Ενα από τα πλέον ενδιαφέροντα φαινόμενα στη σύγχρονη Τουρκία αποτελεί αυτό της ύπαρξης μουσουλμανικών ελληνόφωνων ομάδων. Η παραδοσιακή ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, η αυταρχική εσωτερική δομή της Τουρκίας, η εξέγερση των Κούρδων, μαζί με την επιβίωση των στερεοτύπων για τη διαμόρφωση των νεότερων εθνών στην περιοχή μας, εμπόδισε τη μελέτη του φαινομένου αυτού. Η μετάβαση ελληνοφώνων ομάδων από το χριστιανικό θρησκευτικό σύστημα στο ισλαμικό κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης αποτελεί μέχρι σήμερα ένα θέμα άγνωστο για τη νεοελληνική επιστήμη. Το φαινόμενο αυτό έχει εμφανιστεί σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Από την Κύπρο και την Πελοπόννησο έως την Ηπειρο και τον Πόντο.
Σήμερα όμως, η δημόσια εμφάνιση όσων από τις ομάδες αυτές επιβιώνουν διευρύνει το ερευνητικό ενδιαφέρον. Η βιβλιογραφική και αρθρογραφική παρουσία των ελληνόφωνων ομάδων της Τουρκίας είναι πλέον γεγονός. Η αρχή έγινε πριν από μερικά χρόνια με την Tanju Izbek, η οποία έλαβε το βραβείο Ιπεκτσί για μια νουβέλα της στο κρητικό ιδίωμα, όπως αυτό μιλιέται σήμερα στην περιοχή της Gunda (τα παλιά Μοσχονήσια). Πιθανότατα, σύμφωνα με το τουρκικό περιοδικό Actuel, να υπήρχαν πολιτικές ομάδες στη Βόρεια Τουρκία που δραστηριοποιούνταν, πριν από το πραξικόπημα του ‘80, γύρω από τον πολιτισμό του Πόντου. Το 1996 εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον εκδοτικό οίκο Belge, το κλασσικό πλέον βιβλίο του Omer Asan με τίτλο “Pontos Kulturu”, δηλαδή: Ο πολιτισμός του Πόντου.
Σήμερα υπάρχουν τέσσερις ελληνόφωνες ομάδες στην Τουρκία: κρητική, ποντιακή, μακεδονική και κυπριακή. Κάθε μια απ’ αυτές έχει εξαιρετικό ιστορικό ενδιαφέρον. Η έκφραση είναι γεγονός ιδιαίτερης σημασίας, εφόσον αναδεικνύει μια άγνωστη πλευρά της σύγχρονης τουρκικής κοινωνίας, που ολοένα γίνεται σημαντικότερη.
Η δημόσια εμφάνιση των ομάδων αυτών δεν αφορά μόνο στην τουρκική κοινωνία, η οποία συνειδητοποιεί αργά τον πολυεθνοτικό της χαρακτήρα, καθώς και στους εθνογενετικούς της μύθους. Αφορά παράλληλα και στην ελληνική, γιατί της αποκαλύπτει τον τρόπο συγκρότησης των σύγχρονων εθνικών κρατών στην περιοχή μας και το αδιέξοδο των ενδιάμεσων ομάδων - γέννημα της ιστορίας - οι οποίες υποχρεώθηκαν να ενταχθούν στο κράτος που είχε ως ιδεολογικό υπόβαθρο το δικό τους θρησκευτικό δόγμα. Η κρητική και η κυπριακή, από τις τέσσερις αυτές ομάδες - οι οποίες στη διαχρονική τους παρουσία ταυτίστηκαν ως μουσουλμανικές με την οθωμανική αυτοκρατορία - συγκρούστηκαν με το επαναστατικό κίνημα των χριστιανών Ελλήνων. Εμμέσως υπέστη τις συνέπειες της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης και η μακεδονική, η οποία υποχρεώθηκε με βάση τη συμφωνία ανταλλαγής των πληθυσμών να εγκαταλείψει τα γενέθλια εδάφη της περιοχής του Αλιάκμονα και της Κοζάνης και να αναχωρήσει για την Τουρκία το 1924.
Η διαμόρφωση του φαινομένου
Η κατανόηση του φαινομένου της επιβίωσης ελληνόφωνων μουσουλμανικών πληθυσμών απαιτεί την υπέρβαση της σημερινής εικόνας που έχουμε για τις σχέσεις ισλαμισμού και χριστιανισμού, καθώς και για τις σύγχρονες αρχές συγκρότησης των μονοεθνικών κρατών. Θα πρέπει να δεχθούμε ότι το σημερινό τείχος που υπάρχει ανάμεσα σε εμάς και τους γείτονές μας, σε θρησκευτικό επίπεδο, είναι μια πραγματικότητα της τελευταίας ιστορικής περιόδου. Για εκατονταετίες υπήρχε ένα ανακάτεμα εθνών και θρησκειών. Αν σήμερα ο διαχωρισμός είναι απόλυτος μεταξύ άσπρου και μαύρου, εντούτοις, για μεγάλο διάστημα, υπήρχε ανάμεσά τους ένας εκτεταμένος γκρίζος χώρος. Για να κατανοήσουμε το φαινόμενο που σήμερα εξετάζουμε θα πρέπει να δούμε τη διαπλοκή του Ισλάμ με τον Ελληνισμό σε χρονικό και γεωγραφικό επίπεδο. Από τον 14ο αιώνα συναντιούνται Ελληνες στους χώρους της νέας θρησκείας. Ο περιηγητής Ιμπντί Μπατούτα γράφει ότι συνάντησε στον ποταμό Κούμα, κοντά στην πόλη Ματζάρ, το αναχωρητήριο του μουσουλμανικού τάγματος Αχμεδέ στο οποίο όπως γράφει «διεβίουν σε κοινή ζωή Δερβίσες, Αραβες, Πέρσες, Τούρκοι και Ελληνες».
Ο εξισλαμισμός μέρους των Ελλήνων ανοίγει την δίοδο για να εισχωρήσουν στον ισλαμικό χώρο οι ελληνικές φιλοσοφικές δοξασίες. Οι σοφιστικές απόψεις για παράδειγμα εκφράζονται με τους “σούφι”, το θρησκευτικό τάγμα των δερβίσηδων. Ο δημιουργός του, Τζελαδεδίν Ρουμί, χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα - όπως μιλιόταν κατά τους μέσους χρόνους στην Καππαδοκία. Τα μελωδικά κείμενα των δερβίσηδων αποτελούν προσαρμογή των βυζαντινών μελωδιών στις νέες ανάγκες. Ο Μ.Ρικό, γραμματέας του Βρετανού πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, αναφέρει το 1670 ότι στον ισλαμικό κόσμο υπάρχει «μεγάλη ποικιλία γνωμών και απόψεων, ασυγκρίτως μεγαλύτερα από τον χριστιανικό κόσμο». Ο Ρικό θεωρεί ότι η είσοδος νέων εθνών στο μουσουλμανικό χώρο δημιουργεί το κατάλληλο κλίμα. Γράφει: «Δεδομένου ότι την καλλίτερη μερίδα των νέων εθνών αποτελούν οι Ελληνες και ότι δεν ικανοποιήθηκαν με τις ονειροπολήσεις του Κορανίου, αυτοί που άλλοτε υπήρξαν διδάσκαλοι των επιστημών από τις οποίες τους απέμεινε κάποια συγκεχυμένη γνώση, αφού προσέθεσαν στη νέα τους θρησκεία παλιές παραδόσεις και κάποιες γνώμες αρχαίων φιλοσόφων, δημιούργησαν μέρος της ποικιλίας των γνωμών για τις οποίες μιλούμε».
Η ύπαρξη ελληνόφωνων ομάδων στην σύγχρονη Τουρκία, εκτός από μια εντυπωσιακή επιβίωση που ενθουσιάζει τους ιστορικούς, τους γλωσσολόγους και τους λαογράφους, μπορεί να αποτελέσει και μια αποτελεσματική και μόνιμη γέφυρα φιλίας μεταξύ των δύο πλευρών του Αιγαίου. Η πιθανή εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας κάνει, ίσως, εφικτή την προσέγγιση των δύο λαών. Η ανάδειξη των κοινών στοιχείων βοηθά, κατ’ αρχάς στο να γίνει κατανοητή η διαδικασία διαμόρφωσης των σύγχρονων κρατών στην περιοχή μας και να γίνει επίσης ο απολογισμός για τις διάφορες παραμέτρους που καθόρισαν τα πολιτικά αποτελέσματα στην εποχή του έθνους - κράτους.
Βλάσης Αγτζίδης (διδάκτωρ σύγχρονης ιστορίας του ΑΠΘ)
από την εφημερίδα “Καθημερινή”