Κύριε
Διευθυντή.
Αναφορικά
με τη σχετική εγκύκλιο 44375/Γ1/24-3-2014, με θέμα την αυτοαξιολόγηση και
αξιολόγηση της σχολικής μονάδας και των εκπαιδευτικών, όπως έχουν εξαγγελθεί
και αναμένεται να εφαρμοστούν στο πλαίσιο των ν.3848/10, ν.3879/10, ν. 4024/11,
ν.4142/13, ΠΔ152/13, έχω να παρατηρήσω τα εξής:
1.
Η πολιτική αξιολόγησης που επιχειρείται, εγκαθιστά μια διαδικασία
ιεραρχικής επιτήρησης και ολοκληρωτικού, αυταρχικού ελέγχου με στόχο τη
συρρίκνωση του δημόσιου χαρακτήρα του σχολείου και τη σταδιακή μείωση του
αριθμού των εκπαιδευτικών.Προς αυτήν την κατεύθυνση συνηγορεί η προβλεπόμενη
χρηματοδότηση των σχολείων ανάλογα με τη βαθμολογία τους στη διαδικασία της
αξιολόγησης και η εξάρτηση της υπηρεσιακής εξέλιξηςή μη των εκπαιδευτικών
(προαγωγή, στασιμότητα, κινητικότητα, διαθεσιμότητα και απολύσεις) από τον
βαθμό της «επίδοσής» τους.
2. Η αξιολόγηση είναι
περιστασιακή, αποσπασματική και μηχανιστική. Καταργεί την «ιστορία» της τάξης
και της σχολικής μονάδας και υποβιβάζει το εκπαιδευτικό έργο και την
παιδαγωγική-διδακτική ικανότητα σε μετρήσιμο τεχνικό μέγεθος. Η παρακολούθηση μιας ή δύο ωρών μαθήματος
από τον σχολικό σύμβουλο δεν είναι αντιπροσωπευτική της ποιότητας και τους
εύρους της εργασίας του εκπαιδευτικού και ουδόλως είναι επαρκής για τη
διαμόρφωση της όποιας αξιολογικής κρίσης. Ταυτόχρονα, τα μετρήσιμα μεγέθη για
τον μαθηματικό υπολογισμό της «επάρκειας» των εκπαιδευτικών και των σχολικών
μονάδων προσεγγίζουν
τον όρο των προγραφών, αφού τα ποσοστά των εκπαιδευτικών
που θα «αριστεύσουν» ή θα «κοπούν» είναι ήδη προαποφασισμένα, ανεξάρτητα από
την όποια έκβαση της διαδικασίας αξιολόγησης.
3.
Η επιβολή και εφαρμογή ενιαίων κριτηρίων σε όλα τα σχολεία της χώρας
δημιουργεί από μόνη της ικανές προϋποθέσεις για προβληματικές κρίσεις και αξιολογήσεις. Ο χώρος της εκπαίδευσης
δομείται κυρίως με ποιοτικά και όχι ποσοτικά χαρακτηριστικά και κριτήρια: ο
αριθμός και το επίπεδο των μαθητών σε κάθε τάξη, ο τύπος του σχολείου
(ολιγοθέσιο ή πολυθέσιο), ακόμη και η γεωγραφική κατανομή των σχολείων (αστικό
κέντρο ή επαρχία, δυσπρόσιτες περιοχές, στα αστικά κέντρα: προάστια ή
υποβαθμισμένες περιοχές) η κοινωνική –ταξική διαστρωμάτωση,
διαμορφώνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την καθημερινή εκπαιδευτική πράξη και το
παραγόμενο αποτέλεσμα : τα ποσοστά της
σχολικής διαρροής, οι βαθμολογικές επιδόσεις των μαθητών, καθώς και η επιτυχής ολοκλήρωση της ύλης ανά
μάθημα και τάξη, δεν αποτελούν απλά νούμερα σε μια εξίσωση με ίσους όρους, αλλά καθορίζονται από τους
προαναφερθέντες παράγοντες και δείχνουν το μέγεθος της καθημερινής, επίπονηςκαι
με θυσίες εμπλοκής των εκπαιδευτικών στη σχολική τάξη.
4.
Αντί λοιπόν το Υπουργείο να αναγνωρίσει τις πολλαπλές αυτές
παραμέτρους, να σταθεί δίπλα στους εκπαιδευτικούς για το πολυδιάστατο
παιδαγωγικό και κοινωνικό έργο που προσφέρουν, βάλλει εναντίον τους, αποδυναμώνοντας την υπόσταση και το λειτούργημά
τους, αλλά βάλλει και εναντίον των σχολείων και των μαθητών τους, επιχειρώντας
να τους κατατάξει σε μαθητές και σχολεία α΄ και β΄κατηγορίας.
5. Η εξατομίκευση της αξιολόγησης
(το ζητούμενο από την πολιτεία είναι η εξατομίκευση της ευθύνης), επιτείνει τον ανταγωνισμό στο σχολείο,
εισάγει τους νόμους της ελεύθερης αγοράς στην εκπαίδευση, θεσμοθετεί την
πολιτική του φόβου και της «συμμόρφωσης» - πειθαρχίας, αναστέλλει τη
δημιουργικότητα και την πρωτοβουλία ως παράγοντες εμπλουτισμού της παιδαγωγικής
πράξης και υπονομεύει τις διαδικασίες συλλογικότητας μέσα στο σχολείο αλλά και
μεταξύ των σχολείων.
6. Την ίδια στιγμή που
καταργούνται ή συγχωνεύονται οργανισμοί, καθιερώνεται νέος πολυδάπανος
μηχανισμός (Ανεξάρτητη Αρχή, Παρατηρητήριο Αξιολόγησης, Δίκτυο
Πληροφόρησης, Επιτροπές Αξιολόγησης, κ. α.) με αποκλειστική ευθύνη την
αξιολόγηση του εκπαιδευτικού και των σχολικών μονάδων. Το κόστος είναι τεράστιο: ανθρώπινο δυναμικό, χρόνος και ενέργεια
αφιερώνονται σε μια διαδικασία που υπονομεύει την εκπαιδευτική - παιδαγωγική
πράξη και διαβρώνει την ανθρωποκεντρική της φύση και υπόσταση. Τα κονδύλια
αυτά- 9 εκατομμύρια
ευρώ- θα
μπορούσαν να
διατεθούν στα δημόσια σχολεία της χώρας για την κάλυψη των τεράστιων αναγκών
τους.
Συνολικά
θεωρώ αφενός, ότι η αξιολόγηση νοείται μόνο ως ανατροφοδότηση, υφίσταται στη
λειτουργία των σχολείων μέσω του
προγραμματισμού και μια σειρά δράσεων που μόνο το Υπουργείο αγνοεί, θα έπρεπε να προσφέρεται για τη συνεχή στήριξη και επιμόρφωση των
εκπαιδευτικών , που η πολιτεία έχει καταργήσει (ΜΔΔΕ, ΣΕΛΔΕ), αφετέρου ότι σήμερα η επιχειρούμενη αξιολόγηση προσβλέπει όχι
στην επαγγελματική, επιστημονική και παιδαγωγική εξέλιξη των εκπαιδευτικών και
του έργου τους, αλλά στη βαθμολογική τους καθήλωση, τη φίμωση της φωνής
εκπαιδευτικών και μαθητών, την περαιτέρω συρρίκνωση των πόρων για την παιδεία
και τη νομιμοποίηση των απολύσεων, την κοινωνική συμμόρφωση.
Ένα μόνο νούμερο που αφορά στο
σχολείο μας και αποδεικνύει για το τι είδους αξιολόγηση ενδιαφέρεται η Πολιτεία είναι οι πόροι του. Το 2009 τα έσοδα
του σχολείου ήταν 24.379 ευρώ και το 2013 έκλεισε ο απολογισμός με έσοδα 7.385
ευρώ, εκ των οποίων 1500 ευρώ αφορούν
στο Κυλικείο!!! Μείωση της τάξης 60%!!!
Με βάση
τα παραπάνω, ο σύλλογος διδασκόντων του σχολείου μας, συνήλθε στις 29-1-2014/Πράξη 3 και ομόφωνα κατέληξε
στο να μην εκδηλώσει ενδιαφέρον για τη συγκρότηση των ομάδων εργασίας.
Να
σημειωθεί ότι μοναδικό αρμόδιο όργανο για να συστήσει τις ομάδες έργου είναι και
εξακολουθεί να είναι ο Σύλλογος Διδασκόντων, δεδομένου, ότι αυτό ρητώς
προβλέπεται από την υπ' αριθμόν Εγκύκλιος 190089/Γ1/10.12.2013 εγκύκλιο
του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων αλλά προκύπτει με απόλυτη σαφήνεια και
από την διάταξη του άρθρου 38 της ΥΑ Φ.353.1/324/105657/Δ1/8-10-2002, που
αναθέτει αποκλειστικά και μόνο στον σύλλογο διδασκόντων την αξιολόγηση του
έργου του και τον προγραμματισμό των δράσεων του. Εξάλλου, από το σύνολο της
νομοθεσίας προκύπτει, ότι ο Διευθυντής ουσιαστικά
αποτελεί το όργανο εκτέλεσης των αποφάσεων του Συλλόγου Διδασκόντων και όχι
αποφασίζον όργανο στην διαδικασία. Εξάλλου, η ίδια η διαδικασία
αυτοαξιολόγησης, όπως εκτίθεται στον νόμο, στις υπουργικές αποφάσεις και τις
εγκυκλίους του Υπουργείου συνιστά αποτέλεσμα συνεργασίας των εκπαιδευτικών και
όχι μονομερών αποφάσεων των Διευθυντών των σχολείων.
Συμπερασματικά,
με την εγκύκλιό του υπουργείου, η οποία
στερείται ηθικής βάσης, είναι αντιδημοκρατική, προδήλως παράνομη και σε κάθε
περίπτωση απονομιμοποιημένη στη συνείδηση του 93,5% των συναδέλφων μου,
επιχειρείται η κατάργησή μου ως μέλους μιας συλλογικής κοινότητας, ως πρώτου
μεταξύ ίσων, με κύρια ευθύνη την τήρηση των δημοκρατικά και συλλογικά ληφθέντων
αποφάσεων, την καθοδήγηση της σχολικής κοινότητας για ένα δημοκρατικό και
ανοικτό στο λαό μας σχολείο, τη συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς σε πνεύμα
αλληλεγγύης, άμβλυνσης των αντιθέσεων, ενθάρρυνσης των πρωτοβουλιών τους,
έμπνευσης για να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους στην εκπαίδευση των παιδιών του
ελληνικού λαού.
Επιτρέψτε
μου να δηλώσω την αγανάκτησή μου για το
πώς δε γίνεται αντιληπτή , η ευθεία υπονόμευση του απαραίτητου ομαλού σχολικού
κλίματος, μέσα σε συνθήκες που ο Έλληνας δάσκαλος-α, χειμάζεται και υποφέρει ,
όπως και ο υπόλοιπος ελληνικός λαός, εξ αιτίας των ακολουθούμενων πολιτικών.
Σεβόμενος
τα όσα επί 32 χρόνια έχω διδάξει στα
παιδιά μας, σεβόμενος την ιστορία μου δε
θα μετατραπώ σε μίσθαρνη οντότητα, καταργώντας ένα συλλογικό όργανο,
στρεφόμενος εναντίον ενός εκάστου συναδέλφου ως αξιολογητής -τιμωρός και γι αυτό το λόγο θα σεβαστώ απόλυτα την
απόφαση του συλλόγου διδασκόντων, στην
οποία αναφέρθηκα και στην οποία συμμετείχα με την πλήρη συμφωνία μου.
Τέλος ως
μέλος του ΔΣ του συλλόγου Δασκάλων και Νηπιαγωγών Χίου, ως αιρετός του κλάδου
στο ΠΥΣΠΕ, μου είναι αδιανόητο να μη συνταχθώ με όσα για χρόνια αγωνίζεται και
θα αγωνίζεται το συνδικαλιστικό κίνημα, γνωρίζοντας ότι «τα στερνά τιμούν τα
πρώτα». Για όλους αυτούς τους λόγους δεν προχώρησα στην πράξη συγκρότησης
των ομάδων εργασίας της ΑΕΕ.
ΜΕΤΑ ΤΙΜΗΣ
ΟΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ
ΜΑΡΚΟΣ ΣΚΟΥΦΑΛΟΣ»
Ο
Πρόεδρος Ο
Γραμματέας
Αμπαζής
Γιώργος Τσίγκος
Στέφανος