του Γιώργη Αμπαζή
Τελευταία όλο
και περισσότερο τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ απαντούν: «Ετσι είναι η διαπραγμάτευση».
Το ίδιο γίνεται και από κάποια αστικά ΜΜΕ όταν καλούνται να σχολιάσουν τις
αντιδράσεις της Γερμανίας, της ΕΚΤ και άλλων θεσμών της ΕΕ σχετικά με τα
«αιτήματα» της ελληνικής κυβέρνησης.
Είναι πράγματι
σωστό. «Έτσι είναι η διαπραγμάτευση», ή καλύτερα, έτσι είναι τα παζάρια που γίνονται για λογαριασμό του κεφαλαίου,
έτσι είναι οι αντιπαραθέσεις μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων, μονοπωλιακών
ομίλων. Έτσι είναι με μια
διαπραγμάτευση που διεξάγεται εντός της ΕΕ, των θεσμών της, των κανόνων της,
των συμφωνιών, των Συνθηκών της, εντός του πλαισίου που ορίζει η συμμετοχή σε
μια ιμπεριαλιστική συμμαχία.
Μια τέτοια διαπραγμάτευση,
εκτός του ότι δεν γίνεται με κριτήριο τα εργατικά - λαϊκά συμφέροντα, αλλά τις
απαιτήσεις του ελληνικού κεφαλαίου για ενίσχυση της ρευστότητας, ώστε να
στηριχθούν τα επενδυτικά του σχέδια, είναι
μια διαπραγμάτευση η οποία δεν μπορεί να είναι ισότιμη. Πολύ απλά γιατί
δεν υπάρχει ισοτιμία μέσα σε ιμπεριαλιστικές συμμαχίες. Κάθε κράτος
συμμετέχει σε αυτές ανάλογα με την οικονομική, πολιτική δύναμη που έχει σε ένα
καθεστώς όπου κυριαρχεί η ανισομετρία, δηλαδή η δύναμη κάθε κράτους εξελίσσεται
με διαφορετικούς ρυθμούς και προοπτικές. ΕΕ της ισότιμης συμμετοχής στο πλαίσιο
του καπιταλισμού δεν μπορεί να υπάρξει.
Τον
αποφασιστικό ρόλο στην ΕΕ τον παίζουν οι ηγετικές δυνάμεις της, η Γερμανία, η
Γαλλία, και ακολουθούν η Ιταλία, η Ισπανία κ.ά. Ενώ ιδιαίτερο ρόλο παίζουν η
Βρετανία, που είναι μεν μέλος της ΕΕ όχι όμως και της Ευρωζώνης, και οι ΗΠΑ,
που διατηρούν ειδικά συμφέροντα στην περιοχή της Ευρώπης και παρεμβαίνουν άμεσα
ή έμμεσα στις εξελίξεις, κυρίως σε ανταγωνισμό προς τη Γερμανία. Γι' αυτό άλλωστε
η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ επιδιώκει τη στήριξη για λογαριασμό του ελληνικού
κεφαλαίου από τα κράτη αυτά που πιέζουν για αλλαγή μείγματος διαχείρισης σε
επίπεδο Ευρωζώνης, απαιτώντας μια λιγότερο περιοριστική πολιτική, μια χαλάρωση
της δημοσιονομικής σταθερότητας, αλλαγή για την οποία εκφράζουν αντιρρήσεις η
Γερμανία και οι σύμμαχοί της.
Βεβαίως, αυτή η
στήριξη δεν γίνεται για λογαριασμό του ελληνικού κεφαλαίου αλλά για λογαριασμό
των δικών τους συμφερόντων, δηλαδή στο βαθμό που οι θέσεις και οι κινήσεις της
ελληνικής κυβέρνησης εντάσσονται στους δικούς τους σχεδιασμούς. Εκεί μπαίνουν
τα όρια στην όποια στήριξη. Γι' αυτό άλλωστε ακούσαμε τις νουθεσίες των
συμμάχων της ελληνικής κυβέρνησης (από την Ιταλία και τη Γαλλία μέχρι τον Λευκό
Οίκο) ότι παρά τη στήριξή τους στην ανάγκη αλλαγής μείγματος θα πρέπει αυτό να
γίνει σε ένα πλαίσιο σεβασμού των κανόνων της ΕΕ και των ήδη συμφωνηθέντων. Για την ελληνική αστική τάξη η συμμετοχή
στην ΕΕ είναι στρατηγική επιλογή. Μια άλλη επιλογή δεν φαίνεται ορατή στις
σημερινές συνθήκες. Η συμμετοχή στην ΕΕ εξυπηρετεί τα μεσοπρόθεσμα και
μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου και δεν πρόκειται να την θέσει
σε κίνδυνο. Γι' αυτό άλλωστε όλα τα κόμματα αστικής διαχείρισης διαβεβαιώνουν
την προσήλωσή τους στην ΕΕ και το ευρώ. Η ελληνική κυβέρνηση πήγε στην ΕΕ όχι
για λογαριασμό των εργατικών - λαϊκών συμφερόντων, καλλιεργώντας όμως
προσδοκίες στο λαό ότι θα βγει ωφελημένος από αυτή τη διαδικασία. Όμως, ακόμα
και για τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου θα πρέπει να συμβιβαστεί, να
κάνει υποχωρήσεις. Ήδη τα προπαγανδιστικά επιτελεία της κυβέρνησης και του
ΣΥΡΙΖΑ προετοιμάζουν το έδαφος για έναν «έντιμο συμβιβασμό που βεβαίως θα
απέχει από τον αρχικό στόχο». Το κύριο για τους εργαζόμενους είναι ότι δεν
πρέπει να γίνουν «ντεκόρ» της διαπραγμάτευσης, των συμβιβασμών, των υποχωρήσεων
που πραγματοποιούνται για λογαριασμό του κεφαλαίου. Δεν μπορεί να πουν ό,τι
έγινε έγινε, ό,τι χάθηκε χάθηκε. Πρέπει να διεκδικήσουν όλα όσα έχασαν την
περίοδο της κρίσης. Να παλέψουν σε κατεύθυνση σύγκρουσης με τη στρατηγική της
ΕΕ και του κεφαλαίου, να παλέψουν με κριτήριο τις σύγχρονες εργατικές - λαϊκές
ανάγκες.
Γιώργης Αμπαζής
Μέλος της ΤΕ Χίου του ΚΚΕ