Η εκλογή του Βαγγέλη Μεϊμαράκη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας δείχνει να έχει ήδη προσφέρει “ανάσα αξιοπρέπειας” στο εσωτερικό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, αλλά συνολικά της Κεντροδεξιάς, μετά την περίοδο συρρίκνωσης των εκλογικών ποσοστών της και διαρρήξης των ψυχικών δεσμών της παράταξης που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με την ελληνική κοινωνία.
Τόσο με την παρουσία του στη Βουλή αλλά και όσα είπε στην ΕΡΤ, όσο και με την εμβληματική ομιλία του στη συνεδρίαση της Πολιτικής Επιτροπής, ο νέος Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας έκανε το πρώτο και εξαιρετικά σημαντικό βήμα για να μπορέσει η γαλάζια παράταξη να ακουστεί και πάλι από την ελληνική κοινωνία.
Ώστε στη συνέχεια, να διεκδικήσει με αυτοπεποίθηση αλλά και αξιοπρέπεια, να πείσει για τις θέσεις της, να κερδίσει εκείνους που την εγκατέλειψαν μετά το 2009, και να προσφέρει μια αξιόπιστη εναλλακτική λύση εξουσίας, με θετικούς όρους και όχι ως… ραντεβού με τα βράχια και την εθνική καταστροφή.
Αυτό το κρίσιμο βήμα που έκανε ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης ήταν να επαναπροσδιορίσει τη στρατηγική του μεσαίου χώρου ως “βέλος” στη φαρέτρα της Κεντροδεξιάς, θυμίζοντας ότι η παράταξη που ίδρυσε ο Εθνάρχης δεν κινήθηκε ποτέ στα άκρα. Δεν παραδόθηκε στις ακρότητες. Δεν θύμιζε “εθνική γεροντοκόρη”, αλλά λειτουργούσε με αίσθημα εθνικής ευθύνης, συμβιωτικά με τα υπόλοιπα κόμματα, και όχι επιλέγοντας την πολιτική απομόνωση και το… βουνό.
Με τη στρατηγική του μεσαίου χώρου που ενσάρκωσε ο Κώστας Καραμανλής, από το 2000 και για σχεδόν μια ολόκληρη δεκαετία, η Νέα Δημοκρατία κυριάρχησε πολιτικά στην Ελλάδα. Εξασφαλίζοντας μια κοινωνική βάση που εκλογικά αποτυπώθηκε σε μεγέθη από 2.5 εκατομμύρια έως πάνω από 3 εκατομμύρια ψηφοφόρους που την εμπιστεύτηκαν σε αυτές τις 4 εκλογικές αναμετρήσεις.
Στη συνέχεια, ακολούθησε η συρρίκνωση. Η στρατηγική του μεσαίου χώρου εγκαταλείφθηκε, η Νέα Δημοκρατία έφτασε στις εκλογές του Μαϊου του 2012, στο ιστορικό σοκ του ντροπιαστικού εκλογικού αποτελέσματος των 1.19 εκατομμυρίων ψηφοφόρων, και στις δυο επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, του Ιουνίου του 2012 και του Ιανουαρίου του 2015, κινήθηκε στα εξίσου ιστορικά χαμηλά των 1.8 και 1.7 εκατομμυρίων αντίστοιχα.
Οι αριθμοί αυτοί μιλούν από μόνοι τους, για το που οδήγησε τη Νέα Δημοκρατία η διολίσθησή της από τον φυσικό χώρο της Κεντροδεξιάς, στην απομόνωση που εκ των πραγμάτων συνοδεύει το δεξιό άκρο της.
Ιστορικά άλλωστε, ποτέ στο παρελθόν, από το 1974 μέχρι το 2009, η Νέα Δημοκρατία δεν εγκατέλειψε τον κεντροδεξιό προσανατολισμό της. Επειδή όλοι οι αρχηγοί της γνώριζαν ότι μια μεγάλη παράταξη επιβιώνει μονάχα αν εκφράζει ένα σύνολο τάσεων, δεν υποκύπτει ωστόσο στη γοητεία των άκρων. Και πολύ περισσότερο, δεν παραδίδεται στην ακραία τάση της, επιτρέποντάς της να… φωνάζει, και να σκεπάζει έτσι τις μετριοπαθείς προτάσεις που έχει ανάγκη να ακούσει η ελληνική κοινωνία.
Υπάρχουν φυσικά, όπως συμβαίνει πάντοτε, και οι… αφελείς που θεωρούν ότι η Νέα Δημοκρατία δεν συρρικνώθηκε τα τελευταία χρόνια σε παράταξη… τσέπης, εξαιτίας του στρατηγικού αποπροσανατολισμού της. Όπως είπε και στο πρόσφατο διάγγελμά του για το δημοψήφισμα ο Κώστας Καραμανλής (μιλώντας τότε για τους εραστές του “όχι”), κάνουν λάθος. Σφάλουν.
Γιατί παραγνωρίζουν το γεγονός ότι ακριβώς λόγω αυτής της στροφής, από το 2009 και μετά η λεγόμενη σιωπηλή πλειοψηφία, που ιστορικά είχε πολιτικούς-εκλογικούς δεσμούς με την Κεντροδεξιά, έμεινε σπίτι της. Απείχε από τις εκλογές.
Με πρακτικό αποτέλεσμα, η εκλογική μάχη να κρίνεται στα άκρα. Έτσι κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ, ως ορίτζιναλ εκφραστής των άκρων, των ακροτήτων και του λαϊκισμού. Επειδή δεν είχε απέναντί του μια μετριοπαθή Κεντροδεξιά. Αλλά μια… παραπλανημένη.