολικό χαρακτήρα, πρέπει να έρθει στη Βουλή και να ψηφιστεί.
Γι’ αυτούς τους Έλληνες και αυτές τις Ελληνίδες δίνουμε αγώνα και νομίζω ότι σήμερα είναι μία από τις κρισιμότερες και πιο σημαντικές συνεδριάσεις που πραγματοποιεί η Βουλή των Ελλήνων. Και σε αυτή την κατεύθυνση δεν έχουν καμία θέση μικροπολιτικοί ή μικροκομματικοί σχεδιασμοί.
Σήμερα πρέπει να ομονοήσουμε ότι οποιοσδήποτε διαδίδει το λόγο του μίσους, του ρατσισμού ή της ξενοφοβίας, με στόχο να υποκινήσει βία κατά προσώπου ή ευάλωτης ομάδας, όπως αυτή περιγράφεται πληρέστατα –μετά και τις νομοτεχνικές βελτιώσεις-, κατά προσώπου ή ομάδας λόγω της διαφορετικής φυλής, του φύλου, της θρησκείας, της εθνικής καταγωγής, του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου, θα τιμωρείται από την Ελληνική Πολιτεία.
Όχι γιατί είμαστε κατά της ελευθερίας του λόγου, αλλά γιατί είμαστε υπέρ της αξιοπρέπειας και της δικαιοσύνης σε αυτή τη χώρα.
Η ελευθερία του λόγου υπάρχει ως συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα, γιατί πρέπει ο Έλληνας και η Ελληνίδα, ο πολίτης αυτής της χώρας, αλλά και ολόκληρου του κόσμου να έχει τη δύναμη της έκφρασης και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του.
Η πληροφόρηση και το διαδίκτυο είναι η δύναμη του πολίτη και αυτή τη δύναμη δεν μπορούν οι άνθρωποι και οι πολιτικοί ή οι ακροδεξιοί ή οι νεοναζιστικοί χώροι να την αξιοποιούν υπέρ τους. Σε αυτό πρέπει να δοθεί μια οργανωμένη θεσμική απάντηση. Η Πολιτεία πρέπει να βάζει την τελεία και από εκεί και πέρα να ξεκινάει η ποινικοποίηση.
Το σημερινό νομοσχέδιο καλύπτει πλήρως όλη την γκάμα των διαφόρων εκφάνσεων του λόγου του μίσους. Γιατί στην παρούσα συγκυρία πρέπει να έχουμε πάντοτε υπόψη μας τα σοφά λόγια: ότι η αποτρόπαια σιωπή των καλών ανθρώπων δεν μπορεί να συνεχίζεται σε μια κοινωνία η οποία σπαράσσεται από τον ρατσισμό, σε μια κοινωνία που η ρατσιστική βία έχει ξεφύγει από τα δικά μας τα ελληνικά, τα δημοκρατικά όρια, σε μια κοινωνία που ο λόγος του μίσους καλλιεργεί στερεότυπα και διαδίδει ψέματα και ψευδή «γεγονότα» προς κάθε κατεύθυνση και ενισχύεται από ένα κλίμα αντιπολιτικό, αντικοινοβουλευτικό, κατά την άποψή μου, αντιδημοκρατικό.
Γιατί αυτό είναι το περιβάλλον του ρατσισμού. Εκεί μέσα, στο θερμοκήπιο του αντικοινοβουλευτισμού επωάζεται και ανθεί ο ρατσισμός και ο λόγος του μίσους και η αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου πρέπει να είναι ο θεμελιώδης στόχος όλων των δημοκρατικών κομμάτων.
Θεωρώ ότι αν στη σημερινή συζήτηση δεν κάνουμε πράξη και δεν έχουμε ως φάρο το ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι στην αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα, δεν θα έχουμε πετύχει το στόχο μας.
Αν αποδεχθούμε ότι ναι, δεν υπάρχει κάλυψη ως προς τα ρατσιστικά αδικήματα και, επομένως, δεν μπορούμε να αποδεχθούμε την ποινικοποίηση του λόγου του μίσους, τότε, με συγχωρείτε, αλλά δεν έχουμε πετύχει το μείζον, που είναι ότι ο Έλληνας πολίτης, ανεξάρτητα από το σε ποια ομάδα ανήκει, αν είναι στην πλειοψηφία ή στη μειοψηφία κάθε φορά, πρέπει να μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερος, χωρίς να φοβάται ότι λόγω της επιλογής του ή της ιδιότητάς του ή της προσωπικότητάς του ή της καταβολής του κάποιος άλλος θα έρθει να του επιτεθεί λεκτικά ή σωματικά.
Απέναντι σε αυτήν τη λογική του φόβου η δημοκρατία έχει τη λογική της ελευθερίας, έχει τη λογική της αξιοπρέπειας, έχει τη λογική της δικαιοσύνης.
Και σήμερα είναι από τις λίγες στιγμές που το ελληνικό Κοινοβούλιο έρχεται να συζητήσει για αυτά τα θεσμικά θέματα, τις θεσμικές απαντήσεις σε αυτές τις αποτρόπαιες μορφές βίας.
Παλαιότερα όλοι αυτοί οι ακραίοι, όλοι αυτοί οι παρακμιακοί, όλος αυτός ο υπόκοσμος και η παρανοϊκή εκδοχή μιας πολιτικής διαστρέβλωσης αισθάνονταν μόνοι τους. Στο κάθε χωριό ή στην κάθε κοινότητα, η τοπική κοινωνία και η οικογένειά τους, τούς έλεγε ότι οι απόψεις τους είναι περιορισμένες.
Σήμερα το διαδίκτυο, δηλαδή η ίδια τεχνολογία της επικοινωνίας που ενώνει τον κόσμο, μας κάνει να καταλαβαίνουμε το διαφορετικό και μας κάνει να ανεχόμαστε το διαφορετικό, είναι η ίδια τεχνολογία την οποία αξιοποιούν οι ακραίοι και έτσι, αποκτούν τη δυνατότητα να συνασπίζονται σε ομάδες.
Τελικά, λόγω αυτής της δυνατότητάς τους, νομίζουν ότι οι ιδέες τους δεν είναι ακραίες, δεν είναι παρανοϊκές. Στην περίπτωση αυτή το διαδίκτυο ουσιαστικά χρησιμοποιείται από τους ακραίους με μια λογική στρατολόγησης, τη λογική δηλαδή ότι είναι δυνατόν να συνασπιστούν μεγαλύτερες ομάδες με ακραίο τρόπο, με σκοπό την υποκίνηση της μισαλλόδοξης βίας.
Απέναντι, λοιπόν, σε αυτήν τη λογική πρέπει και το διαδίκτυο να έχει συγκεκριμένους δημοκρατικούς κανόνες.
Γιατί οι ιδέες και οι εικόνες μπορούν να καλλιεργήσουν ψέματα και στερεότυπα, αλλά μπορούν –και συμβαίνει αυτό σήμερα ενόσω μιλάμε- να στρατολογήσουν και να αποπροσανατολίσουν μια νέα γενιά που αντιμετωπίζει το φάσμα της ανεργίας, που βρίσκεται στη μέση μιας πρωτόγνωρης κρίσης, και τελικά να καθοδηγήσουν και να υποκινήσουν περιστατικά ρατσιστικής, βίας που θα έχει ως στόχο την καρδιά της δημοκρατίας.
Απέναντι στον ιό του μίσους εμείς, ως Έλληνες Βουλευτές, έχουμε ένα χρέος: Να σταματήσουμε αυτήν την κατάσταση. Και αυτή η κατάσταση μπορεί να σταματήσει μόνο με ένα αποφασιστικό νομοσχέδιο, όπως είναι αυτό το οποίο εισάγεται σήμερα προς συζήτηση.
Ουσιαστικά σήμερα συζητάμε την ποινικοποίηση της ρητορικής του μίσους, που εκτός από το λόγο, έχει στόχο τη βία, την πράξη είτε αυτή γίνεται μέσω του Τύπου είτε δημοσίως είτε μέσω διαδικτύου.
Οι διατάξεις οι οποίες έρχονται σήμερα είναι οι πληρέστερες και είναι και οι πιο προοδευτικές σε ευρωπαϊκό επίπεδο και γι’ αυτό εμείς, που υποστηρίζουμε το νομοσχέδιο, είμαστε απόλυτα βέβαιοι και είμαστε και περήφανοι που συμβάλλαμε στη σύνταξή του.
Έρχομαι στο ζήτημα που βρίσκεται στον πυρήνα του νομοσχεδίου: την κακόβουλη άρνηση γενοκτονιών και του Ολοκαυτώματος.
Στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο δεν ποινικοποιείται η άποψη. Ποινικοποιούνται τα αντικειμενικά στοιχεία του συγκεκριμένου αδικήματος, η κακόβουλη άρνηση ή ο εγκωμιασμός ή η αποδοκιμασία ή ο ευτελισμός του γεγονότος, σε συνδυασμό, όμως, με τη συμπεριφορά η οποία στρέφεται κατά ομάδας που προσδιορίζεται πάλι από τα θρησκευτικά, φυλετικά και εθνοτικά της χαρακτηριστικά, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου, σε συνδυασμό με έναν λόγο ο οποίος δύναται να προκαλέσει μίσος ή να ενέχει υβριστικό ή απειλητικό χαρακτήρα. Αυτό είναι το αδίκημα που τυποποιείται εδώ. Δεν τυποποείται καμία απλή άρνηση ιστορικής ή άλλης άποψης.
Βεβαίως, είναι λογικό η Βουλή των Ελλήνων, η οποία νομοθετεί πληρέστατα, να σέβεται τη συνέχεια του χαρακτήρα της Βουλής των Ελλήνων και να θεωρεί ότι οι γενοκτονίες, τις οποίες έχει ανακηρύξει η ίδια, είναι ισχύουσες, είναι ισχυρές και πρέπει να τύχουν ανάλογης ουσιαστικά νομοθετικής αντιμετώπισης. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν υπάρχει ονομαστική καταγραφή τους.
Δεκαεπτά Βουλευτές του ΠΑΣΟΚ έχουμε καταθέσει μία τροπολογία για το σύμφωνο συμβίωσης. Ακούω προσεκτικά την άποψη του κυρίου Υπουργού ότι αυτό πρέπει να πάει σε ένα συγκροτημένο νομοσχέδιο, το οποίο να έχει να κάνει με το οικογενειακό δίκαιο.
Εγώ πιστεύω, και το ΠΑΣΟΚ πιστεύει, ότι πρόκειται περί μιας εκκρεμότητας, η οποία δεν προέρχεται από την καταδίκη μας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Είναι μια εκκρεμότητά μας απέναντι στην ισότητα, απέναντι στην ισονομία, απέναντι στη λογική ότι η διάκριση δεν μπορεί να επέρχεται απέναντι στους ανθρώπους με τρόπο τέτοιο, που ουσιαστικά να προσβάλλει τον ίδιο τον πυρήνα της ελληνικής πολιτείας.
Θεωρούμε ότι αυτό έχει και συμβολικό και ουσιαστικό χαρακτήρα. Πιστεύουμε ότι μια τέτοια τροπολογία στέλνει μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση, ότι η ελληνική πολιτεία, τον καιρό της κρίσης, αντιλαμβάνεται ότι πάμε να περάσουμε το ποτάμι όλοι μαζί και τα δικαιώματα του καθενός πρέπει να είναι κατοχυρωμένα.
Με αυτήν την έννοια εμείς υποστηρίζουμε την τροπολογία μας και θεωρούμε ότι έχει ευρύτατη αποδοχή. Θεωρούμε ότι έχει αποκτήσει έναν συμβολικό χαρακτήρα ατομικών δικαιωμάτων και πρέπει να αποτελέσει τη δυνατότητα της ελληνικής πολιτείας να ρυθμίσει το θέμα με τρόπο συγκεκριμένο. Και ταυτόχρονα να μπορέσουμε να ξεπεράσουμε τόσο τις θεσμικές μας ελλείψεις όσο, όμως, και τα δικά μας προβλήματα, τα δικά μας κωλύματα.
Κλείνω αναφερόμενος στα λόγια ενός μεγάλου, γιατί θεωρώ ότι είναι σημαντικό να ακουστούν σήμερα στην Αίθουσα αυτή:
«Όταν ήρθαν να πάρουν τους Τσιγγάνους, δεν αντέδρασα. Δεν ήμουν Τσιγγάνος.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές δεν αντέδρασα. Δεν ήμουν κομμουνιστής.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους, δεν αντέδρασα. Δεν ήμουν Εβραίος.
Όταν ήρθαν να πάρουν εμένα, δεν είχε απομείνει κανείς για να αντιδράσει».
Σας ευχαριστώ πολύ.»