του Παναγιώτη Παρασκευαϊδη
Η πιο Μεγάλη μας Μέρα, 8 Νοεμβρίου 1912
Ένα ξέφρενο πλήθος σμάριαζε σ’ όλη την προκυμαία της Μυτιλήνης περιμένοντας την έλευση της Λευτεριάς.
Όλη η πόλη, όλη μα όλη αδειάζοντας τα σπίτια κατέβηκε στο Λιμάνι, στον Μώλο, στην Κάτω από το Κάστρο παραλία. Κορμιά δεν υπήρχαν, μόνον μάτια, να δουν και να χορτάσουν την χιλιοπόθητη στιγμή που θ’ αποβιβάζονταν ο απελευθερωτικός στρατός.
Έξω από το Λιμάνι λικνιζόταν με την σιγουριά της δύναμής τους τα σιδερένια βαπόρια κι ο καπνός απ’ τις τσιμινιέρες τους ανέβαινε σε στήλες στον συννεφιασμένο ουρανό. Τα μετρούσαν οι Μυτιληνιοί και τα καμάρωναν, περιμένοντας να ξετυλιχτούν τα γεγονότα, που αυτά έφερναν, μέρα των Ταξιαρχών, που τόσο ασυνήθιστα άρχιζε, χωρίς να λειτουργηθούμε στις εκκλησιές, αδειανές κι αυτές, όπως τα σπίτια.
Η πρώτη ελληνική ατμάκατος δια την κατοχήν Μυτιλήνης
Σαν αποσπάσθηκε απ’ τον «Αβέρωφ» , που ξεχώριζε με τον όγκο και το σχήμα του απ’ όλα τα άλλα καράβια, μια ατμάκατος και με ταχύτητα έσχιζε τα νερά κι ερχόταν και «μνήσθητι, Κύριε, είναι κοντά, μνήσθητι, Κύριε, εφάνη» , μπήκε στο Λιμάνι, έδεσε στην προβλήτα κι από μέσα βγήκε ένας Αξιωματικός με το σπαθί στο πλευρό του, που μ’ αγέρωχο βήμα προχώρησε ανάμεσα στο πλήθος. Κι ήταν τεράστιος, ήταν ολόφωτος μέσα στην άσπρη στολή του. Και δεν ήταν Αξιωματικός, ήταν ο ίδιος ο Ταξιάρχης, που σήμερα κατέβηκε κι αυτός στο Λιμάνι, για να γίνει εκεί η πιο παράξενη, η πιο όμορφη λειτουργία δόξας και τιμής στον ένστολο Άγιο.
Έναυλοι ήταν ακόμα στ’ αυτιά όλων οι στεναγμοί κι οι θρήνοι και ριζωμένη στην καρδιά τους η πικροδάφνη της ήττας του 1897 κι όλων των παλιότερων συμφορών.
Και σήμερα, σήμερα έβλεπαν την Ελλάδα να επιδίδει τελεσίγραφο στην Τουρκία και διέτασσε τον στρατό της να φύγει από την πόλη μέσα σε λίγη ώρα. Κι η διαταγή εκτελέστηκε και στην Μυτιλήνη υψώθηκε η Ελληνική σημαία, ενώ οι φορτηγίδες του λιμανιού πρόθυμα μετέφεραν και άδειαζαν στην Πετρόσκαλα και στο Κουμερκάκι εκατοντάδες Έλληνες στρατιώτες, που ο κόσμος υποδέχτηκε μέσα σ’ ένα παραλήρημα χαράς, τους αγκάλιαζε, φιλούσε τα όπλα τους και ξελαρυγγιαζόταν φωνάζοντας «ζήτω» και πάλι «ζήτω».
Η αποβίβασις του Ελληνικού στρατού στο κουμερκάκι
Άρχιζε για την Μυτιλήνη η πιο μεγάλη μέρα της Ιστορίας της. Πολλά έγιναν πριν απ’ αυτήν, πολλά έγιναν μετά, κανένα γεγονός όμως δεν μπορεί να παραβληθεί μ’ αυτό της 8ης Νοεμβρίου 1912. Έκλεισε ένας αιώνας από κείνη την μέρα. Μέσα στον αιώνα αυτόν η πόλη μας γνώρισε κι άλλες μέρες χαράς, ευτυχίας και δόξας. Το 1919, που λευτερώθηκε η Σμύρνη και το Αϊβαλί, το 1940 που νικούσαμε τους Ιταλούς ,το 1944 που λευτερωθήκαμε απ’ την Γερμανική κατοχή, το 1949 που έληξε ο ολέθριος Εμφύλιος Πόλεμος, το 1974 που λυτρώθηκε όλη η Ελλάδα απ’ την πνιγηρή δικτατορία των Συνταγματαρχών. Κι άλλες κι άλλες μικρότερες.
Καμιά, μα καμιά μέρα δεν συγκρίνεται με την 8η Νοεμβρίου, καμιά δεν είχε τον ενθουσιασμό, την φρενίτιδα χαράς, την ενσυνείδητη και γενική συμμετοχή στην γιορτή της Λευτεριάς, γιατί καμιά δεν σηματοδότησε και δεν διασφάλισε ότι μέχρι τότε είχε επιτευχθεί κάτω από την Τουρκική Διοίκηση κι ότι ολοκληρώθηκε, επεκτάθηκε και βελτιώθηκε τα επόμενα χρόνια.
Ο Ελληνικός στόλος στην Μυτιλήνη κατά την ημέραν της κατοχής
Η Λεσβιακή Άνοιξη, το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, η διάδοση και επικράτηση του Δημοτικισμού, η προοδευτική ιδεολογία, η οικονομική ανάπτυξη. Όλα τα αγαθά, υλικά και πνευματικά που απολαμβάνουμε σήμερα, ξεκίνησαν, ή δεν θα εμφανιζόταν χωρίς τη μέρα αυτή, την πιο μεγάλη της Μυτιλήνης.
Μέσα στην αποτίμηση αυτή δεν πρέπει να ξεχάσουμε και να μην αναφερθούμε στους παλιούς Μυτιληνιούς, τους άπραγους βρακάδες παππούδες και τις σαλβαρούδες γιαγιάδες, των περασμένων χρόνων και αιώνων, που αυτοί κράτησαν πρώτα την ίδια τη ζωή κι ύστερα τις αξίες της και τον πολιτισμό μας. Τόπε κι ο Παλαμάς σε στίχους, για το χρέος μας προς αυτούς.
‘Ω, μη μας λησμονάτε, γιατί για σας, αηδόνια,
Φυτέψαμε τις δάφνες και τις τριανταφυλλιές,
Βαστάξαμε αγκάθια εμείς και καταφρόνια
Για νάχετε σεις τ’ άνθη και τις μοσκοβολιές.
Οφείλουμε μια αναγνώριση της προσφοράς τους προς εμάς, γιατί αυτοί γνώρισαν μόνο τον μόχθο και τον ιδρώτα της δημιουργίας κάτω από την πίκρα της σκλαβιάς.
Γι’ αυτό στην Σκαμιά τη μέρα της Απελευθέρωσης του 1912 όλο το χωριό με λάβαρα, σημαίες, ξαπτέρυγα και φανάρια πήγαν στο Νεκροταφείο του χωριού κι αφού ψάλανε το «Χριστός Ανέστη», γονάτισαν πάνω στους τάφους και χτυπώντας με τις παλάμες το χώμα τους, ενώ δάκρυα έτρεχαν απ’ τα μάτια τους έλεγαν με λυγμούς.
-Ακούστε οι πεθαμένοι. Ήρθε η Ελλάδα στο νησί, ήρθε η Λευτεριά.
Κλαίγαν και το λέγαν.