Άγνωστο παραμένει στο ευρύ ελληνικό κοινό αυτό που αποκαλείται… «δια βίου μάθηση».
Oύτε η υψηλή ανεργία, ούτε η ανάγκη να αξιοποιηθούν στο έπακρο οι πλείστες όσες δημόσιες και ιδιωτικές υποδομές κατάρτισης και εκπαίδευσης για να επανεξοπλίσουν τους μακροχρόνια ανέργους που οδηγούνται σε απαξίωση, μετέβαλαν την κακή σχέση που έχουν, παραδοσιακά οι Έλληνες με το θεσμό.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάζει η «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», η Ελλάδα συνεχίζει να κατέχει μία από τις τελευταίες θέσεις όχι μόνο στην κεντρική αλλά και στη νότια Ευρώπη αναφορικά με τη συμμετοχή των ενηλίκων σε διαδικασίες διά βίου μάθησης. Οι στατιστικές μελέτες του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας (ΕΙΕ) και ανθρώπινου δυναμικού επαναλαμβάνουν τη διαπίστωση της Eurostat: Την τελευταία δεκαετία τα ποσοστά συμμετοχής σε διαδικασίες διά βίου μάθησης κυμαίνονται από 1,8% (το 2004) έως 3,3% (το 2009). Την ίδια περίοδο ο μέσος ευρωπαϊκός όρος βρίσκεται ανάμεσα στο 8,4% (2003) και το 10,4% (το 2013). Υπενθυμίζεται ότι τα στοιχεία της Eurostat αφορούν τη συμμετοχή ενηλίκων ηλικίας από 25 έως 64 ετών που συμμετέχουν σε διαδικασίες τυπικής και μη τυπικής εκπαίδευσης – κατάρτισης. Δηλαδή περιλαμβάνουν και την παρακολούθηση πανεπιστημιακών μαθημάτων και τη συμμετοχή σε προγράμματα και σεμινάρια κατάρτισης.
Σε μία χώρα, όπως η Ελλάδα, όπου σχεδόν σε όλες τις μεγάλες πόλεις υπάρχει πανεπιστήμιο, με εκατοντάδες ΙΕΚ και ΚΕΚ, ιδιωτικά κολέγια, χιλιάδες φροντιστήρια και Ανοικτό Πανεπιστήμιο, προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση η μεγάλη υποτίμηση της διαδικασίας διά βίου μάθησης. Πολύ περισσότερο όταν το 58% ακόμη και των εγγεγραμμένων ανέργων (σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΟΑΕΔ για τον Μάιο του 2014) είναι μακροχρόνια άνεργοι.
Χώρες με υψηλά ποσοστά ανεργίας, όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, διατήρησαν τα υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής του πληθυσμού ιδιαίτερα τα χρόνια της κρίσης. Μάλιστα στην Πορτογαλία τα ποσοστά όχι μόνο διπλασιάζονται αλλά αγγίζουν ανέργους και εν ενεργεία απασχολούμενους.
Πώς εξηγείται η υποτίμηση της συγκεκριμένης διαδικασίας στην Ελλάδα; H έκθεση του ΕΙΕ περιορίζει την εξήγηση του φαινομένου στο γεγονός της επικέντρωσης των δράσεων κατάρτισης κυρίως σε ανέργους. Οπως σημειώνει στην Ελλάδα, αντίθετα με το σύνολο της Ε.Ε., από το 2003 έως και το 2011, οι άνεργοι είναι η ομάδα του πληθυσμού που καταγράφει τη μεγαλύτερη συμμετοχή στις δραστηριότητες διά βίου μάθησης. Ακόμη και οι πόροι του ΛΑΕΚ, πόροι που αποτελούνται από κρατήσεις εργοδοτών, εργαζομένων, κατευθύνονται κυρίως σε προγράμματα για ανέργους και ελάχιστα για το ήδη απασχολούμενο προσωπικό επιχειρήσεων. Μετά το 2013 αρχίζει κάπως να αυξάνεται και η συμμετοχή των εργαζομένων. Και πάλι όμως οι ηλικίες περιορίζονται στους νέους ηλικίας έως 25 – 34 ετών. Αντιθέτως σε χώρες όπου αξιοποιείται πραγματικά η διαδικασία όλες οι ηλικίες θα βρουν χώρο συμμετοχής στην εκπαίδευση, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό της Δανίας στην οποία ένας στους 4 ή και περισσότεροι (22,9%) από τους συμμετέχοντες στη διά βίου μάθηση είναι ηλικίας από 55 έως 64 ετών.
aftodioikisi.gr
Πίσω από τους αριθμούς
Δυστυχώς το Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας δεν προτίθεται να πει όλη την αλήθεια. Διότι η αλήθεια της κατάρτισης στην Ελλάδα βρίθει αμαρτιών. Ακόμη και τα κονδύλια του ΛΑΕΚ ήταν κυρίως προσανατολισμένα στην συμπληρωματικότητα των επιδομάτων ανεργίας. Σε αυτό όχι μόνο συναινούσαν αλλά πίεζαν και οι πολιτευτές των κομμάτων καθώς και οι συνδικαλιστές. Ταυτοχρόνως η κατάρτιση και η εκπαίδευση στη διά βίου μάθηση στην οποία δαπανήθηκαν μεγάλα ποσά μετατράπηκε από διαδικασία σε αυτοσκοπό συντήρησης μιας σημαντικής σε αριθμό γραφειοκρατίας η οποία συντηρείται επί χρόνια από τον σχεδιασμό αναποτελεσματικών προγραμμάτων, κυρίως στα υπουργεία Εργασίας και Παιδείας. Το ΕΙΕ, είναι σε μεγάλο βαθμό μέρος αυτού του προβλήματος και θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να εξηγήσει κάποτε δημόσια το μερίδιο ευθύνης του, όλα αυτά τα χρόνια, στην ελλειμματική έως ανύπαρκτη σχέση του πολίτη με τις διαδικασίες που ακόμη κι αν δεν έλυσαν το πρόβλημα της ανεργίας σε άλλες χώρες, βοήθησαν τους πολίτες να μην απαξιωθούν εντελώς.