Θα ήθελα να επιχειρήσω μια διαφορετική αφήγηση, με μιαν άλλη οπτική που θα εστιάζει σε μιαν αντίληψη για τη σχέση των αγώνων των πολιτών, αυτά τα τελευταία χρόνια, με τα συμφέροντα του ΣΥΡΙΖΑ σαν πολιτικής οντότητας, καθώς και του Α. Τσίπρα σαν ηγέτη. Μια αφήγηση, που σε αυτό το πλαίσιο, θα σχετίζεται με «ευγνωμοσύνη» και με «παράπονα».
Η πρώτη ευγνωμοσύνη: Το κίνημα των Πλατειών
Για αυτό το πλέγμα σχέσεων ο πρώτος σημαντικός σταθμός ήταν η εξέγερση των Πλατειών του 2011. Στις Πλατείες συμμετείχαν μέλη και μεσαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και η συμβολή τους ήταν καθοριστική στην περαιτέρω οργάνωση του κινήματος, αφού αυτό, αυθόρμητα, ξέσπασε. Η συμπεριφορά τους ήταν , σε γενικές γραμμές, χωρίς έντονες προσπάθεια χειραγώγησης.
Ίσως η σημαντικότερη προσπάθεια επέμβασης ήταν όταν προσπαθούσαν να διαφυλάξουν τον «ειρηνικό» χαρακτήρα του κινήματος, κυρίως απέναντι στις αντίθετες προσπάθειες μερίδων του αναρχικού χώρου που προσπαθούσαν να επηρεάσουν, μέχρι να εκβιάσουν, τις εξελίξεις, προς μια περισσότερο πολεμική συμπεριφορά. Αυτή η, σε γενικές γραμμές, μη αυταρχική συμμετοχή, όσο και η επίσημη υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ στο κίνημα των Πλατειών, εκτιμήθηκε από τους αγωνιζόμενους πολίτες και καταγράφηκε στο τρέχον, εκείνης της περιόδου, πολιτικό και κοινωνικό ασυνείδητο.
Ωστόσο, τότε είχε διαφανεί, από τους αγωνιζόμενους πολίτες εκείνης της περιόδου, ένα σημαντικό παράπονο προς τον επίσημο ΣΥΡΙΖΑ. Ότι δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε ότι μπορούσε για να υπερασπίσει το κίνημα των Πλατειών από την άγρια αστυνομική καταστολή που δέχτηκε. Πιστεύω ότι το παράπονο αυτό είχε βάση και γι’ αυτό ευθυνόταν η στρατηγική του κυβερνητισμού που ήδη είχε αρχίσει και που, σύμφωνα με αυτήν, η συμπαράταξη με τα κινήματα και η βοήθεια στα κινήματα θα πρέπει να έχει ορισμένα όρια, τέτοια που να μην βγάζουν τον ΣΥΡΙΖΑ από το κάδρο του επίσημου πολιτικού συστήματος.
Το κίνημα των Πλατειών ήταν εκείνο που δημιούργησε το μεγάλο κύμα για την προσπάθεια ανατροπής του δεδομένου συστήματος εξουσίας, του «μνημονιακού», όπως αποκλήθηκε, συστήματος εξουσίας. Και αυτό το κύμα καβάλησε ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως άλλωστε και οι ΑΝΕΛ, που γεννήθηκαν κινηματικά μέσα στις Πλατείες ακόμη και τις ηλεκτρονικές. Επομένως, να η πρώτη ευγνωμοσύνη της πολιτικής οντότητας ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και του Α. Τσίπρα, προς τους αγωνιζόμενους εξεγερμένους πολίτες. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να συγκρατήσουμε και το «παράπονο» των αγωνιζόμενων πολιτών προς τον επίσημο ΣΥΡΙΖΑ, όπως το ανέφερα πιο πάνω.
Η δεύτερη ευγνωμοσύνη: Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, πρωθυπουργός ο Α. Τσίπρας
Ο δεύτερος σταθμός ήταν οι εκλογές του Ιανουαρίου 2015. Ήταν ένα είδος, επίσης, εξέγερσης κατά του πολυπλόκαμου μνημονιακού συστήματος εξουσίας, που εκφράσθηκε με ειρηνικό τρόπο σε βουλευτικές εκλογές. Και ήταν ένα είδος εξέγερσης γιατί οι πολίτες είχαν να αποτινάξουν τα δεσμά ενός συστήματος ισχυρού ψυχολογικού φόβου που το μνημονιακό σύστημα εξουσίας είχε οργανώσει. Οι πολίτες έσπασαν αυτά τα δεσμά και ακολούθησαν την ελπίδα του ΣΥΡΙΖΑ, καθιστώντας τον, με ισχυρό ποσοστό, κυρίαρχη πολιτική δύναμη και τον Α. Τσίπρα έναν ισχυρό πολιτικό ηγέτη. Σε αυτό έγκειται η δεύτερη ευγνωμοσύνη της πολιτικής οντότητας ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και του Α. Τσίπρα, προς τους αγωνιζόμενους εξεγερμένους πολίτες.
Σε αυτό το σημείο πρέπει όμως να αναρωτηθούμε: Έχει άραγε ανταποδοθεί προς τους πολίτες, αυτή η διπλή συσσωρευμένη ευγνωμοσύνη εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ και του Α. Τσίπρα;
Θα απαντούσα, καθαρά, όχι. Και σε αυτό είναι αμφίβολο αν φταίνε μόνο οι σφοδροί οικονομικοί περιορισμοί. Θα ήθελα να αναφέρω τρείς τομείς προβλημάτων όπου, κατά τη γνώμη μου, προετοιμάζεται, από πλευράς των πολιτών, ένα ισχυρό κύμα παραπόνων, η πλήρης ανάπτυξη του οποίου αποσοβείται, μέχρι στιγμής, επειδή αναγνωρίζονται αγαθές προθέσεις στον ΣΥΡΙΖΑ και στον Α. Τσίπρα, καθώς και γιατί όλοι οι πολίτες βλέπουν τον ανοικτό και δόλιο πόλεμο που διεξάγουν εσωτερικά και εξωτερικά κέντρα εξουσίας με σκοπό να πέσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
- Το πρόβλημα της ανθρωπιστικής κρίσης και της ανεργίας. Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση εφαρμόζει ένα πρόγραμμα «αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης», ύψους 200 εκατομ. ευρώ, για «εννέα μήνες». Ωστόσο, αν αναλογισθεί κανείς ότι οι άνεργοι, οι χωρίς επίδομα ανεργίας, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, είναι τουλάχιστον 1.000.000 πολίτες, τότε φτάνει να κάνει κανείς απλές μαθηματικές πράξεις, προκειμένου να διαπιστώσει ότι πρόκειται για ψίχουλα βοήθειας. Δεν συζητάμε καν εδώ την αυθαιρεσία των κριτηρίων προκειμένου κανείς να ενταχθεί σε αυτό το πρόγραμμα.
Η δικαιολογία βέβαια είναι ότι «δεν υπάρχουν λεφτά». Όμως αυτό είναι κάτι σχετικό. Αν υπάρχει ισχυρή πολιτική βούληση, αντίστοιχη με τη δραματικότητα του προβλήματος, περαιτέρω λύσεις μπορούν να δοθούν. Το χειρότερο όμως είναι άλλο. Η κυβέρνηση, στην επίσημη ρητορική της, φαίνεται να διακατέχεται από μια ικανοποίηση πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που δικαιολογεί η συγκεκριμένη πρωτοβουλία της. Την ίδια στιγμή, για το πρόβλημα των εκατοντάδων χιλιάδων ανέργων των χωρίς κανένα επίδομα ανεργίας, σιωπά εκκωφαντικά και ανεπίτρεπτα.
Κουβέντα δεν έχει υπάρξει από τα κυβερνητικά στελέχη, καθώς και από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, για αυτό το πρόβλημα. Μόνο, εξαιρετικά σπάνιες ρητορικές ενδείξεις ότι συναισθάνονται την βαθύτατη καθημερινή αγωνία επιβίωσης αυτών των ανθρώπων. Η πιο απλή εξαγγελία, η δυνατότητα δωρεάν χρήσης των μέσων μαζικής μεταφοράς από τους ανέργους, ακόμη δεν έχει πραγματοποιηθεί. Και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, αντί να τραβάει την κυβέρνηση από το μανίκι για αυτό το πρόβλημα, παραμένει, επίσης, σε ανεπίτρεπτο λήθαργο.
- Το πρόβλημα της διαπλοκής και των ολιγαρχών.Ο Α. Τσίπρας, προεκλογικά, είχε επανειλημμένα αναφερθεί στο «τρίγωνο της διαπλοκής»: «Χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα – χρεοκοπημένες τράπεζες –αναξιόπιστα ΜΜΕ». Ωστόσο, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και βέβαια ο πρωθυπουργός, τους πέντε μήνες που κατέχουν την κυβερνητική εξουσία δεν έκαναν απολύτως τίποτα για την αντιμετώπιση αυτού του εκτεταμένου καρκινώματος. Αυτή η αδράνεια καθίσταται ασυγχώρητη αν σκεφθεί κανείς ότι ο Α. Τσίπρας έχει επανειλημμένα ομολογήσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατέχει την κυβερνητική μόνο εξουσία και όχι και την πραγματική, η οποία ανήκει προφανώς στο «τρίγωνο της διαπλοκής». Και όμως αυτές οι ομολογίες δεν έχουν ενεργοποιήσει στρατηγικές αποδιάρθρωσης του συστήματος εξουσίας του «τριγώνου της διαπλοκής». Οι συνέπειες αυτής της ασυγχώρητης αδράνειας φάνηκαν καθαρά στις συνθήκες διεξαγωγής του δημοψηφίσματος της 5 Ιουλίου. Και σε αυτό το πρόβλημα ο ΣΥΡΙΖΑ, σαν ανεξάρτητη πολιτική οντότητα από την κυβέρνηση, δεν είναι σε θέση να υποστηρίξει κάποια στρατηγική λύσης.
- Το πρόβλημα της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές. Η διαπραγμάτευση με τους δανειστές φοβάμαι ότι, από τους μελλοντικούς ιστορικούς, θα χαρακτηρισθεί σαν μια μεγάλη αποτυχία. Ήταν ένα μίγμα λανθασμένης αντίληψης για την πραγματική φύση των αντιπάλων, έλλειψης στρατηγικής τόλμης από την ελληνική πλευρά σε συσχέτιση με έλλειψη ενός σχεδίου Β, όσο και σπασμωδικών επιθετικών ενεργειών σε λάθος χρόνο. Χαρακτηριστικά, για το τελευταίο ελάττωμα, ο Ε. Τσακαλώτος, σε σχέση με το δημοψήφισμα, παραδέχθηκε ότι αυτό θα έπρεπε να είχε προκηρυχθεί «ένα μήνα πριν», σε πιο ευνοϊκές συνθήκες.
Η τρίτη ευγνωμοσύνη: Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου
Το δημοψήφισμα του ΝΑΙ ή ΟΧΙ, της 5ης Ιουλίου 2015, διεξήχθη κάτω από πρωτοφανούς κλίμακας, για τα δεδομένα ευρωπαϊκού κράτους, συνθήκες οικονομικού πνιγμού, αλλά και επικοινωνιακής τρομοκρατίας, οι οποίες δημιουργήθηκαν από τις δυνάμεις του «τριγώνου της διαπλοκής» και τους ξένους δανειστές. Ευθέως επιχειρήθηκε, με μοχλό το δημοψήφισμα, να υπάρξει η περιβόητη «αριστερή παρένθεση», ενώ ο Α. Τσίπρας ήδη κατονομαζόταν σαν «πολιτικό πτώμα».
Η αποφασιστική και ηρωική στάση των Ελλήνων πολιτών, εφάμιλλη μεγάλων στιγμών της ελληνικής ιστορίας, όχι μόνο διέσωσε τη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και τον Α. Τσίπρα προσωπικά, αλλά, ακόμη περισσότερο, τους κατέστησε θριαμβευτές του πολιτικού σκηνικού.
Συμπέρασμα:
Ο ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά ο Α. Τσίπρας οφείλουν τρείς μεγάλες και θεμελιώδεις ευγνωμοσύνες στους πολίτες. Τους οφείλουν δηλαδή τα πάντα. Απέναντι σε αυτές τις τεράστιες οφειλές, η ανταπόδοση προς τους πολίτες είναι, κατά τη γνώμη μου και μέχρι στιγμής, εντελώς ανεπαρκής.
Πριν, όμως, συλλογισθούμε πάνω στα σημαντικά που πρέπει να αλλάξουν σε εμάς, ώστε να μπορέσουμε να τεθούμε σε τροχιά οφειλόμενης ανταπόδοσης, νομίζω ότι πρώτα πρέπει να συναισθανθούμε βαθειά το μέγεθος των οφειλών. Πρέπει να συλλογισθούμε με ταπεινότητα, την οποία πολλές φορές η γεύση της εξουσίας κάνει πέρα, το μέγεθος του χρέους μας.
* Ο Γιάννης Φωτιάδης είναι οικονομολόγος και μέλος του Τμήματος Οικονομικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ
tvsx.gr