Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ : ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΧΙΟΥ, ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ κ.κ. ΜΑΡΚΟΥ , ΤΗΝ 24η ΜΑΡΤΙΟΥ 2013 , ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗ , ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΣΚΟΥΦΑ , ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ



«Τῇ αὐ­τῇ ἡ­μέ­ρᾳ, Κυ­ρια­κῇ πρώ­τῃ τῶν Νη­στει­ῶν,
ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀναστηλώσεως  
τῶν ἁ­γί­ων καί σε­πτῶν εἰ­κό­νων,
γε­νο­μέ­νης πα­ρά τῶν ἀ­ει­μνή­στων
Αὐ­το­κρα­τό­ρων Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως
Μι­χα­ήλ καί τῆς μη­τρός αὐ­τοῦ Θε­ο­δώ­ρας,
ἐ­πί Πα­τρι­αρ­χεί­ας τοῦ ἁ­γί­ου καί ὁ­μο­λο­γη­τοῦ Με­θο­δί­ου»
Μέ τούς λό­γους αὐ­τούς ὁ ἱ­ε­ρός Συ­να­ξα­ρι­στής, πη­γή γρα­πτή, ἄ­με­σος τῆς φι­λο­λο­γι­κῆς γραμ­μα­τεί­ας τῶν Βυ­ζαν­τι­νῶν χρό­νων, ὁ­ρί­ζει, προσ­δι­ο­ρί­ζει καί κα­θο­ρί­ζει τό ἱστορικό πε­ρι­ε­χό­με­νο τοῦ ση­με­ρι­νοῦ ἑ­ορ­τα­σμοῦ.
Σή­με­ρα ἑ­ορ­τά­ζου­με τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, σή­με­ρα ἑ­ορ­τά­ζου­με τό «πα­τρο­πα­ρά­δο­τον σέ­βας», σή­με­ρα ἑ­ορ­τά­ζου­με τήν «Μη­τέ­ρα εὐ­σέ­βειαν».
Γεν­νᾶ­ται, ὅ­μως, εὔ­λο­γο τό ἐ­ρώ­τη­μα: Για­τί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ὁ ἀ­κλό­νη­τος στῦ­λος καί τό ἀ­πε­ρί­σει­στο ἑ­δραί­ω­μα τῆς ἀ­λη­θεί­ας, ὅ­ρι­σε ὡς ἑ­ορ­τα­σμό πού ὑ­πο­στα­σιά­ζει τήν ὀρ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α καί πί­στη τό γε­γο­νός τῆς δι­α­κη­ρύ­ξε­ως γιά τήν ἀ­να­στή­λω­ση καί τι­μη­τι­κή προ­σκύ­νη­ση τῶν ἱ­ε­ρῶν εἰ­κό­νων, τόσο ἀ­πό τήν ἐν Νικαίᾳ ἁ­γί­α Ζ´ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δο, πού ἡ καταληκτήρια συνεδρία της ἔ­λα­βε χώ­ρα στή Βα­σι­λεύ­ου­σα, τήν «τοῦ Κων­σταν­τί­νου Πό­λιν», τό πα­λά­τιον τῆς Μα­γναύ­ρας τό 787 καί «εἰ­ρή­νευ­σεν ἡ τοῦ Θε­οῦ Ἐκ­κλη­σί­α, εἰ καί ὁ ἐ­χθρός τά ἑ­αυ­τοῦ ζι­ζά­νια ἐν τοῖς ἰ­δί­οις ἐρ­γά­ταις σπεί­ρειν οὐ παύ­ε­ται», ὅσο καί ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λεως τοῦ 843 ;
Για­τί δέν ἐ­πε­λέ­γη ἡ ἑ­ορ­τή τῶν Χρι­στου­γέν­νων, ἡ μη­τρό­πο­λη αὐτή τῶν ἑ­ορ­τῶν;
Για­τί δέν προ­ε­κρί­θη ἡ λαμ­προ­φό­ρος Ἀ­νά­στα­ση, «ἑ­ορ­τῶν ἑ­ορ­τή καί πα­νή­γυ­ρις πα­νη­γύ­ρε­ων»;
Για­τί δέν ὁ­ρί­σθη ἡ ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή Πεν­τη­κο­στή;
Ἡ ἀ­πάν­τη­ση δί­δε­ται ἀ­πό τήν βα­θύ­τε­ρη ὀν­το­λο­γι­κή ἑρ­μη­νεί­α τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ ὅ­ρου «ἀ­να­στή­λω­ση τῶν εἰ­κό­νων», πού πέ­ραν καί πά­νω ἀ­πό ἕ­να συγ­κε­κρι­μέ­νο ἱ­στο­ρι­κό γε­γο­νός τοῦ «νῦν» τῆς τε­λέ­σε­ώς του, συ­νι­στᾶ ἕ­να αἰ­ώ­νιο θε­όσ­δο­το χά­ρι­σμα στό «ἀ­εί» τῆς ἐπενεργείας του.
Μέ τήν παν­σο­φί­α, τήν παν­το­δυ­να­μί­α καί τήν πα­να­γα­θό­τη­τα ἡ Τρι­σή­λιος Θε­ό­τη­ς ἐ­ποί­η­σε «πάν­τα ὁ­ρα­τά­ τε καί ἀ­ό­ρα­τα». Μέ­σος τοῦ φυ­σι­κοῦ καί πνευ­μα­τι­κοῦ κό­σμου ἐ­δη­μι­ουρ­γή­θη ὁ ἄν­θρω­πος, ἡ κα­τα­κλείς καί κο­ρω­νίς τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας. Τήν ὑ­πέ­ρο­χη ἐν τῷ κό­σμῳ θέ­ση του ἐμ­φαί­νει ἰ­δαιτέρως ὁ δι­α­φέ­ρων τρό­πος, κατά τόν ὁποῖο ἐ­δη­μι­ουρ­γή­θη.
Μέ θαυμασμό ὁ Ἱερός Χρυ­σό­στομος θά ἀναφωνήσει ὅτι: «ἀπό ὁλόκληρη τή δημιουργία ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό πολυτιμότερο δημιούργημα (τῆς κτί­σεως γάρ ἁπάσης τιμιώτερον ὁ ἄνθρωπος, Ε.Π.Ε. 14, 32)» καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θά τόν περιγράψει «οἷόν τινα κόσμον δεύτερον, ἐν μικρῷ μέγαν (Ε.Π.Ε. 5,52-54)».
Ὁ Θε­ός, κατά τή χριστιανική κοσμογονία, δι­α­βου­λεύ­ε­ται πρός τόν Ἑ­αυ­τόν Του γιά τήν δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ ἀν­θρώ­που. «Καί εἶ­πεν ὁ Θε­ός : ποι­ή­σω­μεν ἄν­θρω­πον κατ᾿ εἰ­κό­να ἡ­με­τέ­ραν καί καθ᾿ ὁ­μοί­ω­σιν».
Ἡ ἔν­νοι­α τοῦ «κατ᾿ εἰ­κό­να» (i­m­a­go D­ei) ἀ­να­φέ­ρε­ται στόν «ἔ­σω ἄν­θρω­πον», δι­ό­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι ἀ­σχη­μά­τι­στος, ἄ­φθαρ­τος καί ἀ­σώ­μα­τος. Αὐ­τό συ­νί­στα­ται στή λο­γι­κό­τη­τα, μέ τήν ὁ­ποί­α ὁ Δη­μι­ουρ­γός ἐ­προί­κη­σε τήν πνευ­μα­τι­κή φύ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που καί στό ἀ­πα­ραί­τη­το συμ­πλή­ρω­μά της, τό αὐ­τε­ξού­σιον, μέ τό ὁ­ποῖο ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­νά­γε­ται  σέ προ­σω­πι­κό­τη­τα ἠ­θι­κή, ἐ­πι­δε­κτι­κή πά­σης προ­ό­δου καί δυ­να­μέ­νη νά κα­τα­στεῖ «κοι­νω­νός θεί­ας φύ­σε­ως».
Τό «καθ᾿ ὁ­μοί­ω­σιν», κατά τούς Ἁ­γί­ους καί Θε­ο­φό­ρους Πα­τέ­ρες, εἶ­ναι ὁ τε­λι­κός ὑ­παρ­κτι­κός στό­χος τοῦ ἀν­θρω­πί­νου προ­σώ­που, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­θί­στα­ται ἐ­φι­κτός διά τῆς προ­σοι­κει­ώ­σεως τῆς ἁ­γι­ό­τη­τος, ὄ­χι βί­ᾳ καί ἀ­νάγ­κῃ ἀλ­λά αὐ­το­προ­αι­ρέ­τως καί ἐ­λευ­θέ­ρως.
Με­τά τήν πτώ­ση, «πα­ρα­κού­σας ὁ ἄν­θρω­πος τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ, τοῦ κτί­σαν­τος αὐ­τόν καί τῇ ἀ­πά­τῃ τοῦ ὄ­φε­ως ὑ­πα­χθείς, νε­κρω­θείς τοῖς οἰ­κεί­οις αὐ­τοῦ πα­ρα­πτώ­μα­σιν», ἀ­πώ­λε­σε τήν χά­ρη πού τόν δι­α­κρα­τοῦ­σε στήν προπτωτική κατάσταση μέ τήν δυ­να­τό­τη­τα τῆς ἀ­να­μαρ­τη­σί­ας (p­o­s­se n­on p­e­c­c­a­ri) καί τῆς ἀ­θα­να­σί­ας (p­o­s­se n­on m­o­ri).
Μέ τόν δικό του ξεχωριστό τρόπο περιγράφει τό δράμα τῆς πτώσεως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὁ Παλαμᾶς: «χάσαμε τό Θεῖο κάλλος, στερηθήκαμε τήν θεία μορφή, καταστρέψαμε τήν ὁμοιότητά μας πρός τό Θεῖο φῶς· φορέσαμε τήν ὁμίχλη ὡς ἰμάτιο, ἀλοίμονο, καί ὡς ἐπανωφόρι ντυθήκαμε τό σκοτάδι (Ε.Π.Ε. 1, 196)»
Δι­ε­τή­ρη­σε, ὅ­μως, τό «κατ᾿ εἰ­κό­να» ἀ­μαυ­ρω­μέ­νο καί τραυ­μα­τι­σμέ­νο, ἀλ­λά ὄ­χι νε­κρό καί ἀ­νε­πα­νόρ­θω­τα ἀ­χρει­ω­μέ­νο. «Εἰ­κών εἰ­μί τῆς ἀρ­ρή­του δό­ξης σου εἰ καί στίγ­μα­τα φέ­ρω πται­σμά­των».
Ἐ­πει­δή ὁ Δη­μι­ουρ­γός, «Θε­ός ἐ­λέ­ους, οἰ­κτιρ­μῶν καί φι­λαν­θρω­πί­ας ὑ­πάρ­χει», «οὐκ ἀ­πε­στρά­φη τό πλά­σμα Του εἰς τέ­λος, ὅ ἐ­ποί­η­σεν ὁ ἀγαθός, οὐ­δέ ἐ­πε­λά­θετο ἔρ­γου χει­ρῶν Του» ἀλλά ἀντίθετα πρός τό «ἀεί κινοῦν ἀκίνητον» τοῦ Ἀριστοτέλους, «ἐ­πί τῆς γῆς ὤ­φθη, μορ­φήν δού­λου λα­βών, σύμ­μορ­φος γε­νό­με­νος τῷ σώ­μα­τι τῆς τα­πει­νώ­σε­ως ἡ­μῶν, ἵνα ἡμᾶς συμ­μόρ­φους ποι­ή­σῃ τῆς εἰ­κό­νος τῆς δό­ξης Αὐ­τοῦ». Ἐκ τῆς ὑ­πο­στα­τι­κῆς ἑ­νώ­σε­ως τῆς θεί­ας καί ἀν­θρω­πί­νης φύ­σε­ως στό ἑ­νια­ῖο πρό­σω­πο τοῦ Λό­γου, ἡ «κατ᾿ εἰ­κό­να Θεοῦ πλα­σθεῖ­σα ἡ­μῖν ὡ­ραι­ό­της» ἐ­ξυ­ψώ­θη ὅ­σον πο­τέ ἄλ­λο­τε καί κα­τέ­στη «κοι­νω­νός θεί­ας φύ­σε­ως». Αὐ­τή ἡ ἀ­να­στή­λω­ση τοῦ πε­πτω­κό­τος ἀν­θρώ­που συ­νι­στᾶ τήν οὐ­σί­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Πί­στε­ως. «Ὅ­θεν, ὁ τοῦ Θε­οῦ Λό­γος, δι᾿ ἑ­αυ­τοῦ πα­ρε­γέ­νε­το, ἵν᾿ ὡς εἰ­κών ὤν τοῦ Πα­τρός τόν κατ᾿ εἰ­κό­να ἄν­θρω­πον ἀ­να­κτί­σαι δυ­νη­θῇ» (Μέ­γας Ἀ­θα­νά­σιος).Οἱ διαστάσεις τοῦ μυστηρίου τῆς ἐν Χριστῷ παλιγγενεσίας τοῦ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασθέντος ἀνθρώπου, ψηλαφίζουν τό δυσθεώρητο μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ κατά τόν Ἅγιον Ἰωάννην τόν Δαμασκηνό, γιά τήν ἀναγωγή τοῦ ἀνθρώπου εἰς τό ἀρχαῖο κάλλος ὁ τέλειος Θεός γίνεται τέλειος ἄνθρωπος καί πραγματώνει τό πιό καινούργιο ἀπό ὅλα τά καινούργια, τό μόνο καινούργιο ὑπό τόν ἥλιον, μέ τό ὁποῖο ἐμφανίζεται ἡ ἄπειρη δύναμη τοῦ Θεοῦ (Ἔκδοσις Ἀκριβής, Γ΄, 1)». Ἀ­πό αὐ­τό κα­θί­στα­ται σα­φές για­τί οἱ Πα­τέ­ρες, στίς εἰ­κο­νο­κλα­στι­κές πλά­νες, εἶ­δαν ἀ­κρι­βῶς μί­α ἀ­κύ­ρω­ση τοῦ Μυ­στη­ρί­ου τῆς Σω­τη­ρί­ας, κα­θώς ἡ μή δυ­να­τό­της ἐ­ξει­κο­νί­σε­ως τοῦ ἐ­ναν­θρω­πή­σαν­τος Υἱ­οῦ καί Λό­γου τοῦ Θε­οῦ κα­θι­στοῦ­σε τό Μυ­στή­ριο τῆς Πα­λι­γεν­νε­σί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που δο­κη­τι­κή φε­νά­κη.
Ἀντιθέτως πρός τή δοκητική θεώρηση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας στήν ὁποία ὁδη­γοῦν­ται ἀναποφεύκτως οἱ εἰκοκλάστες ὅλων τῶν ἐποχῶν, ὑπάρχει ὁ ἱστορικός ρεαλισμός τῶν γεγονότων, ὅπως ἐκφράζεται διά τῆς γραφίδος ἑνός κορυφαίου πρό­μα­χου καί ἐκκλησιαστικοῦ πατρός, τῆς πατροπαράδοτης εὐσέβειας, τοῦ Ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ πού μετ’ ἐμφάσεως τονίζει: «Δέν προσκυνῶ τήν κτίση στή θέση τοῦ Κτίστη, ἀλλά προσκυνῶ τόν Κτίστη πού κτίστηκε κατά τήν ἀν­θρώ­πινη φύση καί κατέβηκε στήν κτίση χωρίς νά μει­ω­θεῖ καί νά ἀλλοιωθεῖ γιά νά δοξάσει τή δική μου φύση καί νά μέ κάνει κοινωνό τῆς Θείας φύσης (...). Γι’ αὐτό μέ πεποίθηση εἰκονίζω τόν ἀόρατο Θεό, ὄχι ὡς ἀόρατο, ἀλλ’ ὡς ὁρατό καθώς ἔγινε γιά μᾶς προσλαμβάνοντας ἀν­θρώ­πινη φύση. {Οὐ τήν ἀόρατον εἰκονίζω θεότητα, ἀλλ’ εἰ­κο­νίζω Θεοῦ τήν ὁραθεῖσαν σάρκα} (Πρός τούς δι­α­βάλ­λον­τας τάς ἁγίας Εἰκόνας, Λόγος Γ΄, 6)».
Γιά αὐτό ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α εἶ­ναι μί­α πο­ρεί­α «ἐν και­νό­τη­τι ζω­ῆς». Ὁ πι­στός ἔ­χει τήν δυ­να­τό­τη­τα μιᾶς μο­να­δι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας τοῦ ζῶν­τος καί προ­σω­πι­κοῦ Θε­οῦ. Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, κα­τευ­θυ­νο­μέ­νη ὑ­πό τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, συ­νε­χί­ζει καί ἀ­να­νε­ώ­νει τό σω­τή­ριο καί ἀ­πο­λυ­τρω­τι­κό ἔρ­γο τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ, πού μᾶς βο­η­θεῖ νά φθά­σου­με στή μέ­θε­ξη τῆς μυ­στη­ρια­κῆς ζω­ῆς τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος πρέ­πει νά «μορ­φω­θῇ ἐν ἡ­μῖν». Μέ τή μέ­θε­ξη αὐ­τή ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται ἡ εἴ­σο­δος καί ἡ ὀρ­γα­νι­κή ἔν­τα­ξη στήν ἐ­σχα­το­λο­γι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τοῦ κό­σμου, ὁ ὁ­ποῖ­ος και­νο­ποι­εῖ­ται.
Σ᾿ αὐ­τή τήν «νέ­αν κτί­σιν» ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται τό «κατ᾿ εἰ­κό­να» μέ τήν ἐ­πι­τυ­χῆ πο­ρεί­α πρός τό «καθ᾿ ὁ­μοί­ω­σιν», ἐ­κλαμ­πρύ­νε­ται τό πρό­σω­πο, πού κλεί­νει μέ­σα του τήν ἔν­νοι­α τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας, ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται ἕ­να νέ­ο καλ­λι­τέ­χνη­μα θεί­ου κάλ­λους καί ὁ­λο­κλη­ρώ­νον­ται τά δη­μι­ουρ­γι­κά χα­ρί­σμα­τα. Ἡ ἀ­νά­στα­ση τοῦ πε­πτω­κό­τος ἀν­θρώ­που, ἡ ἀ­να­στή­λω­ση τῆς ἐν τῷ προ­σώ­πῳ τοῦ ἀν­θρώ­που εἰ­κό­νος τοῦ Θε­οῦ, εἶ­ναι ἡ ἐκ νέ­ου ἔν­τα­ξή του στή θεί­α ζω­ή. Σ᾿ αὐ­τή τήν κα­τά­στα­ση τῆς ἀ­θά­να­της ζω­ῆς προ­ο­δεύ­ει ἡ βού­λη­ση, θε­ώ­νε­ται τό πρό­σω­πο, ἀ­φοῦ ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται στό φῶς τοῦ θεί­ου κάλ­λους.
Ἡ Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α εἶ­ναι ἡ ἐ­νερ­γο­ποί­η­ση τοῦ νέ­ου αἰ­ῶ­νος μέ­σα στά το­πι­κά καί χρο­νι­κά πλαί­σια τοῦ πα­λαι­οῦ, ἡ δι­α­κή­ρυ­ξη τοῦ ἐρ­χο­μέ­νου αἰ­ῶ­νος μέ­σα στόν νῦν αἰ­ῶ­να. Μέ­σα στή Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α ὁ Ὀρ­θό­δο­ξος Πι­στός κα­ταλ­λάσ­σε­ται μέ τόν ἑ­αυ­τό του «ἐν εἰ­ρή­νῃ τοῦ Κυ­ρί­ου δε­η­θῶ­μεν», κα­ταλ­λάσ­σε­ται μέ τόν Θε­ό «ὑ­πέρ τῆς ἄ­νω­θεν εἰ­ρή­νης», καί κα­ταλ­λάσ­σε­ται μέ τούς ἀ­δελ­φούς του «ὑ­πέρ τῆς εἰ­ρή­νης τοῦ σύμ­παν­τος κό­σμου».
Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α ἔ­χει δι­ά­στα­ση εὐ­χα­ρι­στια­κή. Τό δεύ­τε­ρο συν­θε­τι­κό τῆς λέ­ξε­ως, ἡ λέ­ξη «δό­ξα» πέ­ρα τῆς ὑ­πο­κει­με­νι­κῆς ἀν­τι­λή­ψε­ως πε­ρί ἑ­νός δε­δο­μέ­νου ἀν­τι­κει­μέ­νου, ἔ­χει καί λα­τρευ­τι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα. Ἡ σλα­βι­κή με­τά­φρα­ση τῆς λέ­ξε­ως διά τοῦ ὅ­ρου "P­r­a­v­o­s­l­a­v­i­je" ση­μαί­νει κατ᾿ ἐ­ξο­χή τήν «ὀρ­θή δο­ξο­λο­γί­α». Με­τα­ξύ «ὀρ­θῆς γνώ­μης» καί «ὀρ­θῆς δο­ξο­λο­γί­ας» δέν μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­χει δι­α­φο­ρά, ὅ­ταν ὡς «γνώ­μη» νο­εῖ­ται ἡ ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ ἀπο­κε­κα­λυμ­μέ­νη γνώ­ση τοῦ Θε­οῦ, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­ως συ­ναρ­πα­γή, ἡ σώ­ζου­σα συ­ναρ­πα­γή ἀ­πό τό Ὑπερ­βα­τι­κό, ἡ αὐ­θεν­τι­κή ζω­ή τοῦ ἀν­θρώ­που, τό γε­γο­νός τῆς σω­τη­ρί­ας του.
Ἔ­τσι ὁ λει­τουρ­γι­κός χα­ρα­κτή­ρας τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας δέν εἶ­ναι ἕ­να ἁ­πλό «συμ­βε­βη­κός». Εἶ­ναι ἡ ἀ­να­γω­γή τοῦ ἀν­θρώ­που πρός τήν κα­τα­ξί­ω­σή του, στό χῶ­ρο τῆς προσ­εγ­γί­σε­ως τοῦ Θε­οῦ. Ἡ ὀρ­θό­δο­ξη λει­τουρ­γί­α εἶ­ναι δια­ρκής ὑ­πέρ­βα­ση τοῦ ἀν­θρω­πί­νου προ­σώ­που, ἀ­κα­τά­παυ­στη ἀ­να­στη­λω­τι­κή κί­νη­ση τῆς εἰ­κό­νος πρός τό ἀρ­χέ­τυ­πον, «ἄ­νω σχῶ­μεν τόν νοῦν καί τάς καρ­δί­ας» (Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος). Στό­χος αὐ­τῆς τῆς κι­νή­σε­ως ἡ πρό­σβα­ση στό ἐ­σχα­το­λο­γι­κό τέ­λος τῆς ἱ­στο­ρί­ας. Ἡ ὀρ­θό­δο­ξη ἄ­σκη­ση, πού καλ­λι­ερ­γεῖ­ται στό ὅ­λον τῆς λει­τουρ­γι­κῆς ζω­ῆς εἶ­ναι ἡ ὑ­πέρ­βα­σις κά­θε ἁ­μαρ­τω­λῆς ἐν­δο­κο­σμι­κῆς ἀ­νέ­σε­ως πού ἀλ­λο­τρι­ώ­νει τόν ἄν­θρω­πο ἀπό τήν οὐ­σί­α του. Ὁ ὀρ­θό­δο­ξος ἄν­θρω­πος ἐ­πι­τε­λεῖ τήν οὐ­σί­α του, τήν ὕ­παρ­ξή του, μέ τόν ἀ­γῶ­να του γιά τή σω­τη­ρί­α τοῦ κό­σμου.
Ὁ ἄν­θρω­πος μέ τό ὀρ­θό­δο­ξο ἦ­θος, ὁ ἅ­γιος, δέν συμ­πί­πτει μέ τόν θρη­σκει­ο­φαι­νο­με­νο­λο­γι­κό τύ­πο τοῦ – καί ἐ­κτός Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­κμά­ζον­τος – θρη­σκευ­όν­τος ἀν­θρώ­που (h­o­mo r­e­l­i­g­i­o­us). Ἡ ὀρ­θο­δο­ξί­α εἶ­ναι ἡ κοι­νω­νί­α τοῦ Θε­οῦ, ἡ αὐ­θεν­τι­κό­της, ἡ ἁ­γι­ό­της, ἡ κα­θο­λι­κό­της τοῦ ἀν­θρώ­που.
Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α λοι­πόν δέν εἶ­ναι ἁ­πλῶς ἕ­να πα­ρά­θυ­ρο, μέ τό ὁ­ποῖ­ο ἡ γῆ κα­το­πτεύ­ει ἕ­να τμῆ­μα τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ, ἀλ­λά εἶ­ναι ἡ μυ­στι­κή κλί­μαξ τῶν ἀγ­γέ­λων, πού κα­τα­βαί­νουν ἐκ τοῦ «ἀ­νε­ῳ­γό­τος» οὐ­ρα­νοῦ καί ἀ­να­βαί­νουν σ᾿ αὐ­τόν. Εἶ­ναι, κα­τά τό Μέ­γα Φώ­τιο, τό θαυ­μά­σιο ἐ­κεῖ­νο πορ­θμεῖ­ο πού συ­νε­νώ­νει τά οὐ­ρά­νια μέ τά ἐ­πί­γεια ἀ­κρο­γιά­λια. Τό πορ­θμεῖ­ο αὐ­τό ἔρ­χε­ται ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό καί «δι­α­πορ­θμεύ­ει ἡ­μῖν τήν ἐ­κεῖ­θεν ἀ­γα­θο­ει­δῆ καί θεί­αν εὐ­μέ­νειαν», γιά νά ἀ­κο­λου­θεῖ στή συ­νέ­χεια πα­λιν­δρο­μι­κή, μυ­στα­γω­γι­κή καί ἀ­να­γω­γι­κή πο­ρεί­α, ἀ­νά­γον­τας, ἀ­νυ­ψώ­νον­τας καί ἀναστηλώνοντας τήν πε­πτω­κυῖ­α εἰ­κό­να τῆς ἀρ­ρή­του δό­ξης ἐκ τῆς γῆς στόν οὐ­ρα­νό.
Ἡ ἀ­νύ­ψω­ση αὐ­τή συν­τε­λεῖ στό νά γευ­ό­με­θα τίς δω­ρε­ές τῆς ἀ­κτί­στου καί θε­ο­ποι­οῦ χά­ρι­τος, νά με­τέ­χου­με τῶν ἀ­κτί­στων καί με­θε­κτῶν θεί­ων ἐ­νερ­γει­ῶν καί νά κα­το­πτεύ­ου­με τό θα­βώ­ρει­ο φῶς «τό μό­νον τῆς κε­κα­θαρ­μέ­νης καρ­δί­ας ἐ­πί­χα­ρι καί πα­νί­ε­ρον θέ­α­μα». Σ’ αὐ­τή τή συ­νε­χῆ δι­α­λε­κτι­κή σχέ­ση οὐ­ρα­νοῦ καί γῆς, σ’ αὐ­τή τήν ἀ­δι­ά­κο­πη πα­λίν­δρο­μη κί­νη­ση, ἐκ τῶν ἄ­νω πρός τά κά­τω καί τήν ἀναστηλωτική ἐκ τῶν κά­τω πρός τά ἄ­νω, βρί­σκε­ται ἡ πεμ­πτου­σί­α τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας.
imchiou.g
r