Πόπης Χαλκιά-Στεφάνου
Ο.Χ.Σ.Α.Ι.Ναός Αγίων
Ισιδώρων
Λυκαβηττού
Μαΐου 19, 2013
Στο
ουράνιο στερέωμα της Χιακής Εκκλησίας μια πλειάδα Αγίων, Οσίων, Μαρτύρων και
Νεομαρτύρων σελαγίζει. Είναι εκείνοι που πότισαν με το αίμα τους και αγίασαν τα
μαρτυρικά χώματά της· εκείνοι που γεννήθηκαν στο νησί ή που διήλθαν από αυτό
και βρήκαν, ως ντονμέδες, στήριξη από
τους αλείπτες ψυχών για την Ομολογία
της Πίστεώς τους. Και τώρα μπροστά στο θρόνο του Θεού ψάλλουν ύμνους στον
Κύριον της Δόξης. Eίναι
εκείνοι που δώρησαν στη Χίο θυμίαμα ευωδίας πνευματικής έτσι, ώστε να αναρωτιέται ο πιστός, αν το μυροβόλο νησί
ευωδιάζει από τους λεμονανθούς και τα γιασεμιά του ή από το θείο μύρο της θυσίας
των Mαρτύρων, που
πότισαν την αγιασμένη γη του.
Πρωτομάρτυρας
της Χίου ο Άγιος Ισίδωρος.
Υπήρξε
γόνος αρχοντικής οικογένειας της Αλεξάνδρειας με χιακή καταγωγή, αφού και κατά
την εποχή εκείνη υπήρχε ακόμη σημαντική, κατά κάποιους βιογράφους του, παροικία
Χίων στην Αίγυπτο. Ίσως να ήταν απόγονοι ή και συνεχιστές του εμπορείου, που είχαν ιδρύσει οι Χίοι
στην Αίγυπτο, τη Ναύκρατι.
Ο
Ισίδωρος γεννήθηκε στην Ηλιούπολη της Αλεξάνδρειας
το 229 ή 230 μ.Χ. από γονείς ειδωλολάτρες, πατέρα Χίο έμπορο καί μητέρα Ελληνίδα της Αιγύπτου. Η γέννησή του θεωρήθηκε δώρο
της αιγυ-πτιακής θεάς ΄Ισιδος, επειδή
ο γάμος των γονέων του είχε μείνει για πολλά χρόνια άκαρπος. Για τούτο και τον
αφιέρωσαν, με την ονομασία του, Ισί-
δωρος, στη θεά του υμεναίου.
Νέος
και ωραίος ο Ισίδωρος, με μακριά μαλλιά και ελαφρύ γένι, ευρίσκεται να υπηρετεί
ως αξιωματικός στο ρωμαϊκό στόλο υπό το ναύαρχο Νουμέριο ή Νουμεριανό, ο οποίος
εστάλη από τον αυτοκρά-τορα Τραϊανό Δέκιο (249-251), για να αναχαιτίσει τις
ορδές των Γότθων, που είχαν κατακλύσει τα Βαλκάνια.
Εξαιτίας
του επιφανούς πατέρα του ο Ισίδωρος έχαιρε εξαιρετι-κής εύνοιας από το
Νουμέριο. Έφερε το αξίωμα του οπτίωνα,
του οψώνου όπως λεγόταν, του σιτιστή
δηλαδή της μοίρας του στόλου· αξίωμα που εδίδετο μόνον στους εξέχοντες κι έντιμους
ρωμαίους πο-λίτες.
Το Διάταγμα του Δεκίου που όριζε, ότι οι
χριστιανοί της ρωμαϊ-κής αυτοκρατορίας όφειλαν να θυσιάζουν στους προγονικούς
θεούς τους, δηλαδή στα είδωλα, άλλως θα αντιμετώπιζαν φρικτά κι απάν-θρωπα
βασανιστήρια, και πιθανόν και τον ίδιο το θάνατο, βρήκε το στόλο του Νουμέριου
να παραχειμάζει στη Χίο. Μαζί και ο αξιωματι-κός Ισίδωρος, που στο μεταξύ είχε
δεχθεί τα νάματα του Χριστιανι-σμού.
Πρώτο
μέλημα του νεαρού αξιωματικού είναι η επικοινωνία του με τη χριστιανική
κοινότητα της Χίου, που δέχθηκε τον Χριστιανισμό κατά τους εκκλησιαστικούς
συγγραφείς «άμα τω κηρύγματι των
Αποστόλων», μολονότι εδώ είναι η πρώτη πληροφορία, που δίδεται για την
ύπαρξη χριστιανικής κοινότητας στο νησί.
Το Διάταγμα του Δεκίου δίνει αφορμή στον
κεντυρίωνα, τον εκα-τόνταρχο Ιούλιο, αντίζηλο του Ισιδώρου, που εποφθαλμιούσε
τη θέση του οπτίωνα, να τον καταγγείλει
στον αρχηγό του στόλου ως χριστια-νό με τη φοβερή κατηγορία της εσχάτης
προδοσίας κατά του αυτοκρά-τορα και του ρωμαϊκού πανθέου.
Ευθύς
ο Νουμέριος καλεί σε απολογία το νεαρό οπτίωνα
και προσπαθεί να τον πείσει να θυσιάσει στους θεούς και τον θεοποιημένο καίσαρα.
Ούτε όμως οι νουθεσίες, ούτε οι εξορκισμοί, ούτε οι απειλές καταφέρνουν να κλονίσουν
τον Ισίδωρο. Έτσι, εξοργισμένος πλέον ο Νουμέριος διατάζει να κλείσουν τον μάρτυρα
στο δεσμωτήριο και να τον βασανίσουν σκληρά.
Σκληρά
κι απάνθρωπα είναι τα κολαστήρια,
όπως ονόμαζαν τα βασανιστήρια, που ακολουθούν. Μα, μήτε η μαστίγωση με βούνευρο, που δε σταματούσε, μέχρις ότου ο μάρτυρας
έπεφτε λιπόθυμος, μήτε οι ξυλοδαρμοί
με το ρόπαλο, μήτε το πυρωμένο καμίνι που τον έρριξαν για να καεί, πετυχαίνουν
να μεταπείσουν τον Ισίδωρο.
Ο γενναίος Ισίδωρος τα υπομένει όλα καρτερικά.Τα
δέχεται όλα με αγαλλίαση κι ευφροσύνη, επειδή καλά γνωρίζει, ότι για την αγάπη του
Χριστού βασανίζεται. Ο Νουμέριος, ωστόσο, που δε θέλει να επω-μισθεί τη
θανατική ποινή του Ισιδώρου, αλλά και εξαιτίας της εξέχου-σας θέσεως της οικογένείας
του, αποφασίζει και καλεί από την Αίγυ-πτο στη Χίο τον πατέρα με την ελπίδα,
ότι μπορεί η πατρική παρουσία να λυγίσει
την καρδιά του γυιού.
Και
τότε μέσα στο σκοτεινό δεσμωτήριο μια σκληρή μάχη μεταξύ πατέρα και γυιού γίνεται. Μια μάχη
λόγων και αισθημάτων. Μάταια ο πατέρας προσπαθεί να πείσει τον γυιό να γυρίσει
στη θρη-σκεία των προγόνων τους και να θυσιάσει στους θεούς τους. Μάταια ο
Ισίδωρος αγωνίζεται να πείσει τον πατέρα του για τη μόνη αληθινή θρησκεία του
Ναζωραίου και την αιώνια σωτηρία της ψυχής. Κι όταν πλέον ο πατέρας απογοητεύεται
οριστικά, μεταβάλει την ημερότητα σε αγριότητα κι ολόκληρη την πατρική αγάπη σε
μίσος· με συνέπεια να μην ενεργεί ως πατέρας, αλλά σαν τύραννος άσπλαχνος κι
απάν-θρωπος.
Τρομοκρατημένος έπειτα και φοβούμενος μη χάσει τα αξιώματά
του και τιμωρηθεί από τον καίσαρα, παρουσιάζεται στο Νουμέριο και ζητεί να τού παραδώσει
« αυτόν τον πλάνον και μάγον» , τον γυιό του, και με τις τιμωρίες, που θα τού
επιβάλλει, θα τιμήσει και τους θεούς και τον καίσαρα που ατιμάζει. Αν πάλι δεν
το επιτύχει, δεν έχει παρά να εφαρμόσει το Διάταγμα
του Δεκίου με τη ρητή προσταγή για θανατική
καταδίκη στους αμετανόητους χριστιανούς.
Αλλά και τα σκληρότερα κολαστήρια υπομένει αμετάπειστα ο γενναίος Ισίδωρος. Ήρεμος και
πράος ατενίζει με τα μάτια της ψυχής του άλλους ουράνιους κόσμους, όπου η
μακαριότητα και η αγιωσύνη τον
περιμένουν.
Έτσι, τη μεσημβρία της 14ης Μαΐου του 250 μ.Χ., σιωπηλός κι εξαϋλωμένος σαν μια αιθέρια
ύπαρξη, που ζει στους καθάριους κόσμους του Θεού, σκελετωμένος από τις
κακουχίες στο σώμα, μα δυνατός στο φρόνημα και την ψυχή, στέκεται μπροστά στον άρχοντα
Νουμέριο και τον πατέρα του.
Κι εκεί, μπροστά τους, τού δένουν τα χέρια και τα πόδια, και
τον κρεμούν από τη σέλλα αφηνιασμένου αλόγου, που το κεντρίζουν αλύπη-τα. Η
άμαξα με το άλογο τρέχει τώρα γρήγορα από την πόλη της Χίου προς τα νότια,
σέρνοντας επάνω στο χώμα και τις πέτρες, στους βάτους και τις κακοτοπιές του
δρόμου, το σώμα του μάρτυρα, που καταπληγώ-νεται. Οι σάρκες του κατασχίζονται,
ενώ το αίμα τρέχει ασταμάτητα. Το αγιασμένο αυτό αίμα τού πρώτου Μάρτυρα του
νησιού ποτίζει ανελέητα τη χιακή γη.
Παρά όμως τη σκληρή κι απάνθρωπη κακοποίηση ο Ισίδωρος εξα-κολουθεί
να παραμένει ηθικά ακμαίος. Προσεύχεται μόνο, χωρίς βογγη-τά, κι επικαλείται τη βοήθεια του Πανοικτήρμονα
Ιησού.
Πλησιάζει το απόγευμα της 14ης Μαΐου, όταν η μαρτυρική
αλογο-δρομία φτάνει κάτω από το λόφο του Αγίου Μηνά, στο Νεοχώρι. Κι ενώ η
αλογοδρομία ανηφορίζει το λόφο, ο μάρτυρας εξακολουθεί
να ζει και να ομολογεί κι έμπρακτα τη χριστιανική του
πίστη. Αναπνέει ακόμη, όταν το αμάξι σταματά να σέρνει στους βάτους και τα
μονοπάτια το σώμα του μάρτυρα. Η ζωή, τώρα πλέον, μόλις κρατιέται μέσα στο εξ-αντλημένο
σώμα του. Με δυσκολία το στήθος του δέχεται τις ανα-πνοές. Καθόλου όμως η
κατάστασή του δε συγκινεί ούτε τον πατέρα, ούτε το Νουμέριο. Είναι
αποφασισμένοι και οι δύο τους να μην τού επιτρέψουν να ζήσει άλλο επάνω στη γη.
Αναπνέει ακόμη, όταν μπροστά στην αδάμαστη καρτερία του ο
εκατόνταρχος Ιούλιος διατάζει να τον αποκεφαλίσουν.
Το λείψανό του, που προσωρινά το βράδυ εκείνο τοποθετήθηκε
με φρουρά στο δεσμωτήριο, για να το καταποντίσουν το πρωί της επό-μενης ημέρας στη
θάλασσα, ανηρπάγη – παρά την αυστηρή απαγόρευ-ση του Νουμέριου ότι αυτό
συνεπάγεται θανατική καταδίκη – από μια ευσεβή κόρη, τη Μυρόπη, και άλλους
χριστιανούς κι ενταφιάζεται στο ρωμαϊκό κοιμητήριο, βόρεια της πόλεως Χίου.
Επάνω στον τάφο του Μάρτυρα κτίσθηκε τον 4ον μ.Χ. αιώνα
από τον Μέγα Κωνσταντίνο ο πρώτος Ναός
Του· μία μεγαλοπρεπής Βασι-λική, που ονομαζόταν από τους κατοίκους Μέγας Ισίδωρος ή Βασιλική του Αγίου Ισιδώρου
και, κατά την τουρκοκρατία, Τρουλλί
του Αγίου Ισι-δώρου εξαιτίας του
υπερμεγέθους θόλου του.
Κατά την Παράδοση της νήσου ο χιακός λαός
συνδέει το Μαρτύριο του Ισιδώρου με τη φυομένη μόνο στο νότιο τμήμα της νήσου
μαστίχη. Τα δενδρύλλια, που μέχρι τότε ήταν άγριοι κι άγονοι σχίνοι, όταν ο Ισί-δωρος
σύρθηκε ανάμεσά τους αιμόφυρτος, επόνεσαν με το φρικτό του Μαρτύριο κι
εδάκρυσαν. Τα μαργαριταρώδη δάκρυά τους, η σχινίνη – ρητίνη, έτρεξαν στη γη σαν
άφωνοι συμπαραστάτες των βασάνων του αγιασμένου νέου. Έτσι, ο υμνογράφος του ψάλλει:
Ταις προς τον Κτίστην
ευχαίς Του Συ εχαρίτωσας
το
αποστάζον δάκρυ εκ των σχίνων της Χίου
Βοήθεια σε όλους μας
ο
Πρωτομάρτυρας και Πολιούχος της Χίου
Άγιος Ισίδωρος
οι φωτογραφίες είναι του κ. Μιχάλη Καριάμη