Ο παπά Κωσταντής Κούνουπας, ο ιερομάρτυρας της Κυδιάντας, σύμφωνα με τον Ιστορικό ερευνητή της Χίου, παπά Μακάριο Βασιλάκη, ήταν εθνομάρτυρας της Κυδιάντας. Μαρτύρησε κατά την ατυχή επανάσταση και την καταστροφή της Χίου το 1822. Σύμφωνα με την στοματική παράδοση, κατ΄ άλλους τον έκλεισαν στις φυλακές όπου και τον απαγχόνισαν μαζί με τους άλλου εθνομάρτυρες. Κατ’ άλλους, και η πλέον πολυσυζητημένη εκδοχή, τον συνέλαβαν στο επαναστατημένο χωριό. Τον σαμάρωσαν και τον μετέφεραν στο κάστρο όπου και τον αποκεφάλισαν.
Τον πέταξαν στα «Ταμπάκικα». Μέσα στον γενικό κατατρεγμό, κάποιοι χωριανοί ή και οι δικοί του, πήραν την σωρό του και την έθαψαν δίπλα από την εκκλησία του Αι Γιαννιού, στην Κυδιάντα.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, κατά την επέκταση του ιερού ναού περί το 1960, βρέθηκε ένας δίμετρος σκελετός ο οποίος προφανώς άνηκε στον συγκεκριμένο άνθρωπο.
Σαν πιστοποίηση των προφορικών παραδόσεων, το κεραμικό το οποίο βρέθηκε με τα οστά, και έφερε χαραγμένα τα αρχικά «Κ.Κ», και τα οποία πιστοποιούσαν το όνομα του νεκρού, δηλαδή Κωνσταντίνος Κούνουπας.
Την εποχή του μαρτυρικού θανάτου του, πέραν των άλλων παιδιών, ο παπάς είχε έναν εξαετή γιο, ονομαζόμενο Σταμάτη! Αυτό το μικρό αγόρι το είδε ένας Πασάς. Το είδε εύρωστο, γερό και καλοφτιαγμένο και μιας και δεν είχε δικά του παιδιά, το πήρε μαζί του στην Κωνσταντινούπολη. Το αγάπησε και το μεγάλωσε σαν δικό του παιδί. Σαν αρχοντόπουλο.
Δεν του στέρησε τίποτε. Του έδωσε τα πάντα αλλά και καλή φοίτηση. Πέραν όλων αυτών, που του χάρισε ο θετός πατέρας του, η φύση τον προίκισε με κάλλος.
Όλοι μιλούσαν για την ομορφιά του και το ωραίο παρουσιαστικό του.
Διορίσθηκε «φοροεισπράκτορας» και με αυτή την ιδιότητα, σε ηλικία είκοσι ετών, ήλθε για πρώτη φορά στην Κυδιάντα, με διατεταγμένη υπηρεσία να μαζέψει τους φόρους. Όταν έφθασε στο χωριό και είδε τον χώρο και τις δύο εκκλησιές, του Άγιου Γιάννη και της Άγιας Αναστασιάς, εκατέρωθεν του λαγκαδιού, ξύπνησαν στο μυαλό του σβησμένες μνήμες. Άρχισε να συναρμολογεί, κομμάτια ξεχασμένου παζλ.
Παράξενα και πρωτόγνωρα συναισθήματα ξύπνησαν στον εσωτερικό του κόσμο.
Παρατηρούσε τον χώρο σκεπτικός διερωτώμενος τι έπαθε, γιατί νοιώθει έτσι.
Τα αισθήματα αυτά κορυφώθηκαν, όταν έφθασε στο αλώνι κάτω από την εκκλησιά του Άγιου Γιάννη. Με έντονη συναισθηματική φόρτιση, άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στους απορημένους και φοβισμένους κατοίκους του χωριού κάποιον ο οποίος να γνωρίζει και να μιλά την τουρκική γλώσσα, μια και αυτός μόνο αυτήν γνώριζε ως μητρική του.
Ώσπου να έλθει ο μεταφραστής, σκάβοντας βαθειά στη μνήμη γυρνώντας τον χρόνο πίσω, θυμήθηκε το όνομα που κατά καιρούς για άγνωστο λόγο, στροβίλιζε στο μυαλό του. Το όνομα , συνδετήριος κρίκος και ακρογωνιαίος λίθος της υπόθεσης ήταν αυτό της «Ελένης». Στις σκέψεις του, ταχτικά, έρχονταν η θολή μορφή ενός μικρού κοριτσιού από το οποίο τον απέσπασαν βίαια και τραυματικά. Όταν τελικά ήλθε ο διερμηνέας, ζήτησε να του φέρουν μπροστά του την Ελένη (Κούνουπα), η οποία βάση των περιγραφών και της ηλικίας ταίριαζε απόλυτα με το κορίτσι των αναμνήσεων του οι οποίες πλέον καθάριζαν με ταχείς ρυθμούς. Όταν κάλεσαν την Ελένη, αυτή από φόβο προς τους Τούρκους οι οποίοι είχαν μακελέψει τον ιερέα πατέρα της. Είχαν αρπάξει τον αδελφό της, σκορπώντας απλόχερα συμφορά, καταστροφή και πόνο δεν ήθελε με κανένα τρόπο να παρουσιαστεί, στον άγνωστο ομοεθνή τους, σκεπτόμενη ότι το ανέλπιστο κάλεσμα θα ήταν μόνο για κακό και με ολέθριες συνέπειες και είχε κάθε λόγο να φοβάται.
Στο διάστημα αυτό, ο Τούρκος φοροεισπράκτορας, ζητούσε επίμονα να μάθει λίγες λέξεις Ελληνικές, έντονα δε ρωτούσε να μάθει να προφέρει σωστά την μαγική λέξη «Αδελφός». Όταν τελικά μετά πολλών κόπων και βασάνων , κατάφεραν να φέρουν κοντά του την Ελένη, ζήτησε από όλους να απομακρυνθούν.
Με παλλόμενη φωνή που έτρεμε από την συγκίνηση την ρώτησε εάν είχε «αντερφό».
Τότε ήλθε η σειρά της γυναίκας να βάλει τα κλάματα. Μέσα στα αναφιλητά της, και με περίσσιο φόβο μπροστά στον άγνωστο Τούρκο αξιωματούχο ο οποίος την ανέκρινε, για άγνωστη αιτία, και αυτό μεγάλωνε τους φόβους της, του είπε την ιστορία του χαμένου μικρού Σταμάτη. Μεταξύ των άλλων, απαντώντας σε σχετική του ερώτηση, του είπε για ένα σημάδι που είχε ο μικρός Σταμάτης, στο καλάμι του δεξιού του ποδιού από πτώση που είχε πέφτοντας από ένα γαϊδούρι.
Όταν έμαθε όσα ήθελε, ώστε να εμπεδώσει την έρευνα του, ζήτησε από τον διερμηνέα να τους αφήσει για λίγο μόνους. Μετά σήκωσε το μπατζάκι του δεξιού σκέλους του για επιβεβαίωση της αποκάλυψης έμειναν άφωνοι και οι δυο με βουρκωμένα μάτια από την ταραχή και το σοκ της ανεπανάληπτης στιγμής.
Ένοιωσαν και οι δυο τους να γκρεμίζονται οι κόσμοι τους κάτω από τα πόδια τους.
Βρέθηκαν αγκαλισμένοι, ωθούμενοι από κάποιο ισχυρό ενδόμυχο κάλεσμα.
Στο νου τους, πέρασε με μιας, αστραπιαία, η μέχρι σήμερα ζωή τους και ο τραυματικός πόνος του αιματοβαμμένου χωρισμού τους.
Όταν συνήλθαν από την συναισθηματική φόρτιση της αναπάντεχης αντάμωσης, αυτός την παρακάλεσε ώσπού να ξαναγυρίσει πίσω να μην αποκαλύψει τίποτα σε κανένα. Να το κρατήσει μέσα της, επτασφράγιστο μυστικό.
Πριν φύγει από το νησί μας, ο φοροεισπράκτορας, με το χαράτσι, που είχε μαζέψει , πήγε και αγόρασε ένα σπίτι στον Κάμπο της Χίου, καθώς και μεγάλη κτηματική περιουσία, επενδύοντας σε γη και κυρίως σε περιβόλια. .
Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, έμαθε τον θάνατο του Πασά, του θετού του πατέρα. Ανταποδίδοντας την αγάπη και τον σεβασμό προς τους θετούς γονείς του, έμεινε κοντά στην γηραιά θετή μητέρα του ώσπου να αφήσει και την τελευταία της πνοή. Πούλησε όλη την περιουσία του στην πόλη και μετά, άγνωστο πότε, γύρισε πίσω. Επιβιβάστηκε σε ένα από τα πολλά Λαγκαδούσικα ιστιοφόρα της εποχής και επέστρεψε στον γενέθλιο τόπο της Κυδιάντας..
Όταν έφθασε στο χωριό, ήταν η μέρα του πανηγυριού της Παναγιάς της Περασιάς.
Είδε μια κοπέλα από το Βροντάδο, πολύ ωραία στην όψη και την κορμοστασιά, του άρεσε πολύ και με το έτσι θέλω την παντρεύτηκε.
Η επιστροφή του στην Χίο, συνοδεύτηκε με σκόπιμη αλλαγή του ονόματος του. Τώρα πλέον ονομάζονταν Σταμάτης Κωνσταντίνου Παπάς (σαν παιδί παπά )
Απέκτησαν εννέα ή δέκα παιδιά. Σίγουρα τρεις γιούς και έξι ή επτά κορίτσια.
Όντας πολύ πλούσιος, προίκισε τα κορίτσια του δίνοντας τους περιβόλια στον Κάμπο
Στους γιούς του έδωσε από ένα καΐκι στο κάθε ένα. Ό ένας από τους γιούς του ο Κωνσταντής Σταματίου Παπάς, πέθανε πολύ νέος, από σκωληκοειδίτιδα, μέσα στο καΐκι του, ενώ αυτό ναυλοχούσε στο λιμάνι του Βόλου. Ήταν μόλις είκοσι ετών, πρόλαβε όμως να αφήσει πίσω του δύο παιδιά. Τον Σταμάτη Κωνσταντίνου Παπά και την Ειρήνη (αργότερα Καλαγκιά)
Μετά την μόνιμη εγκατάσταση του στην Χίο Την φυλετική και θρησκευτική επανένταξη του, όσο περνούσαν τα χρόνια και γερνούσε, άρχισε να εκμυστηρεύεται έναν φόβο που τον βασάνιζε. Τον απασχολούσε έντονα το εάν ο θεός τον συχωρήσει, για την έστω και άθελα του, φυλετική και θρησκευτική μεταστροφή του.
Ήταν αδιανόητο, στη λογική του, ότι πολιτογραφήθηκε και ταυτίστηκε με τους φονιάδες του πατέρα του οι οποίοι του άλλαξαν το όνομα του και το κυριότερο όντας βαπτισμένος του έδωσαν την θρησκεία τους για θρησκεία του.
Παρά του ότι ήταν αψής χαρακτήρας, τύπος εκρηκτικός και οξύθυμος, στην πραγματικότητα ήταν πολύ καλός άνθρωπος.
Λέγουν ότι ένας βασιλικός, φύτρωσε πάνω από το μνήμα όπου είχε ενταφιαστεί η σωρός του. Ο τόπος ευωδίαζε . Άρχισαν να το συζητούν. Έγινε θέμα των ημερών. Αναλύοντας το φαινόμενο οι άνθρωποι της εποχής έλεγαν πως είναι η απάντηση του θείου στην αγωνία του για το εάν λάβει συχώρεση και κρίματα που διέπραξε έστω και άθελα του. Όσοι ήταν παρόντες, κατά την εκταφή του, μαρτυρούν ότι οι ρίζες του βασιλικού, έφθαναν έως το σημείο της καρδιάς του.
Αυτή είναι εν ολίγης η ιστορία του γενάρχη των «Παπάδων» πρώην «Κούνουπα»
Οι γενιές που άφησε πίσω του και συνοδεύουν σαν παρατσούκλια, το επώνυμο «Παπάς», σήμερα εντοπίζονται σε :
Γιασεμής – Κακόσουρος – Καρκαμάνος - Κενέζος – Πυρπιρής και Σταμάταρος.
Μιχάλης Γεωργ. Καριάμης
απο kallimasia.blogspot.com