Γεννήθηκα στη Χίο.
Η πρώτη μου ανάσα ήτανε μαστίχα.
Όταν πρωτάνοιξα τα βλέφαρα,
Είδα λουλούδια.
Ακόμη πιστεύω πως ήτανε μάτια,
που με μάθαιναν πώς να χαμογελώ.
Στην αγκαλιά της μάνας μου έμαθα χορό.
Αργότερα τον τελειοποίησα στο κύμα.
Είδα τα δέντρα και στάθηκα ολόρθος.
Είδα τα ρυάκια κι έμαθα να τρέχω.
Άκουσα τα κελαηδοπούλια και τραγούδησα.
Είδα το νυχτερινό ουρανό περβόλι
με τ’ αστέρια μανταρίνια στα κλαδιά τους.
Ύψωσα το χέρι να τα πιάσω
κι όλα χαμήλωσαν ίσως να τα φτάσω.
Για γειτονιά είχα ανοιγμένες αγκάλες.
Η μάνα μου ήταν αδερφή του ήλιου.
Ο Πατέρας μου πουλούσε την ομορφιά πραμάτεια.
Με τη Μικρασιατική καταστροφή
Άρχισα να μπερδεύω τους αγίους των εκκλησιών
με τους πρόσφυγες.
Καταστραφήκαμε
κι αντίς να χαθώ, γίνηκα πολίτης όλου του κόσμου.
κι αντίς να χαθώ, γίνηκα πολίτης όλου του κόσμου.
Για να μη μου κολαστεί ο παιδικός παράδεισος, τον φυλάω μες στην
καρδιά μου.
Αυτός με βοηθά
Και μοιράζω την ψυχή μου τραγούδι
από χείλη σε χείλη.
Τραγουδάτε με.
Περισσεύω για όλους.
Με αγάπη
Γιώργης Κρόκος