Στην πολιτική, και ειδικά στην υποτιθέμενη άσκησή της στη διάρκεια μιας προεκλογικής περιόδου, ζούμε μέσα σε ένα απειλητικό και στενό πλαίσιο παραδοξοτήτων. Θα κάνω λόγο για μία μόνο από αυτές, αλλά χαρακτηριστική και (δυστυχώς) τρανταχτή.
Οι πολιτικοί, λοιπόν, και όχι μόνο σε μικρούς τόπους αλλά οπουδήποτε και διαρκώς, συνηθίζεται να τάζουν διορισμούς. Οι δε πολίτες, οι ψηφοφόροι, να τους απαιτούν. (Το ακούω κάθε μέρα στο νησί όταν μού απευθύνονται προσωπικά, και πληροφορούμαι ότι εξακολουθούν, ακόμη και τώρα που είναι των αδυνάτων αδύνατο και εκ των πραγμάτων πέρα για πέρα απαγορευμένο, να το κάνουν σχεδόν όλα τα κόμματα — όχι το δικό μου). Αυτό, από τη μία πλευρά. Από την άλλη, και οι μεν και οι δε κάνουν λόγο —και δικαίως— για την ανεργία: τη μεγαλύτερη πληγή, τον μεγαλύτερο θάνατο, για έναν παραγωγικό άνθρωπο.
Το παράδοξο εδώ έγκειται στο εξής: οι διορισμοί αυξάνουν την ανεργία — δεν τη μειώνουν. Την αυξάνουν δραματικά. Κάθε ένας που διορίζεται στο υπερφορτωμένο Δημόσιο στερεί μία θέση εργασίας από έναν άλλο ή, συνηθέστερα, από πολύ περισσότερους άλλους. Στερεί υπερπολύτιμους πόρους από το κράτος: πόρους για την Υγεία, την Παιδεία, την Ασφάλεια. Στερεί την ίδια τη δυνατότητα ανάπτυξης. Και όχι μόνο: οι διορισμοί ακριβαίνουν τη ζωή σε όλα της τα επίπεδα: για τους ανέργους, για τον ίδιο τον νεοδιορισμένο, για τους πάντες. Με δυο λέξεις: οι ανεξέλεγκτοι και πέραν πάσης λογικής διορισμοί των «δικών μας» οδηγούν σταθερά και απρόσκοπτα και τους δικούς μας και τους μη δικούς μας και τη χώρα ολόκληρη στον σταδιακό αφανισμό: σε ένα κράτος-ζητιάνο.
Είναι πολύ απλό, και ο λαός έχει μια σπουδαία εικόνα γι’ αυτό: την πίτα. Αν έχουμε ένα ταψί με είκοσι κομμάτια, μπορούν να φάνε είκοσι άνθρωποι. Αν απαιτήσουν κι άλλοι είκοσι από ένα κομμάτι, θα πάρουν και οι σαράντα από μισό — και κανείς δε θα χορτάσει. Αν, μάλιστα, απαιτήσουν κι άλλοι είκοσι μερίδιο από την πίτα, θα πάρουν όλοι τους μόνο από μια μπουκιά: ίσα-ίσα για να νιώσουν τη νοστιμιά. Και θα λιμοκτονήσουν.
Το θέμα είναι άλλο: να έχουμε τη δυνατότητα να φτιάχνουμε πολλές πίτες. Το θέμα είναι να δώσουμε, πολιτικοί και πολίτες, τη δυνατότητα στον τόπο μας να παράγει θέσεις εργασίας, πλουσιοπάροχα αμειβόμενες, μέσω της ανάπτυξης, αξιοποιώντας τις πελώριες παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, νοικοκυρεύοντας το σπάταλο, αδηφάγο, κομματικό κράτος, φέρνοντας με κάθε τρόπο επενδύσεις, πολεμώντας άμεσα (χθες, όχι σήμερα) τη φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή, καταργώντας τις θέσεις αργομισθίας και εικονικής εργασίας, και κόβοντας τα παράλογα (και παράνομα) επιδόματα εξαιτίας των οποίων ογκώδη στρώματα του πληθυσμού μπαίνουν καθημερινά στη Ζώνη του Λυκόφωτος. Διαφορετικά, φίλες και φίλοι, αν δεν τα κάνουμε άμεσα όλ’ αυτά, θα πεινάσουμε όλοι. Και δε θα πεινάσουμε μόνο: θα αποκτηνωθούμε — ας μην αυταπατώμεθα: η φτώχεια, δυστυχώς, δε γεννά τίποτε καλό.
Πώς θα μπορέσουμε να τα κάνουμε όλα αυτά; Προφανώς δύσκολα. Αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Δεν υπάρχει καν άλλη πιθανότητα. Εκτός και αν επιλέξουμε με το χέρι στην καρδιά πως μια κοινωνία «τριτοευρωπαϊκή», βαθύτατα παλαιοβαλκανική, είναι ποθητή από την πλειοψηφία μας. Αν είναι έτσι, ας δοκιμάσουμε ξανά μία κατάσταση «πολιορκίας Μεσολογγίου». Δε θα έχουμε να φάμε μεν, αλλά θα μας μείνει ο ηρωισμός…
Σας ευχαριστώ πολύ — και εύχομαι την Κυριακή να ψηφίσουμε κατά του λαϊκισμού, απ’ όπου κι αν προέρχεται (ειδικά όταν τούς ακούμε να μιλούν για ακύρωση του Μνημονίου: ένα, μόλις, δισεκατομμύριο ευρώ καθυστέρησε να εκταμιευθεί τον προηγούμενο μήνα, και όλοι είδαμε τι έγινε με τα φάρμακα…), κατά των ύποπτων και αντεθνικών υποσχέσεων, και υπέρ τής Ευρώπης: της μόνης μας πατρίδας.
Η Μαρία Τσάκου είναι υποψήφια βουλευτής Χίου με το συνδυασμό Δημιουργία Ξανά (ΔΞ, Δράση, ΦιΣ)
.