Στη διευκόλυνση ιδιωτικοποιήσεων περιορίζονται οι αλλαγές στη δημόσια διοίκηση και ειδικότερα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, σύμφωνα με μελέτη του Κοινωνικού Πολυκέντρου της ΑΔΕΔΥ. Στο «στόχαστρο» του ιδιωτικού κεφαλαίου βρίσκεται ιδίως ο τομέας των απορριμμάτων, σύμφωνα με την μελέτη.
Μεταξύ άλλων, το Κοινωνικό Πολυκέντρο εστιάζει στις αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στο δημόσιο τομέα, οι οποίες, όπως καταγράφει, πέραν της διευκόλυνσης των ιδιωτικοποιήσεων, αφορούν τη δημιουργία νέου τύπου «συνεργατικών» σχημάτων (Κοιν.Σ.Επ.) με στόχο τη μείωση του κόστους και κάποιες μεμονωμένες και μάλλον αποτυχημένες απόπειρες για απλούστευση αδειοδοτήσεων. «Έτσι, η διαβόητη Ελληνική γραφειοκρατία παραμένει ακλόνητη με ολέθρια αποτελέσματα για την ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας, αφού τα διοικητικά βάρη παραμένουν στο υψηλότερο επίπεδο των χωρών του Ο.Ο.Σ.Α.», αναφέρεται.
Το Πολυκέντρο ασκεί κριτική στις ελληνικές κυβερνήσεις οι οποίες «αντί να προχωρήσουν σε μια κοπιώδη μακροπρόθεσμη προσπάθεια διοικητικού εκσυγχρονισμού προβάλλουν με κάθε τρόπο την ιδέα ότι αρκεί η συρρίκνωση του δημοσίου και ο δραστικός περιορισμός του κόστους του, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κρίση».
Προκρούστεια η αξιολόγηση
«Με αθρόες συνταξιοδοτήσεις έμπειρων στελεχών, πλήρη απαγόρευση προσλήψεων και πρωτοφανή μείωση των αποδοχών του υπηρετούντος προσωπικού, οι κυβερνήσεις εμφάνισαν μείωση του κόστους των υπηρεσιών, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στη λειτουργία τους και την υποβάθμισή τους. Εγκαταλείποντας, ουσιαστικά, την στοχοθεσία και αξιολόγηση υπηρεσιών και επιβάλλοντας την αξιολόγηση των υπαλλήλων με προκρούστιες δεσμευτικές ποσοστώσεις, η πολιτική ηγεσία φαίνεται να προβάλλει την αντίληψη ότι η κακοδαιμονία της Ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης δεν οφείλεται ούτε στις δαιδαλώδεις δομές ούτε στις παράλογες διαδικασίες ούτε στις δικές της κομματικές και πολιτικές παρεμβάσεις, αλλά απλά και μόνο στην απειθαρχία και ασυνέπεια του «υπερ-προστατευμένου» προσωπικού», συμπεραίνει η μελέτη.
Το Πολυκέντρο επίσης διαβλέπει ότι οι κυβερνώντες, αξιοποιώντας παράλληλα την δημοσιονομική στενότητα, προετοιμάζουν το έδαφος για την περαιτέρω μετάθεση στους μηχανισμούς της αγοράς μιας σειράς υπηρεσιών, ιδίως στους Δήμους, είτε αυτών που σήμερα διατηρούνται στη ζωή χάρη σε ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, όπως η φύλαξη παιδιών, η προστασία ηλικιωμένων κ.α., είτε αυτών που παρουσιάζουν ευκαιρίες για εύκολο κέρδος, όπως η διαχείριση των απορριμμάτων, η παροχή νερού, κ.ά., παρά τις αρνητικές εμπειρίες άλλων χωρών και τις εμφανείς, σήμερα, τάσεις για επανα-δημοτικοποίηση υπηρεσιών που ιδιωτικοποιήθηκαν κατά το παρελθόν, με ολέθρια αποτελέσματα για τις υποδομές, τον καταναλωτή και τον φορολογούμενο.
Μείωση Εσόδων
«Εν τω μεταξύ, σε μια περίοδο κατακόρυφης αύξησης των αναγκών για κοινωνικές υπηρεσίες και δράσεις, η Αυτοδιοίκηση κατάφερε να καλύψει αξιόλογο μέρος των νέων αναγκών καθώς και να αναλάβει σημαντικές πρωτοβουλίες που την έφεραν στην πρωτοπορία της αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης που πλήττει σήμερα, μετά από 7 χρόνια ύφεσης, πολλούς ανθρώπους στη χώρα μας. Ωστόσο, η μεγάλη μείωση των εσόδων των δήμων δυσχεραίνει αφάνταστα τη συνέχιση της λειτουργίας πολλών δομών, ενώ η εξάρτηση τους από τις χρηματοδοτήσεις του Ε.Σ.Π.Α. δημιουργεί πολλές αμφιβολίες για το μέλλον τους. Επιπλέον, η κάλυψη των αναγκών των τοπικών κοινωνιών αρκετές φορές γίνεται ευκαιριακά, με βάση τις προκηρύξεις του Ε.Σ.Π.Α. και οι οργανωτικές λύσεις που επιβάλλονται (συνεργασίες με ιδιωτικές εταιρείες και Μ.Κ.Ο.) αποδυναμώνουν τον έλεγχο από πλευράς Δήμων και τον προγραμματισμό της δράσης τους», τονίζεται.
Εξάλλου, η μείωση του προσωπικού και η απαγόρευση των προσλήψεων αφενός μεν στερεί τους δήμους από έμπειρα στελέχη και δεν δίνει τη δυνατότητα ανανέωσής τους, αφετέρου δε διατηρεί την εργασιακή ανασφάλεια σε όσους απασχολούνται ως έκτακτο προσωπικό. Η συνεχιζόμενη εδώ και δέκα χρόνια πρακτική ανανέωσης συμβάσεων, σε δομές όπως το «Βοήθεια στο Σπίτι», υπονομεύει τη λειτουργία τους και δημιουργεί πολλαπλά προβλήματα στα άτομα που κάνουν χρήση των αντίστοιχων υπηρεσιών.
Τέλος, οι προβλέψεις του νέου μεσοπρόθεσμου συμπεριλαμβάνουν και νέες περικοπές πόρων (οικονομικών και ανθρώπινων) στους Δήμους, μειώσεις προνοιακών επιδομάτων και δαπανών προσωπικού, προώθηση της συνεργασίας με ιδιώτες και μείωση των επενδυτικών δαπανών των Δήμων.
Η μελέτη καταλήγει, για τα παραπάνω ζητήματα στα εξής συμπεράσματα: «Από τα παραπάνω καθίσταται σαφής η δυσανάλογα μεγάλη συμμετοχή της Αυτοδιοίκησης στις περικοπές κάθε είδους, αλλά και τα πλήγματα που δέχεται ο θεσμός από την άστοχη και αδέξια διαχείριση των προκλήσεων που θέτει η οικονομική κρίση στο πολιτικο-διοικητικό σύστημα της χώρας.
»Αντί για την «φυγή προς τα εμπρός» με άλματα εκσυγχρονισμού της διοικητικής λειτουργίας και αξιοποίησης της αυτοδιοίκησης ως παράγοντα κινητοποίησης Δημόσιων αλλά και Ιδιωτικών πόρων και επενδύσεων, επιλέγεται η λογική του τυφλού ακρωτηριασμού χωρίς καν να εξασφαλίζεται έστω κάποιο μακροπρόθεσμο ταμειακό όφελος.
»Επιπλέον, την ώρα όπου μειώνονται οι πόροι της διοίκησης, αυξάνονται συνεχώς τα διοικητικά βάρη, οι διαδικασίες και οι άχρηστες ρυθμίσεις, επιφέροντας καίριο πλήγμα στην ανταγωνιστικότητα της χώρας και αυξάνοντας το τελικό και ιδίως το έμμεσο κόστος της διοικητικής λειτουργίας. Υπάρχει λοιπόν ανάγκη για την επεξεργασία μιας ολοκληρωμένης μεταρρυθμιστικής στρατηγικής που θα προσφέρει εναλλακτικές επιλογές σε περιβάλλον κρίσης και ταυτόχρονα θα ανοίγει τις προοπτικές για την δημιουργική υπέρβασή της».