Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 2014


Πρός
τόν Ἱερόν Κλρον
καί τόν εὐσεβ λαόν
τῆς καθ’ μς ερς Μητροπόλεως
«Χρίων ὡς Θεός ἑαυτόν ὡς ἄνθρωπον»
(Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός)
                        Ἀ­γα­πη­τὰ ἐν Χρι­στῷ παι­διὰ μου! 
            Ἀ­πὸ τοὺς ἀρ­χαί­ους χρό­νους ὁ κό­σμος ἔ­θε­τε στὸ κέν­τρο τοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τός του τὸν ἄν­θρω­πο. Τὸν ἡ­ρω­ϊ­σμὸ του ὕ­μνη­σε ἡ ἐ­πι­κὴ ποί­η­ση, τὴν σο­φί­α του με­λέ­τη­σε ὁ φι­λο­σο­φι­κὸς στο­χα­σμός, τὰ γε­γο­νό­τα τῆς ζω­ῆς του πε­ρι­έ­γρα­ψε ἡ ἱ­στο­ρι­κὴ ἀ­φή­γη­ση, τὸ κάλ­λος του ἐ­ξέ­φρα­σε ἡ αἰ­σθη­τι­κὴ τέ­χνη. Ἔ­τσι δι­α­μορ­φώ­θη­κε ἕ­νας ὑ­ψη­λὸς ἀν­θρω­πι­σμὸς, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὅ­μως δὲν ἐ­πέ­τυ­χε νὰ γε­φυ­ρώ­σει τὴν χα­ο­τι­κὴ ἀ­πό­στα­ση με­τα­ξύ τοῦ Θε­οῦ καὶ τοῦ ἀν­θρώ­που. 
            Τὸ δι­ά­στη­μα αὐ­τὸ γιὰ πρώ­τη καὶ μο­να­δι­κὴ φο­ρὰ στὴν ἱ­στο­ρί­α ἐ­κά­λυ­ψε, ἐ­γε­φύ­ρω­σε ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός, μὲ τὸ δι­κό του θέ­λη­μα, μὲ τὴν δι­κή του πρω­το­βου­λί­α, μὲ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πι­ση τοῦ Υἱ­οῦ καὶ Λό­γου Θε­οῦ. 
            Τὴν ἡ­μέ­ρα τῶν Χρι­στου­γέν­νων γεν­νι­έ­ται ὁ Θε­άν­θρω­πος καὶ μα­ζὶ ἀ­να­τέλ­λει ὁ νέ­ος ἀν­θρω­πι­σμός, ὁ θε­αν­θρω­πι­σμός. Τὸ κή­ρυγ­μα τῶν προ­φη­τῶν, ὁ στο­χα­σμὸς τῶν φι­λο­σό­φων, ἡ προσ­δο­κί­α τῶν ἁ­πλῶν ἀν­θρώ­πων, μέ­σῳ τῶν αἰ­ώ­νων, γί­νε­ται πραγ­μα­τι­κό­της. «Ὁ Λό­γος σὰρξ ἐ­γέ­νε­το καὶ ἐ­σκή­νω­σεν ἐν ἡ­μῖν». Ὁ Θε­ὸς σκη­νώ­νει ἀ­νά­με­σα στοὺς ἀν­θρώ­πους. Σκη­νὴ τοῦ Θε­οῦ γί­νε­ται ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, σκη­νὴ τοῦ Κτί­στη τὸ κτί­σμα Του, σκη­νὴ τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ τὸ δη­μι­ούρ­γη­μά Του. Τὰ ἔρ­γα τῶν χει­ρῶν Του δὲν τὰ πα­ρεῖ­δε. 
            Γιὰ πρώ­τη φό­ρα στὴν ἱ­στο­ρί­α αἴ­ρε­ται ἡ ἀ­πό­λυ­τη μο­να­ξιὰ τοῦ ἀν­θρώ­που, μο­να­ξιὰ, ποὺ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν ἀ­που­σί­α τοῦ Θε­οῦ. Κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τοῦ νέ­ου ἀν­θρώ­που εἶ­ναι ὅ­τι ἀ­πο­κα­θι­στᾶ τὸν ἄν­θρω­πο στὴν υἱ­ι­κή του σχέ­ση μὲ τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα, ὥ­στε νὰ λει­τουρ­γεῖ κα­τὰ τὴν ἀ­λη­θι­νή του φύ­ση ὡς εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ. Εἰ­κό­να ποὺ, ὅ­ταν αὐ­το­νο­μεῖ­ται, χω­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὸ θεῖ­ο Ἀρ­χέ­τυ­πό Της, ἀ­μαυ­ρώ­νε­ται. 
            Ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ἡ ἀ­λη­θι­νὴ εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ Πα­τρὸς, ἐ­πι­στρέ­φει τὸν ἄν­θρω­πο στὴν «κα­τ'­εἰ­κό­να Θε­οῦ» φύ­ση του. Τώ­ρα στὸν νέ­ο ἐν Χρι­στῷ ἄν­θρω­πο ἀ­πο­κα­θί­στα­ται τὸ ἀρ­χαῖ­ο κάλ­λος τῆς εἰ­κό­νος τοῦ Θε­οῦ. Ὁ ἄν­θρω­πος εὑ­ρί­σκει τὸ νό­η­μα τῆς ζω­ῆς του, τὴν δι­καί­ω­σή του, τὴν λύ­τρω­σή του, τὴν θε­ρα­πεί­α του, τό τέ­λος του, στὴν κοι­νω­νί­α του μὲ τὸν Θε­ὸ καὶ στὴν ἀ­να­φο­ρά Του στὸν Δη­μι­ουρ­γὸ καὶ Πα­τέ­ρα Του.
            Ὁ ἐ­ναν­θρω­πή­σας Θε­ὸς δέν ἀ­πέρ­ρι­ψε τὸν ἄν­θρω­πο. Τὸν ἐ­πῆ­ρε πά­νω Του, τὸν προ­σέ­λα­βε γιὰ νὰ τὸν θε­ρα­πεύ­σει, νὰ τὸν ἀ­να­στή­σει, νὰ τὸν κά­νει ὄ­χι μό­νο ἠ­θι­κώ­τε­ρο ἢ κα­λύ­τε­ρο, ἀλ­λὰ θε­ὸ κα­τὰ Χά­ριν. 
            Καί ὁ Ὀρ­θό­δο­ξος θε­αν­θρω­πι­σμὸς δὲν ἀ­πέρ­ρι­ψε ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ τὸν ἀρ­χαι­ο­ελληνικό ἀν­θρω­πι­σμό. Τὸν προ­σέ­λα­βε, τὸν κα­θά­ρι­σε ἀ­πὸ τὸν πα­γα­νι­σμὸ καὶ τὸν με­τα­μόρ­φω­σε.
            Σή­με­ρα μπο­ροῦ­με νὰ μι­λᾶ­με γιὰ ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξο θε­αν­θρω­πι­σμὸ, ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν δι­κή μας πα­ρά­δο­ση καὶ κλη­ρο­νο­μιά: Ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει ὑ­πέρ­τα­τη ἀ­ξί­α ἐ­πει­δὴ εἶ­ναι εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ. Ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που δὲν εὑ­ρί­σκε­ται στὸν ἐ­γω­ι­σμό, ἀλ­λὰ στὴν ἀ­γά­πη. Στὴν κοι­νω­νί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται ἡ ἀ­λη­θι­νὴ κοι­νω­νί­α τῶν προ­σώ­πων, κοι­νω­νί­α θε­αν­θρώ­πι­νη. Ἡ προ­σω­πι­κὴ συ­νεί­δη­ση ἔ­χει προ­τε­ραι­ό­τη­τα ἔ­ναν­τι κά­θε κρα­τι­κῆς ἢ κομ­μα­τι­κῆς ἢ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κῆς ἰ­δε­ο­λο­γί­ας καὶ βί­ας. 
            Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α μας εἶ­ναι τὸ θη­σαυ­ρο­φυ­λά­κιο καὶ τὸ ἐρ­γα­στή­ριο ποὺ δι­α­σῴ­ζει καὶ ἀ­να­πλάσ­σει τὸν μο­να­δι­κὸ αὐ­τὸν θε­αν­θρω­πι­σμό. Καρ­πὸς τοῦ θε­αν­θρω­πι­σμοῦ εἶ­ναι οἱ Ἅ­γιοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ὁ ὀρ­θό­δο­ξος βυ­ζαν­τι­νὸς πο­λι­τι­σμός, τὸ με­γα­λει­ῶ­δες ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κὸ καὶ ἐκ­πο­λι­τι­στι­κὸ ἔρ­γο τῆς βυ­ζαν­τι­νῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ Πο­λι­τεί­ας στοὺς Σλά­βους καὶ σὲ ἄλ­λους λα­ούς, ἡ ἀ­νε­πα­νά­λη­πτη ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ βυ­ζαν­τι­νὴ Τέ­χνη, τὸ τε­ρά­στιο κοι­νω­νι­κὸ καὶ φι­λαν­θρω­πι­κὸ ἔρ­γο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ ἐ­ξαν­θρω­πι­σμός τοῦ δι­καί­ου, ὁ Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξος κοι­νο­τι­σμός τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας, ἡ συμ­βο­λὴ στὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς ἀ­λη­θι­νῆς παι­δεί­ας, ὁ ἀ­θω­νι­κός μο­να­χι­σμός, ἡ ἐ­θνε­γερ­σί­α τοῦ 1821. Αὐ­τὸν τὸν θε­αν­θρω­πι­σμὸ ἀμ­φι­σβη­τεῖ σή­με­ρα καὶ προ­σπα­θεῖ νὰ πε­ρι­ο­ρί­σει καὶ νά ἐ­ξο­βε­λί­σει ἀ­πὸ τὸν τό­πο μας ἕ­νας ἄλ­λος «ἀν­θρω­πι­σμὸς» χω­ρὶς Θε­ό, πού, πα­ρὰ τὰ δι­ά­φο­ρα προ­σω­πεῖ­α του, ἔ­χει κοι­νὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ τὴν ἀ­θε­ΐ­α καὶ τὸν ὑ­λι­σμό. 
            Ὁ ἀ­θε­ϊ­στι­κος καὶ ὑ­λι­στι­κὸς αὐ­τὸς «ἀν­θρω­πι­σμός», ποὺ ἄλ­λο­τε ἀ­νέ­χε­ται τὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ ἄλ­λο­τε γί­νε­ται ἔν­το­να ἀν­τι­εκ­κλη­σι­α­στι­κὸς ἐμ­φα­νί­ζε­ται σὰν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση καὶ χει­ρα­φέ­τη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που. 
            Ὡς ἐ­ὰν οἱ χι­λιά­δες τῶν μέ­χρι σή­με­ρα πι­στῶν καὶ Ἁ­γί­ων καὶ ἡ­ρῴ­ων μας νὰ μὴ ἦ­σαν ἐ­λεύ­θε­ροι καὶ ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι. Εἶ­ναι δυ­να­τὸν ὁ ἄν­θρω­πος νὰ εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νὰ ἐ­λεύ­θε­ρος, ὅ­ταν δὲν ἐ­λευ­θε­ρω­θεῖ ἀ­πὸ τὸν ἐ­γω­ι­σμό του καὶ τὰ πά­θη του καὶ ὅ­ταν ἡ δι­κή του κτι­στὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α δὲν πη­γά­ζει ἀ­πὸ τὴν ἄ­κτι­στη ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ του; Ἐν ὀ­νό­μα­τι αὐ­τῆς τῆς «ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σε­ως» νο­μι­μο­ποι­εῖ­ται τὸ ἔγ­κλη­μα τῶν ἐ­κτρώ­σε­ων μὲ συ­νέ­πεια τὴν αὔ­ξη­σή των, προ­πα­γαν­δί­ζε­ται ὁ χω­ρὶς ἠ­θι­κὴ ἔ­ρω­τας, ἀ­κό­μα καὶ ἡ δι­α­στρο­φή του, κα­ταρ­γεῖ­ται ἡ ἱ­ε­ρό­της τοῦ γά­μου καὶ τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας, προ­βάλ­λε­ται ἡ μοι­χεί­α ὡς λε­βεν­τιά. 
            Ὁ ἄ­θε­ος «ἀν­θρω­πι­σμὸς», ποὺ ἐ­ναν­τι­ώ­νε­ται στὸν θε­αν­θρω­πι­σμὸ τῆς πα­ρα­δό­σε­ώς μας, πε­ρι­ο­ρί­ζει τὸν ἄν­θρω­πο στὴν ζῳ­ώ­δη καὶ ἐ­πί­γεια ζω­ή του. Τὸν βλέ­πει σὰν ἐ­ξε­λιγ­μέ­νο ζῷ­ο καὶ σὰν οἰ­κο­νο­μι­κὴ καὶ κα­τα­να­λω­τι­κὴ μη­χα­νή, πα­ρα­γνω­ρί­ζον­τας τὴν θει­κὴ κα­τα­γω­γή του καὶ τὴν βα­θύ­τα­τη λα­χτά­ρα του γιὰ κα­τα­ξί­ω­ση, ἐ­πέ­κει­να τῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς του στὸν Θε­ὸ καὶ τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Σ' αὐ­τὸ ὀ­φεί­λε­ται ἡ βα­θειὰ κρί­ση τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς κοι­νω­νί­ας μας. 
                        Ἀ­γα­πη­τὰ ἐν Χρι­στῷ παι­διά μου. 
            Ἡ Παρ­θέ­νος Μα­ρί­α δὲν εὕ­ρι­σκε «τό­πον ἐν τῷ κα­τα­λύ­μα­τι» νὰ γεν­νή­σει τὸν Ἰ­η­σοῦ. Ἡ σύγ­χρο­νη ἀ­πο­στα­σί­α προ­σπα­θεῖ καὶ στὸν τό­πο μας, στὴν Ἑλ­λά­δα, νὰ ἀ­φαι­ρέ­σει κά­θε κα­τά­λυ­μα γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ καὶ κυ­ρί­ως ἀ­πὸ τὶς καρ­δι­ὲς τῶν νέ­ων, σκό­πι­μα ἀ­πο­προ­σα­να­το­λί­ζον­τάς τους. 
            Τὸ ἐ­ρώ­τη­μα γιὰ κά­θε Ἕλ­λη­να εἶ­ναι καί­ριο καὶ ἄ­με­σο: θὰ ὑ­πο­κύ­ψου­με στὸν ἄ­θε­ο ἀν­θρω­πι­σμὸ ἢ θὰ μεί­νου­με πι­στοὶ στὸν ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξο θε­αν­θρω­πι­σμό μας; Θὰ ἑ­ορ­τά­σου­με Χρι­στού­γεν­να μὲ τὸν Χρι­στὸ ἢ Χρι­στού­γεν­να χω­ρὶς τὸν Χρι­στό; 
            Ὁ­λο­θερ­μὲς εἶ­ναι οἱ προ­σευ­χές μας ὁ νη­πιά­σας Θε­ός, ὁ Κύ­ριος ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, νὰ ἔ­χει μό­νι­μο κα­τά­λυ­μα στὶς καρ­δι­ὲς ὅ­λων μας. 


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2014              
Μέ πατρικές εχές
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

+ Ο ΧΙΟΥ, ΨΑΡΩΝ  ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ  ΜΑΡΚΟΣ