Στα δικαστήρια ο Λυκουρέντζος για τη ψυχική υγεία
Εξώδικο στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας, με κοινοποίηση στον Εισαγγελέα, αποστέλλει την Πέμπτη το δίκτυο Φορέων Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης και Ψυχικής Υγείας «ΑΡΓΩ». Σαράντα φορείς οι οποίοι διαχειρίζονται 216 δομές καταγγέλλουν ότι μετά τη μείωση κατά περίπου 50% της πίστωσης από τον Τακτικό Προϋπολογισμό, το έργο τους καταρρέει και ακυρώνεται στην πράξη. Την ίδια ώρα, απομακρύνεται από τη θέση του αρμόδιου εθνικού εκπροσώπου της Ελλάδας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ο διδάκτωρ του τμήματος Ιατρικής του Δημοκρίτειου Παν/μιου Θράκης δρ Στέλιος Στυλιανίδης, ο οποίος είχε καταγράψει τις επιπτώσεις των οικονομικών περικοπών στις δομές ψυχικής υγείας.
Το δίκτυο «ΑΡΓΩ» περιθάλπει:
- ψυχικά ασθενείς, με πολύ σοβαρές παθολογίες, ιδρυματικό ιστορικό και συχνά χωρίς στενή οικογένεια, εκ των οποίων πολλοί προήλθαν από τα ψυχιατρεία
- παιδιά και εφήβους με προβλήματα ψυχικής υγείας καθώς και τις οικογένειές τους
- παιδιά, εφήβους και ενήλικες με διαταραχές αυτιστικού φάσματος
- ηλικιωμένους με προβλήματα άνοιας
Σε οικοτροφεία, ξενώνες και προστατευμένα διαμερίσματα του δικτύου διαβιούν πλέον περί τα 1.540 άτομα, ενώ από τις υπόλοιπες μονάδες εξυπηρετούνται περίπου 35.000 ψυχικά ασθενείς. Σ’ αυτές συνολικά παρέχουν εξαρτημένη εργασία περί τα 2.950 άτομα.
«Σήμερα χωρίς υπαιτιότητά μας και με δική Σας ευθύνη, όπως πολύ καλά γνωρίζετε, έχουμε φτάσει σε σημείο μηδενικής ανοχής και δυσλειτουργίας με την τέτοιου μεγέθους μείωση της χρηματοδότησης και τις καθυστερήσεις στην οικονομική επιχορήγηση με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η εξόφληση της μισθοδοσίας, των χρεών προς το ΙΚΑ και των άλλων λειτουργικών δαπανών», αναφέρεται χαρακτηριστικά στο εξώδικο προς τον υπουργό Υγείας Ανδρέα Λυκουρέντζο, με την επισήμανση ότι «αυτή η υποβάθμιση και υποχρηματοδότηση των παρεχόμενων υπηρεσιών θέτει σε κίνδυνο πλέον την ψυχική υγεία, την υγεία και τη ζωή των ψυχικά πασχόντων, καθώς και των παιδιών και εφήβων που εξυπηρετούμε».
Όσον αφορά στη μείωση κατά περίπου 50% της πίστωσης από τον Τακτικό Προϋπολογισμό, αναφέρονται τα εξής:
«Συγκεκριμένα για το τρέχον οικονομικό έτος (2012), η εγγεγραμμένη πίστωση, όπως Σας είναι γνωστό, δεν επαρκεί να καλύψει τις ανάγκες των φορέων, εφόσον το ποσό που απαιτείται για την ομαλή λειτουργία των μονάδων, σύμφωνα με τους εγκεκριμένους προϋπολογισμούς των μονάδων ανέρχεται στο ποσό των 82.000.000 € περίπου, ενώ η εγκεκριμένη πίστωση (ΚΑΕ2544) ανέρχεται στο ποσό των 40.000.000 € και τα νοσήλια που προέρχονται από τον ΕΟΠΥΥ στο ποσό των 10.000.000 €. Επιπλέον την ίδια στιγμή παραμένουν ανεξόφλητες οι οφειλές του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης για το προηγούμενο οικονομικό έτος (2011) οι οποίες ξεπερνούν τα 8.000.000€, κατά το οποίο επίσης μειώσατε αναιτιολόγητα την αρχική εγγεγραμμένη πίστωση των 82.000.000€ σε μόλις 74.000.000€ με αποτέλεσμα οι Μονάδες να έχουν από το προηγούμενο έτος τεράστιο έλλειμμα και τις προαναφερόμενες οφειλές προς όλους τους εργαζόμενους, το ΙΚΑ, τους εξωτερικούς συνεργάτες, τους προμηθευτές και τους ιδιοκτήτες των κτιρίων».
Εκπρόσωποι των φορέων (Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου) τονίζουν ότι λόγω της ελλιπούς χρηματοδότησης εργαζόμενοι είναι απλήρωτοι εδώ και 6 μήνες. «Μας κόβουν την πίστωση και τα super market, ενώ δεν μπορούμε να διασφαλίσουμε υλικά για τη βασική ιατρική φροντίδα των ασθενών», υπογραμμίζουν, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν είναι δυνατό να βγάλουμε τον Οκτώβριο υπό αυτές τις συνθήκες». Επίσης, διαβλέπουν κίνδυνο επιστροφής κονδυλίων για αναξιοπιστία και αναποτελεσματικότητα του ελληνικού κράτους. Στο ίδιο πλαίσιο, διακόπηκε η παροχή υπηρεσιών από κινητές μονάδες ψυχικής υγείας στις Κυκλάδες, καθώς δεν διασφαλίζεται πίστωση ούτε για τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια.
Ως προς τη στάση της ηγεσίας του υπουργείου, αναφέρουν: «Είναι επιθετικοί απέναντί μας. Υποστηρίζουν ότι καθυστερήσαμε να τους ενημερώσουμε και γενικότερα ότι δεν προσαρμοστήκαμε. Αυτό είναι ψέμα. Έχουμε κάνει προσπάθεια να μειώσουμε το λειτουργικό κόστος κι εν πάση περιπτώσει δεν είμαστε εμείς εξουσιοδοτημένοι, για παράδειγμα, να απολύσουμε προσωπικό. Μας λένε ότι θα προσπαθήσουν να βρουν τα χρήματα για τους ασθενείς και τους εργαζόμενους, αλλά ότι συγχρόνως θα είναι επιθετικοί απέναντι στους φορείς, διότι είναι ‘κερδοσκοπικοί’ κλπ».
Στο εξώδικο γίνεται λόγος για «επίμονη, αδικαιολόγητη και παράνομη στάση» της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Υγείας, το οποίο όπως αναφέρεται αρνείται να χορηγήσει «τα νόμιμα προβλεπόμενα κονδύλια που αφορούν την εύρυθμη λειτουργία μας, η οποία είναι άμεσα συνδεμένη με την ψυχική υγεία πολλών πολιτών, παιδιών και εφήβων της Χώρας μας, που σε αυτές τις δύσκολες για όλους μας ιστορικές συνθήκες αυτή εμφανίζει μεγάλη αύξηση ψυχιατρικών προβλημάτων (καταθλίψεων και αυτοκτονιών)».
Στο μεταξύ, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας απομάκρυνε από τη θέση του εθνικού εκπροσώπου για θέματα ψυχικής υγείας τον δρ Στέλιο Στυλιανίδη:
«Αξιότιμε κε Στυλιανίδη,
Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε ότι κατόπιν σχετικής εντολής της Υφυπουργού Υγείας, κας Σκοπούλη, η υπηρεσία μας προέβη σε αλλαγή του εθνικού εκπροσώπου της Ελλάδος σε θέματα Ψυχικής Υγείας, και σε εκ νέου ορισμού στην θέση αυτή του κου Παύλου Θεοδωράκη.
Θα θέλαμε να σας ευχαριστήσουμε για την έως τώρα συνεργασία σας και συμβολή σας στην διαμόρφωση των θέσεων της χώρας, και παραμένουμε στην διάθεσή σας για οποιαδήποτε περαιτέρω διευκρίνιση.»
Ο κ. Στυλιανίδης είχε καταγράψει τις επιπτώσεις των οικονομικών περικοπών στις παρεχόμενες υπηρεσίες από τις δομές ψυχικής υγείας. Κατά τη συμμετοχή του στη Διεθνή Διαβούλευση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας στο Όσλο (3-5 Σεπτεμβρίου 2012), είχε αναφερθεί στην «παρούσα κατάσταση σοβαρών οικονομικών προβλημάτων που απειλούν την πλήρη αποδόμηση της Ψυχιατρικής φροντίδας στην Ελλάδα» με αναφορά στα ΝΠΙΔ «που ενώ έχουν επιβαρυνθεί με ένα μεγάλο μέρος της δημόσιας ψυχιατρικής φροντίδας, εν τούτοις, έχουν έλλειμμα 29 εκ. € για το 2012».
Ο ίδιος είχε επισημάνει την «αλματώδη αύξηση της ανεργίας που αγγίζει το 23,1% το Μάιο» και είχε δώσει έμφαση στην «αποδόμηση του κοινωνικού κράτους που επιφέρει αυξημένο κίνδυνο φτώχειας». Παράλληλα, επικαλέστηκε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία «1 στους 6 Έλληνες, 18 έως 70 ετών, αναπτύσσει κλινικά σημαντική ψυχοπαθολογία και 1 στους 12 αναπτύσσει σοβαρή ψυχοπαθολογία».