Πρός
τόν Ἱερόν Κλῆρον
καί τόν εὐσεβῆ λαόν
τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Ἀγαπητοί,
Ἡ πρώτη Κυριακή τῶν Νηστειῶν εἶναι γνωστή σέ ὅλους μας ὡς Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Πρόκειται γιά μιά ἐξαιρετικῆς σπουδαιότητος ἑορτή πού εἶναι συνυφασμένη μέ τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ὅτι ἀποτελεῖ τήν «ΜΙΑΝ, ΑΓΙΑΝ, ΚΑΘΟΛΙΚΗΝ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ». Τήν Ἐκκλησία πού ὁμολογοῦμε στό ἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας τή στιγμή τοῦ ἁγίου Βαπτίσματός μας, σέ κάθε Θεία Λειτουργία, ἀλλά καί καθημερινά στήν προσευχή μας.
Εἶναι, ἐπίσης, ἡ ἑορτή πού μᾶς ὑπενθυμίζει τή διαχρονική ἐπιβεβαίωση τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ μας σχετικά μέ τήν ἁγία Του Ἐκκλησία, πού εἶναι τό ἴδιο τό Σῶμά Του, ὅτι «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς»(Ματθ. 16,18).
Διαχρονικά στό θρίαμβο τῆς ἀλήθειας ἔναντι τῆς ποικιλόμορφης πλάνης, ὅπως τήν ἐκφράζουν οἱ διάφορες αἱρέσεις πού ἐμφανίζονται μέσα στήν ἱστορία, ἐξέχουσα καί μοναδική θέση εἶχαν καί ἔχουν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὡς ἀναντικατάστατοι φορεῖς, ἐκφραστές καί ὑπερασπιστές τῆς θεωτικῆς ἐμπειρίας, τῶν ἁγίων προφητῶν, ἀποστόλων καί μαρτύρων τῆς πίστεώς μας.
Γιά τό λόγο αὐτό τό ἀπόσπασμα ἀπό τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας, σήμερα, ἀναδεικνύει αὐτή τή θαυμαστή καί ἀδιάσπαστη σχέση ἀναφέροντας:«Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκε...».
Η ἀναφορά στά πρόσωπά τους, ἡ ἐπίκληση καί χρήση τῆς διδασκαλίας τους καί τῶν ἔργων τους δέν εἶναι προσφυγή σ’ ἕνα ἔνδοξο παρελθόν στά πλαίσια μιᾶς στείρας ἰδεολογικῆς περιχαρακώσεως,
ἀλλά ἀναγκαιότητα διαχρονική τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Στά ἱερά πρόσωπά τους ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας βλέπει τίς θεωμένες καί ἁγιασμένες ἐκεῖνες προσωπικότητες πού ἀναδεικνύουν καί ἀποδεικνύουν κατά τρόπο, ὄχι θεωρητικό, ἀλλά ἄμεσο καί ρεαλιστικό, τήν μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί τή μεταμορφωτική δύναμη τοῦ Εὐαγγελίου ὡς ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους.
Εἶναι πρωτίστως ἐκφραστές καί συνεχιστές τῆς ἀποστολικῆς παρακαταθήκης, πρόμαχοι καί ὁδηγοί ἀξεπέραστοι στήν προάσπιση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, πρότυπα ζωῆς αὐθεντικά γιά κάθε ἄνθρωπο, ζωντανά παραδείγματα, ἐμπνευστές διαχρονικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους ἀπαλλαγμένου ἀπό τήν ἰδιοτέλεια τοῦ ἀτομισμοῦ, τή πληγή τῆς διαιρέσεως καί τή νόσο τῆς αἱρέσεως.
Στά πλαίσια αὐτά ἀντιλαμβανόμαστε π.χ. γιατί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀναφερόμενος στόν Μέγα Ἀθανάσιο καί στούς ἐπικοὺς ἀγῶνες του γιά τήν προάσπιση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἀπέναντι στούς Ἀρειανούς, ἔλεγε: «Ἀθανάσιον ἐπαινῶν, ἀρετήν ἐπαινέσομαι. Ταὐτόν γάρ ἐκεῖνον τε εἰπεῖν, καί ἀρετήν ἐπαινέσαι» καί «νόμον δέ ὀρθοδοξίας τά ἐκείνου δόγματα»(ΕΠΕ 6,39,94).
Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι, ἐπίσης, οἱ ἐν Χριστῷ αὐθεντικοί χειραγωγοί μας στήν ὀρθή ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ὑπάρχει ὅμως ἕνα ἐρώτημα. Γιατί σ’ ἕνα τόσο διαφορετικό κόσμο, ὅπως ὁ σημερινός, νά εἶναι ἀναγκαία ἡ παρουσία, ἡ χρήση καί ἡ προσφυγή στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας; Γιά λόγους στείρου συντηρητισμοῦ; Φυσικά ὄχι. Φοβᾶται ἡ Ἐκκλησία τό καινούργιο; Ἐπίσης ὄχι. Λόγῳ μιᾶς ἰδεολογικῆς ἐξιδανικεύσεως τοῦ παρελθόντος; Δέν ἰσχύει τίποτα ἀπ’ ὅλα αὐτά. Στά πρόσωπα τῶν ἁγίων Πατέρων ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας δέν βρίσκει μία στοχαστική προσέγγιση, ἀλλά μιά ἀποδεικτική, ἐμπειρική καί αὐθεντική βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι χαρισματική κατάστασή τους καί ὁ θεοφώτιστος λόγος τους καθιστᾶ αὐτούς, ὡς τούς πλέον ἀσφαλεῖς ἐκκλησιαστικούς χειραγωγοὺς, διαχρονικά, γιά νά βιώσουν καί νά γνωρίσουν οἱ πιστοί ἀπλανῶς τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό ἀκριβῶς τό Μυστήριο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ πρόταση ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας στήν ὁποία προσκαλοῦνται ὅλοι, ὥστε «καί αὐτοί σωτηρίας τύχωσι τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ μετά δόξης αἰωνίου» (Β΄Τιμ. 2, 10).
Αὐτή τήν πραγματικότητα ἐμπειρικά γνωρίζοντάς την ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ὁ Παλαμᾶς, ἕνας ἐπίσης κορυφαῖος ἐκφραστὴς καί πρόμαχος τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ἐναντίον ἐκείνων πού ἀλλοίωναν στήν ἐποχή του τό Ὀρθόδοξο Δόγμα, λέγει ὅτι οἱ ἱεροί Πατέρες εἶναι οἱ Θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας οἱ ὁποῖοι «θεοχαρίστως τε ἐδιδάχθησαν καί θεομιμήτως ἡμᾶς ἐδίδαξαν» (ΕΠΕ 1,513).
Γι’αὐτό τό λόγο οἱ Πατέρες τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καταγράφοντας τήν ἐκκλησιαστική αὐτοσυνειδησία καί ὄχι διατυπώνοντας κάποια προσωπική γνώμη, στόν Α΄ Κανόνα τους μᾶς ὑπενθυμίζουν σχετικῶς ὅτι «πάντων τῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ διαπρεψάντων ἀνδρῶν, οἵ γεγόνασι φωστῆρες ἐν κόσμῳ, λόγον ζωῆς ἐπέχοντες, τήν πίστιν κρατεῖν βεβαίαν καί μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος ἀσάλευτον διαμένειν θεσπίζομεν, καί τά αὐτῶν θεοπαράδοτα συγγράματά τε καί δόγματα».
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὡς Ἐπίσκοπος καί Ποιμένας τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, σᾶς παρακαλοῦμε ἐν Κυρίῳ καί σᾶς προτρέπουμε ἐνθέρμως νά γνωρίσουμε καί νά ἀγκαλιάσουμε τόν μοναδικό, πνευματικό καί ἀτίμητο θησαυρό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, πού εἶναι οἱ ἅγιοι Πατέρες, καθὼς ἀποτελοῦν ἄσβεστους ὁδοδεῖκτες μέσα στήν ἱστορία καί σαρκώνουν κατά τρόπο ἀνυπέρβλητο, ἐν παντί τόπῳ καί χρόνῳ, τήν πιστότητα στήν εὐαγγελική διδασκαλία καί τό ἐκκλησιαστικό ἦθος.
Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας 2014
Μέ πατρικές εὐχές
Ὁ Μητροπολίτης
+ Ὁ Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν Μᾶρκος