Πρός
τόν Ἱερόν Κλῆρον
καί εὐσεβῆ λαόν
τῆς καθ' ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
Θέμα: «Πασχάλιος Ποιμαντορική Ἐγκύκλιος».
Χριστός Ἀνέστη! Οἱ δύο αὐτές λέξεις, οἱ ὁποῖες ἠχοῦν πανηγυρικά ἀπό τά χείλη ὅλων τήν φωταυγῆ καί πανέορτη νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, συμπυκνώνουν ὅ,τι πιό ὑψηλό καί οὐσιῶδες ἀνακοινώθηκε ποτέ στούς ἀνθρώπους. Συνιστοῦν τό ἀρραγές θεμέλιο τῆς πίστεώς μας, τήν ἀκλόνητη βεβαιότητα, ἐπί τῆς ὁποίας οἰκοδομήθηκε ἡ Ἐκκλησία μας. Σηματοδοτοῦν τήν ἀφετηρία τῆς αἰωνιότητας, τήν ἐγγύηση τοῦ ἀνακαινισμοῦ τοῦ κόσμου. Ἐκφράζουν τήν νίκη ἐπί τοῦ θανάτου, τήν λύτρωση ἀπό τήν φθορά καί τήν ἁμαρτία, τήν πηγή τῆς ἀκατάλυτης χαρᾶς, τήν δωρεά τῆς αἰώνιας ζωῆς, τό προοίμιο «τῆς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος μιᾶς καί ἀνεσπέρου ἡμέρας»: «Θανάτου ἐορτάζομεν νέκρωσιν, ᾍδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν».
Τό χαροποιό ἀναστάσιμο αὐτό ἄγγελμα πληροῖ καί συνεγείρει τήν ψυχή μας. Εἶναι ὁ ἐνθουσιώδης ψαλμικός παιάνας, ὁ ὁποῖος δονεῖ καί λαμπρύνει τήν μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἀναστάσιμος χαιρετισμός δέν εἶναι εὐχετήριος λόγος, ἀλλά δοξαστική διακήρυξη καί μαρτυρία τῆς πίστεως στό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Δέν ἀποτελεῖ κάποιον τυπικό ἑόρτιο χαιρετισμό· πρόκειται γιά τήν κορυφαία ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας, τήν πηγή τῆς σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου. Ἀναφωνεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Ὥς τήν ἀποψινή νύχτα τῶν θαυμάτων, οἱ ἄνθρωποι πέθαιναν· τώρα πιά, δέν θά πεθαίνουν, θά κοιμοῦνται ξαναγυρνώντας στό χῶμα ἀπό ὅπου βγῆκαν, γιά νά ἀναστηθοῦν μία μέρα καί νά χαροῦν τήν χαρά τῆς ἀθανασίας».
Ὁ πρῶτος, ὅμως, μεταναστάσιμος λόγος τοῦ Χριστοῦ, μέ τόν ὁποῖον ἀπευθύνθηκε στίς Μυροφόρες (Ματθ. 28, 8-9), ὑπῆρξε τό «Χαίρετε». Ἡ συνήθης αὐτή ἑλληνική προσφώνηση ἀπό τήν ἐποχή τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν ἀποκτᾶ ἐδῶ ἰδιαίτερη σημασία καί γίνεται εὐαγγελικά τό πρῶτο «Χριστός Ἀνέστη» τῆς ἱστορίας. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὡς πηγή χαρᾶς δέν μπορεῖ νά ἐκφρασθεῖ πληρέστερα παρά μέ αὐτόν τόν εὐφρόσυνο χαιρετισμό. Ἡ λέξη ἐδῶ δέχεται μίαν ὑπέροχη ὑπέρβαση, καθώς ἡ χαρά δέν σχετίζεται πλέον μέ πρόσκαιρα ἀγαθά, ἀλλά συνδέεται μέ τήν ἐμπειρία τῆς Ἀναστάσεως, μέ τήν ἐλπίδα καί τήν βεβαιότητα τῆς ἀκατάλυτης ζωῆς πού ἀνέτειλε ἐκ τοῦ Παναγίου Τάφου.
Ἡ χαρά, κατά τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, δέν ἀποτελεῖ καρπό εὐδαιμονικῆς ἀναζήτησης. Ὁ εὐδαιμονισμός καί ἡ ἠδονοθηρία ἐκφράζουν τό πνεῦμα τοῦ ἐκπεσόντος κόσμου. Ὑπηρετοῦν τήν φιλαυτία καί προτάσσουν ἀτομικές ἀνάγκες. Ἡ ἀληθινή χαρά συμβαδίζει μέ τήν κοινωνία πρός τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀναζήτηση τῆς χαρᾶς ἀνεξάρτητα ἀπό τόν Θεό καί ἔξω ἀπό τήν προοπτική αὐτή ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα σέ ἀπογοήτευση.
Ἡ ἀληθινή χαρά ὑπερβαίνει τίς αἰσθήσεις. Αὐτό σημαίνει ὅτι κινεῖται σέ ὑψηλότερο ἐπίπεδο, τό ὁποῖο βρίσκεται πέρα ἀπό τήν ἐφήμερη φύση τους. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος χαρακτηρίζει τήν χαρά ὡς καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Γαλ. 5, 22) καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος τήν ἀποκαλεῖ πνευματικό κατόρθωμα. Δωρίζεται ἀπό τόν Θεό καί, στήν ἐντέλειά της, εἶναι ἀναφαίρετη καί ἀπρόσβλητη, ἀσύγκριτα ἀνώτερη της χαρᾶς τῶν αἰσθήσεων. Ὅπως κάθε καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔτσι καί ἡ χαρά κατορθώνεται ἀνάλογα μέ τήν πίστη καί τήν ψυχική τελείωση τοῦ καθενός μας.
Βεβαίως, ἡ χαρά αὐτή, ὡς ἀδιάπτωτη κατάσταση, ὑπάρχει μόνο στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Στήν καθημερινή μας ζωή βιώνουμε θλίψεις καί δυσκολίες, ἐπειδή ὁ κόσμος μας κυριαρχεῖται ἀπό τήν φθορά καί τήν ἁμαρτία. Οἱ θλίψεις τῆς καθημερινότητας καί οἱ βιοτικές μέριμνες, ὅμως, δέν ματαιώνουν τήν χαρά τοῦ πιστοῦ· γίνονται νέες ἀφορμές χαρᾶς καί τόν βοηθοῦν νά οἰκειωθεῖ τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ. Στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἡ σύνθεση χαρᾶς καί λύπης προβάλλεται μέ τήν ἀδιάσπαστη ἑνότητα τοῦ Πάθους καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Τό Πάθος εἶναι ἡ πορεία πρός τήν Ἀνάσταση καί ἡ Ἀνάσταση κατάληξη τοῦ Πάθους. Ὁ Σταυρός ὁδηγεῖ στήν Ἀνάσταση καί ἡ παροῦσα κατάσταση τοῦ κόσμου κυοφορεῖ τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τήν λύπη καί τήν ἀπόγνωση διαδέχεται ἡ χαρά τῆς Ἀναστάσεως. Τότε, σύμφωνα μέ τόν ἱερό Χρυσόστομο, «ὅλοι ἀπολαμβάνουν τό συμπόσιο τῆς πίστεως. Ὅλοι γεύονται τόν πλοῦτο τῆς χρηστότητος. Κανείς δέν θρηνεῖ γιά τήν πνευματική του πενία, διότι φανερώθηκε ἡ κοινή βασιλεία. Κανείς δέν ὀδύρεται γιά τά πταίσματά του, γιατί συγγνώμη ἀνέτειλε ἀπό τόν τάφο. Κανείς δέν φοβᾶται τόν θάνατο, γιατί μᾶς ἐλευθέρωσε ὁ θάνατος τοῦ Σωτῆρος».
Ἡ πορεία αὐτή προϋποθέτει πίστη καί πόθο γιά τόν Χριστό. Ὁ πόθος τοῦ Χριστοῦ εἶναι πηγή χαρᾶς, πού ἐξαλείφει κάθε λύπη μέσα στόν ἄνθρωπο. Συνιστᾶ τήν ἱερά εὐφροσύνη τῆς θείας λατρείας καί τῆς κοινωνίας μέ τόν Ἀναστάντα. Δέν μποροῦμε νά πλησιάσουμε τόν ἀναστημένο Κύριο καί νά κοινωνήσουμε τό φῶς τῆς Ἀναστάσεώς Του χωρίς πνευματική προετοιμασία γι’ αὐτή τήν δωρεά, χωρίς καθαρότητα ψυχῆς. Μόνο μέ δυνατή καί καθαρή ψυχή, «πεφωτισμένην καρδίαν», βαθειά πίστη καί ἀγάπη, μποροῦμε νά Τόν ὑποδεχθοῦμε καί νά γίνουμε μέτοχοι του φωτός καί τῆς χαρᾶς τῆς Ἀναστάσεως.
Οἱ εὐλαβεῖς ἐκεῖνες μυροφόρες γυναῖκες, λόγῳ τῆς μεγάλης πίστεώς τους, ἡ ὁποία ἦταν ἀπόρροια τῆς ἀγάπης τους πρός τόν Ἰησοῦ, ἀξιώθηκαν πρῶτες νά δοῦν καί νά προσκυνήσουν τόν ἀναστάντα Κύριο, νά ἀκούσουν ἀπό Αὐτόν τό «χαίρετε» καί νά δεχθοῦν «τό φαιδρόν τῆς Ἀναστάσεως κήρυγμα». Ἔλαβαν τή μεγάλη αὐτή τιμή, ἐπειδή δέν δείλιασαν καί δέν κρύφτηκαν, ὅπως οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου, ἀλλά ἦταν παροῦσες καί στήν σταύρωση καί στήν ταφή του. Δέν ἄφησαν τή δεινή καί νοσηρή λογική νά τίς κυριεύσει μέ τόν φόβο τῆς δυνάμεως τῶν ἐχθρῶν του Χριστοῦ. Ἐπειδή λοιπόν περίσσευε στίς καρδιές τῶν Μυροφόρων ἡ βαθειά πίστη, ἀξιώθηκαν πρῶτες αὐτές νά μυηθοῦν στό γεγονός τῆς ἀναστάσεως, ἀκόμα κι ἐάν δέν κατανόησαν ὅλες στό ἴδιο βαθμό τό θαυμαστό καί σωτήριο γεγονός. «Καί ἐπλήσθη χαρᾶς τό στόμα αὐτῶν ἐν τῷ λέγειν "ἀνέστη ὁ Κύριος"». «Ὑπέστρεφον ἐν χαρᾷ τοῖς Ἀποστόλοις μηνῦσαι ἐμφανῶς ὅτι ἀνέστης ἡ Ζωή τῶν ἁπάντων».
Παρακαλοῦμε τόν Κύριο νά πληροῖ τίς καρδιές ὅλων μέ τήν ἀδαπάνητη χαρά Του, ὥστε νά πραγματωθεῖ ἡ παράκλησή Του κατά τήν προσευχή Του στόν κῆπο τῶν Ἐλαιῶν: «ἴνα ἔχωσι τήν χαράν τήν ἐμήν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς» (Ἰω. 17, 13). Παρακαλεῖ ὁ Χριστός τόν Θεό καί Πατέρα Του, ὥστε οἱ μαθητές Του νά ἔχουν μέσα τούς τήν χαρά Του σέ ὅλη της τήν πληρότητα. Τήν ἀναφαίρετη καί αἰώνια χαρά, ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπό τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας.
Ἡ χαρά τῆς κοινωνίας μέ τόν Χριστό εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπαναλαμβάνει στήν ἐπιστολή του στούς Φιλιππησίους: «Χαίρετε ἐν Κυρίω πάντοτε· καί πάλι θά πῶ, χαίρετε» (Φιλ. 4, 4). Πρόκειται γιά χαρά διαρκῆ καί ἀναλλοίωτη. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος μας λέει ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει πρός τούς Φιλιππησίους νά χαίρονται πάντοτε, γιατί ἐκεῖνος πού χαίρεται ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου δέν χάνει ποτέ αὐτή τήν εὐφροσύνη, ὅσες δυσμενεῖς συνθῆκες κι ἄν συναντήσει. «Ὅτι ὁ ἐν Θεῶ ὦν, ἀεί χαίρει»: ἀκόμα κι ἄν ὑποφέρει καί θλίβεται, πάντοτε χαίρεται.
Αὐτή ἡ χαρά εἶναι ὁ Χριστός, σωτήρας καί λυτρωτής: ἡ ἀνάπαυση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀναγέννησή του στήν ὄντως ζωή, ἡ ἀνάσταση καί ἡ σωτηρία του. Αὐτήν ζεῖ καί ἀπολαμβάνει ὁ ἀναγεννημένος πνευματικά ἄνθρωπος. Καί εἶναι χαρά ἁγνή, ἀνεπιτήδευτη, πηγαία, διαρκής. Τήν προξενεῖ ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεόν, ἡ ὁποία «ἔξω βάλλει τόν φόβον» (Α΄ Ἰω., 4, 18). Εἶναι ἡ διάβαση ἀπό τίς ἀδιέξοδες καί σκοτεινές πτυχές τοῦ βίου μας πρός τήν ἐμπειρία τοῦ ζῶντος καί ἀναστημένου Χριστοῦ. Εἶναι ἡ δύναμη, ἡ ὁποία μᾶς ἀναβιβάζει στόν Οὐρανό καί μᾶς ἀνυψώνει στήν πορεία μας νά πραγματώσουμε τόν «καινόν ἄνθρωπον». Κατακλύζει ὅλη τήν ὕπαρξή μας καί τήν ἀποκαθιστᾶ στήν πραγματική της πληρότητα.
Πρόκειται γιά τήν χαρά πού κήρυξε ὁ ἀναστημένος Κύριος ἀμέσως μετά τήν ἐκ νεκρῶν ἔγερσή Του: Χαίρετε. Τήν διακήρυξε στίς ἔκθαμβες Μυροφόρες, ἀλλά καί πρός τούς ἀνθρώπους κάθε ἐποχῆς. Μέ τήν κατανίκηση τοῦ θανάτου, δέν ὑφίστανται πλέον ἀδιέξοδα στά προσωπικά προβλήματα καί τίς ἀντιξοότητες πού βιώνουμε. Τίποτα δέν μπορεῖ νά ἐπισκιάσει τό ἅγιο καί ὁλόλαμπρο Φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτή ἡ ἀναστάσιμη χαρά εἶναι προτέρημα τῶν ἀνθρώπων τοῦ Χριστοῦ, τῶν δικαίων, τῶν ἐνάρετων καί τῶν εὐσεβῶν, ἐκείνων πού βιώνουν τήν πίστη πληρέστερα.
Αὐτή τήν χαρά τῆς Ἀναστάσεως ἄς ἑτοιμαστοῦμε νά ὑποδεχθοῦμε, ἀφοῦ πρῶτα βιώσουμε τήν πορεία πρός τό Πάθος, ἀπό τό σκοτάδι στό Φῶς. Αὐτή τήν ἀναστάσιμη χαρά καί ἐλπίδα ἔχει ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος στούς τόσο δύσκολους σημερινούς καιρούς, σέ ἐποχή δεινῆς κρίσεως, ἡ ὁποία μᾶς ἐξουθενώνει οἰκονομικά καί ψυχικά καί μᾶς γεμίζει ἀνασφάλεια γιά τό μέλλον.
Τό Πάσχα τοῦ Κυρίου μας συνιστᾶ «λύτρον λύπης» γιά ὅλους τους ἀνθρώπους καί πηγή χαρᾶς «ἐν ὅλῳ τῷ κόσμω». Εἶναι «ἡ κλητή καί ἁγία ἡμέρα, ἑορτῶν ἑορτή καί πανήγυρις πανηγύρεων». Ἡ ἐμπειρία τῆς Ἀναστάσεως μέσα στήν Ἐκκλησία ἀποτελεῖ διαρκές βίωμα χαρᾶς. «Χαρᾶς τά πάντα πεπλήρωται, τῆς Ἀναστάσεως τήν πεῖραν εἰληφότα». Καί ἡ χαρά αὐτή ἐκπορεύεται ἀπό τήν βεβαιότητα τῆς νίκης ἐπί τοῦ θανάτου. Τήν πληρότητα τῆς χαρᾶς αὐτῆς οἱ χριστιανοί τή βιώνουμε ὡς ἀγάπη. «Ἐν χαρᾷ» ἀσπάζεται ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί τά πάντα συγχωροῦνται. Ἐμεῖς, γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, γνωρίζουμε ὅτι πραγματοποιήσαμε τήν μετάβαση «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν», ἐπειδή ἀγαπᾶμε τούς ἀδελφούς μας· ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του, «μένει ἐν τῷ θανάτω» (Α΄ Ἰω. 3, 14).
«Λοιπόν, ἀδελφοί, χαίρετε, καταρτίζεσθε, παρακαλεῖσθε, τό αὐτό φρονεῖτε, εἰρηνεύετε, καί ὁ Θεός τῆς ἀγάπης καί εἰρήνης ἔσται μεθ' ὑμῶν» (Β΄ Κορ. 13, 11). Προσερχόμαστε στίς ἐκκλησίες γιά νά ἑορτάσουμε τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας, «ἵνα καί τό Χαῖρε ἀκουσώμεθα», τό ὁποῖο θά ἀναγγέλλει τή νίκη πάνω στόν θάνατο καί τήν φθορά, τήν πηγή τῆς αἰώνιας καί ἀληθινῆς ζωῆς, τήν ἐγγύηση τῆς δίκης μας ἀνάστασης, τό πλήρωμα τῆς χαρᾶς γιά κάθε ἄνθρωπο, τήν ἀκατάβλητη δύναμη τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Πανηγυρίζοντας τό Πάσχα τοῦ Χριστοῦ μας, Τόν παρακαλοῦμε νά στερεώσει τήν πίστη μας. Νά αὐξήσει τήν ἀγάπη μας. Νά μᾶς ἐνισχύει, ὥστε μέ προθυμία καί χαρά νά ὑπακοῦμε στό αἰώνιο θέλημά Του. Εὔχομαι νά ἀξιωθοῦμε ὅλοι νά ζήσουμε μέσα στήν ἐλευθερία καί τήν χαρά τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Νά ἐπιτυγχάνουμε καθημερινά τή διάβαση ἀπό τήν ἁμαρτία στήν Χάρη, ἀπό τήν ἀπελπισία στήν ἐλπίδα, ἀπό τόν θάνατο στήν Ζωή. Ὅσοι βιώνουμε ἐντός της Ἐκκλησίας τήν ἀναστάσιμη χαρά, ἀναστημένοι κι ἐμεῖς στό φρόνημα καί τήν ψυχή, δίνουμε καθημερινά, παντοῦ καί πάντοτε, τήν μαρτυρία τῆς Ἀναστάσεως.
ΑΓΙΟΝ ΠΑΣΧΑ 2013
Μέ πατρικές εὐχές
Ὁ Μητροπολίτης
+ Ὁ Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν Μᾶρκος