Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΛΗΟ

Για τον Αντώνη Παληό

Του Κώστα Ζαφείρη
«στο καλό, καλέ μας φίλε»
Πέρασαν κάποιες μέρες από το αποτρόπαιο πρωινό του περασμένου Σαββάτου όταν, με ένα μήνυμα του φίλου Γ.Κ. στο facebook πληροφορήθηκα το θάνατο του Αντώνη του Παληού. Ήθελα να γράψω τόσα και τόσα, αλλά με έπνιγε το πένθος και η συγκίνηση. Και έπρεπε να αφήσω να κατακάτσει η σκόνη και η θλίψη. Όχι να χαθεί, αλλά να καλμάρει. Στο μεταξύ μίλησαν πολλοί, έκλαψαν πολλοί, συναντηθήκαμε πολλοί το απόγευμα της Δευτέρας στο «Νησί» να τον αποχαιρετήσουμε. Πολλοί και πολλές έχουν πει τα περισσότερα, και τα έχουν πει με τρόπο έξοχο. Χαθήκαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου με τους δικούς του ανθρώπους, δώσαμε και πήραμε αγάπη… Και μια ξαφνική συννεφιά, σε τούτο το αμήχανο φθινόπωρο, συνόδευε τη στιγμή. Κι η θάλασσα είχε κυματάκια.

 Τρεις πινελιές…
Ο Αντώνης ήταν άνθρωπος χαρούμενος. Χαμογελαστός. Καλαμπουρτζής και καλόκαρδος. Το βροντερό του γέλιο γέμιζε το γραφείο του. Εκείνο το γραφείο το χαμηλοτάβανο Ροδοκανάκη και Παράσχου. Και το άλλο που έβλεπε στη θάλασσα και τον είχε μαγέψει. Εκεί όπου μας άφησε. Του έλεγες κάτι έξυπνο, κάτι αστείο και γελούσε απλόχερα. Μην φοβηθείς τους ανθρώπους που γελάνε, λέω.
Ήταν χαρούμενος γιατί δεν ήταν τσιγκούνης. Ήταν γενναιόδωρος. Συνεργαστήκαμε σε ατέλειωτες ώρες , νυχθημερόν. Ο άνθρωπος πάλευε για την επιχείρησή του, είχε τα οικονομικά  στο μυαλό του. Κι όμως όταν μια ιδέα τον γοήτευε , όταν κάτι τον συνέπαιρνε, έβαζε όλα τα άλλα σε δεύτερη μοίρα για να γίνει η ιδέα πραγματικότητα.  Θυμάμαι στην παρουσίαση της «Αφάνειας» στην Αθήνα, η Στοά του Βιβλίου μας ζήτησε ένα αρκετά τσουχτερό ποσό  για την ενοικίαση της αίθουσας. «Να το μοιράσουμε» του είπα. Συμφωνήσαμε. Ουδέποτε πήρε το μισό που του αναλογούσε. Άστο, μου έλεγε,  ήταν ωραία βραδιά. Ακριβώς αυτό.
Ήταν Κομμουνιστής. Σπάνια το γράφω με Κ κεφαλαίο, αλλά τώρα πρέπει. Με το κόμμα του, είχε τις διαφωνίες του, όμως επέμενε να το γράφει πάντα με Κ κεφαλαίο. Κι εκεί κάναμε και πλάκα. Κι εμείς είχαμε διαφωνίες: σταλινικό τον ανέβαζα, ρεβιζιονιστή με κατέβαζε. Σίγουρα  είχε πάντα ευγένεια, χαμόγελο,  άκουγε. Στις μέρες μας που περισσεύουν τα μαχαίρια, οι οξύτητες, οι μπηχτές, ο αλληλοσκοτωμός, ο Αντώνης μπορούσε να σου πει με μπάσα φωνή την άποψή του, χωρίς να σε προσβάλλει, χωρίς να σε μειώσει. Αυτή είναι μια ευγένεια που έχει κατακτηθεί, με χρόνια δουλειάς, προσφοράς κι ανιδιοτέλειας.
Εκείνο το απόγευμα στον Άγιο Νικόλα στο Νησί… με τα φθινοπωρινά κύματα στο στενό Χίου – Τσεσμέ, το είπε καλύτερα όλων η κυρία Αθηνά με φωνή σπασμένη:

«Στο καλό, καλέ μας φίλε.»