Λένε, πως ο σουλτάνος Μαχμούτ, πρόσταξε να του φέρουν τη
χάρτα του ντοβλετιού του και να του δείξουν σ’ αυτή που
βρίσκονται τα Ψαρά, που και τις αρμάδες του περιφρόναγαν,
και τα ντελίνια του καίγανε και μπλόκο κράταγαν στους
καζάδες της Ανατολής και καταδρομές κάνανε και χάλαγαν
κάστρα και πολιτείες του.
Οι βεζυράδες του και τα ρετζάλια του, κουβάλησαν την χάρτα, την ξετύλιξαν και την άπλωσαν στα πόδια του θρόνου του.
Και του ‘δείξαν καταμεσής στην Άσπρη Θάλασσα μια κουκίδα.
Την κοίταξε, απόρησε, και τότες ο « Ζίλ Ουλλάχ» , δηλαδή «η σκιά του Αλλάχ πάνω στην γη» την έξυσε με το νύχι του χωρίς να πει τίποτα άλλο. Κατάλαβαν οι υποταχτικοί του… Τα Ψαρά, έπρεπε να λείψουν από το πρόσωπο της γης, γιατί αλλιώς κινδύνευαν τα ίδια τους τα κεφάλια…
Σαν γλυκοχάραξε η Κυριακή 22 του Ιούνη, πάνω στο Παλιόκαστρο ανέμιζαν δύο παντιέρες, η γαλανόλευκη με σταυρό στην μέση, όπως τη όρισε η συνέλευση της Επιδαύρου, κι η Ψαριανή, με κόκκινο σταυρό και κόκκινα γράμματα « ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ >>.
Από τα ντελίνια, τις φρεγάδες και τα τρανσπόρτα, ξεπλευρίζουν σαλούπες, σκαμπαβίες και λαντσιόνια γεμάτα από ασκέρια της Ανατολής. Ήτανε τα πιο φανατισμένα απ’ όλα, καθώς είχανε ορκιστεί να πάρουνε εκδίκηση για όσα τράβηξαν από τις επιδρομές των Ψαριανών. Η προσταγή του καπουδάν πασά στους μπέηδες και στους μπαμπασάδες ήταν τούτη:
-Να πατηθεί σήμερα η ντάπια, όσοι κι αν χαθούν.
Βιαζόταν να πάρει το Παλιόκαστρο, γιατί φοβόταν μη τυχόν φανούν τα Υδραίικα και τα Σπετσιώτικα καράβια και τον εμπόδιζαν ν’ αποτελειώσει την δουλειά.
Ξεμπάρκαραν οι Ανατολίτες. Όταν όμως είδανε πόσα τούρκικα
κουφάρια κείτονταν τέζα στην πλαγιά κι άκουσαν πόσο στήθος φανέρωσαν οι κλεισμένοι, κιότεψαν, κι αρνήθηκαν να κάνουνε γιουρούσι. Τότες ο Χοσρέφ βγάζει στην ξηρά τους γκαλιοντζήδες του. Πιάνουν τις πλάτες τ’ ασκεριού, με γυρισμένες τις μπούκες των ντουφεκιών τους πάνω του.
-Είτε κάνετε ρεσάλτο, τους μηνάνε, είτε σας ανοίγουμε φωτιά εμείς, και λιώνετε ως τον τελευταίο. Αυτά μας πρόσταξε ο Βεζίρης.
Πίσω ο χαμός απ’ οσμανλήδικο ντουφέκι, μπροστά η μάντρα του Παλιόκαστρου. Μπήγουν τις πολεμιστήριες κραυγές και χιμάνε, όσο που τα κανόνια της αρμάδας και του Αι Νικόλα βαράνε το Παλιόκαστρο. Κοκκινίζει η πλάγια από καφτάνια, σαλβάρια και σαρίκια. Θα ΄λεγες πως τίποτις πια δεν τους κρατά – κι όμως όσο προχωράνε τόσο αχαμναίνει η λίνια τους, καθώς η κάθε πολεμίστρα ξερνάει ασίγαστα το θάνατο. Οι πιο γκαρδιωμένοι από τους οχτρούς φτάνουν ίσαμε τα ριζά της μάντρας, δεν είναι το τέλος του δρόμου, μα της ζωής τους. Αναμετριέται η δύναμη με την απελπισία. Κι η απελπισία βγαίνει και τούτη τη φορά νικήτρια. Λυγάνε οι χαλδούπηδες, πισωδρομάνε και πέφτουν πάνω στις μπούκες των ντουφεκιών των γκαλιοντζήδων.
Λυσσάνε οι μπουλουκμπασάδες κι οι τσαουσάδες. Βλαστημάνε, χτυπάνε, ορτνινιάζουν ξανά τ’ ασκέρι και το ρίχνουν σε καινούργιο γιουρούσι. Ανεβαίνουν, φτάνουν. Κάμποσοι σκαρφαλώνουν τη μάντρα και πηδάνε μέσα, - τους ρούφηξε το κάστρο-. Μεσημέριαζε πια, όταν αποφάνηκε πως απότυχε και τούτο το ρεσάλτο.
Καταλάγιασε για λίγο το κακό σαν απότυχε και το δεύτερο ρεσάλτο. Σκόρπισε ο καπνός που τύλιγε την Μαύρη Ράχη και ξαναφάνηκε να ανεμίζουν σ’ αυτή οι παντιέρες της λευτεριάς. Μα το Παλιόκαστρο ζούσε τις τελευταίες δοξασμένες του ώρες. Πολλά από τα κανόνια ήταν πια σκάρτα, καθώς ξεχαρβαλώθηκαν οι αραμπάδες τους. Οι λιγοστοί αγωνιστές που απόμεναν ακόμη ζωντανοί, δε φτάνανε να τα κουλαντρίζουν και να κρατάνε σύγκαιρα ντουφέκι.
Αφού το Τούρκικο φουσάτο κάθισε να κολατσίσει και κάπως ν’ ανασάνει, άρχισε πάλι να χαζιρεύεται για το ύστατο γιουρούσι. Η καλοκαιριάτικη μέρα τράβαγε αργά προς το τέλος της. Στις 6 το απόγευμα δώσανε τα ρετζάλια το σινιάλο να ξεχυθεί πάλι τ’ ασκέρι. Ανεμίζουν τα μπαϊράκια και τραβάνε μπροστά σαν υπνωτισμένοι. Όσοι κι αν σκοτώνονται δε λιγοστεύουν, καθώς άλλοι παίρνουν τη θέση τους. Σιμώνουν. Βρίσκονται πια τόσο κοντά οχτροί και φίλοι που πολεμάνε και βρίζονται. Μα η φωτιά των κλεισμένων γίνεται όλο και πιο ανάρια, όσο και αν πασχίζουν να την αβγατίζουν. Μαύροι από την κάπνα του μπαρουτιού που κόλλησε πάνω τους ο ιδρώτας, αγωνίζονται μ’ όση πνοή απομένει ακόμη στ’ αντρίκεια τους στήθια. Οι οχτροί μυρίζονται την αδυναμία τους, δίνουνε κουράγιο ο ένας στον άλλονε κι ορμάνε για το τελευταίο τους πήδημα. Σκαρφαλώνουν τη μάντρα και πιάνονται στα χέρια με τους μπλοκαρισμένους.
Πλήθος γυναίκες και παιδιά, μαζεμένοι στα γκρεμνά, σήκωναν τα χέρια τους στο ουρανό. Οι Ψαριανοί κράτησαν ολημερίς δυνατό τουφεκίδι. Μα το Παλιόκαστρο ζούσε τις τελευταίες δοξασμένες του ώρες.
Η ζυγαριά έγειρε. Η τελευταία ντάπια της λευτεριάς πάνω στα Ψαρά ψυχομαχάει.
Στην μπαρουταποθήκη, ο Αντώνης Βρατσάνος καταλαβαίνει πως έφτασε η ύστερη στιγμή. Ανάβει το δαυλί. Καρτεράει λίγο ακόμα να μπουν κι άλλοι οχτροί. Γύρω του οι μάνες γονατίζουν κρύβοντας σφιχτά πάνω στα στήθια τους τα παιδιά για να μην βλέπουν φωνάζουν …
ΒΑΛΕ ΦΩΤΙΑ ΑΝΤΩΝΗ !!!!!!!!!!!!!
« Ήρωες της ντάπιας, πείσατε κι αυτούς ακόμα τους εχθρούς σας και τον κόσμο, πως οι απόγονοι του Λεωνίδα σπάσανε μια για πάντα τις αλυσίδες τους της σκλαβιάς. Η ανατίναξη των Ψαρών θ’ αντηχεί μέσα στην αιωνιότητα