Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

«Βόμβες» ΓΑΠ κατά κυβέρνησης για ψήφο μεταναστών και ημερομηνίες εκλογών ΟΤΑ


Για αποδόμηση του μεταρρυθμιστικού έργου της κυβέρνησής του «που προωθήθηκε μέσα σε ένα δύσκολο περιβάλλον μετά το 2009″, κατηγορεί την κυβέρνηση ο πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου με αφορμή την τροπολογία του υπουργείου Εσωτερικών για την ημερομηνία διεξαγωγής των αυτδιοικητικών εκλογώνκαι την αποστέρηση του δικαιώματος εκλέγειν και εκλέγεσθαι για τους νομίμως διαμένοντες στην Ελλάδα μετανάστες.
«Αποδομούν το μεταρρυθμιστικό έργο που προωθήθηκε μέσα σε ένα δύσκολο περιβάλλον μετά το 2009. Παράλληλα, υπονομεύουν την εθνική προσπάθεια για την αντιμετώπιση της κρίσης. Συμβάλλουν στην διαίρεση της Ελληνικής κοινωνίας σε ζητήματα που αποπροσανατολίζουν από τα πραγματικά αίτια της κρίσης. Απειλούν να θέσουν σε αμφισβήτηση τα αποτελέσματα των θυσιών που καταβάλουν οι Έλληνες για να σταθεί η χώρα στα πόδια της», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Παπανδρέου.

Η δήλωση του Γιώργου Παπανδρέου
«Σε μια περίοδο που απαιτείται διαρκής και έντονη μεταρρυθμιστική δράση, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα πραγματικά προβλήματα που ταλανίζουν τη χώρα και να διαμορφωθούν οι όροι και οι προϋποθέσεις για περισσότερη Δημοκρατία, ισονομία, ευνομία, αλλά και οι συνθήκες για μια βιώσιμη ανάπτυξη, το μεταρρυθμιστικό πνεύμα δέχεται το ένα πλήγμα μετά το άλλο, ενώ η στροφή σε αντιλήψεις, νοοτροπίες και συμπεριφορές που μας κρατούν δέσμιους σε ό,τι μας οδήγησε στην κρίση, αποτελούν σύνηθες πλέον φαινόμενο.
Στην αρχή ήταν το πλήγμα που δέχτηκε ο Νόμος που είχε ψηφιστεί με συντριπτική πλειοψηφία από τη Βουλή, για τα Πανεπιστήμια, ακολούθησε η κατάργηση στην πράξη της επιλογής στελεχών μέσω της ηλεκτρονικής – ανοιχτής διακυβέρνησης (open.gov), αργότερα ήρθε η προσπάθεια αποδόμησης της Διαύγειας, προχθές η απαράδεκτη συζήτηση περί των θρησκευτικών αντιλήψεων ενός πολιτικού αρχηγού, χθες το δραματικό γεγονός του Φαρμακονησίου και τώρα, η αποδόμηση του Καλλικράτη, με την κατάθεση μιας τροπολογίας για την ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών – αυτοδιοικητικών και Ευρωεκλογών – και την αποστέρηση του δικαιώματος εκλέγειν και εκλέγεσθαι για τους νομίμως διαμένοντες στην Ελλάδα μετανάστες.
Πρόκειται για ορισμένα, ενδεικτικά και μόνον παραδείγματα, που σηματοδοτούν αρνητικά δυστυχώς, την επιμονή σε ό,τι δεν έχει ανάγκη η χώρα.
Αποδομούν το μεταρρυθμιστικό έργο που προωθήθηκε μέσα σε ένα δύσκολο περιβάλλον μετά το 2009.
Παράλληλα, υπονομεύουν την εθνική προσπάθεια για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Συμβάλλουν στην διαίρεση της Ελληνικής κοινωνίας σε ζητήματα που αποπροσανατολίζουν από τα πραγματικά αίτια της κρίσης.
Απειλούν να θέσουν σε αμφισβήτηση τα αποτελέσματα των θυσιών που καταβάλουν οι Έλληνες για να σταθεί η χώρα στα πόδια της.
Τα σημαντικά οικονομικά αποτελέσματα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν κρίσιμο και καθοριστικό παράγοντα διαπραγμάτευσης με τους εταίρους μας υπονομεύονται, τη στιγμή μάλιστα, που οι εταίροι μας με όλο και μεγαλύτερη ένταση σημειώνουν την ανάγκη ανάληψης μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών.
Η αλήθεια είναι ότι, δεν χρειάζεται να υποδείξει κανείς το αυτονόητο, όπως επίσης αλήθεια είναι ότι, όσοι εκ των εταίρων μας σήμερα κόπτονται για την ανάγκη μεταρρυθμίσεων, χθες κινούνταν στη γραμμή «εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν».
Αλλά και οι δύο αυτές αλήθειες, δεν αναιρούν, αντιθέτως υποδεικνύουν την αναγκαιότητα να αλλάξει η χώρα για να σωθεί οριστικά και παράλληλα για να αποκτήσει έναν βιώσιμο βηματισμό, που θα μπορεί να αντιμετωπίσει νέους κινδύνους σε ένα περιβάλλον σύνθετο και αχαρτογράφητο.
Αργά ή γρήγορα – ελπίζω, η ανάγκη δανειοδότησης από τους εταίρους μας, και άρα η ανάγκη μνημονίου, θα πάψει να υπάρχει. Γι” αυτό, η αντίληψη υπέρ ή κατά του μνημονίου, δεν απαντά στο βασικό ερώτημα: Και μετά το μνημόνιο τι;
Σήμερα θα έπρεπε να θέτουμε τα θεμέλια μια διαφορετικής Ελλάδας, αυτής που εγγυάται διαφάνεια, δημοκρατία, σωστή αξιοποίηση του πλούτου της χώρας μας για δουλειές στον ιδιωτικό τομέα, στρατηγική ενίσχυσης των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων, ένα κράτος δικαίου και προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Όσον αφορά την τελευταία πράξη οπισθοχώρησης, αυτή του Καλλικράτη, οφείλουν να γνωρίζουν όσοι έλαβαν τη σχετική απόφαση, ότι δεν αποτελεί δικαιολογία η απόφαση του ΣΤΕ.
Η σημερινή κυβέρνηση με την απόφασή της θέλει να στερήσει το δικαίωμα φωνής σε ανθρώπους καθόλα νόμιμα διαβιούντες στην Ελλάδα, που δουλεύουν στις οικοδομές, στα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία μας, στα σπίτια μας φροντίζοντας ασθενείς, παιδιά και υπερήλικες, που έχουν ανοίξει μικρές επιχειρήσεις βοηθώντας στην ανάπτυξη του τόπου.
Τι φοβάται αυτή η κυβέρνηση; Τη φωνή των ασθενέστερων στην κοινωνία μας; Αν αυτοί δεν έχουν φωνή, θα υπονομευτεί και η φωνή γενικότερα όσων εργάζονται σε δύσκολες συνθήκες, δηλαδή και Ελλήνων πολιτών.
Ή μήπως θεωρεί η κυβέρνηση ότι στερώντας την φωνή στους εργαζόμενους αυτούς θα συμβάλλει στην ομαλή ενσωμάτωση των μεταναστών στην Ελληνική κοινωνία;»