Σχετικά με το νομοσχέδιο:
«Εάν επιτυγχάνουμε κάτι με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά να προσπαθήσουμε να απλοποιήσουμε ή να επικαιροποιήσουμε τις αδειοδοτήσεις των χώρων παραστάσεων, αλλά και των ίδιων των παραστάσεων, να δώσουμε τη δυνατότητα να υπάρξει ένα νέο πλαίσιο μετά από πολλά χρόνια, πολλές δεκαετίες, σε ένα αντικείμενο το οποίο είναι πραγματικά κομβικό, όπως είναι ο πολιτισμός και το θέατρο.
Θεωρώ ότι πραγματικά πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση και να επιδείξουμε ιδιαίτερη ευαισθησία, αλλά ταυτόχρονα να κατοχυρώσουμε και ιδιαίτερη ευελιξία, στους μικρούς χώρους του θεάτρου, στους μικρούς ή εναλλακτικούς χώρους των παραστάσεων, εκεί που πραγματικά χτυπάει σήμερα η καρδιά, όχι μόνο των νέων καλλιτεχνών, αλλά και του ίδιου του πολιτισμού μας, ενός πολιτισμού που βαδίζει μέσα από την περίοδο της κρίσης σε εναλλακτικές μορφές θεάτρου, σε εναλλακτικές μορφές πολιτισμού. Και θα πρέπει, κυρίως, να αγκαλιάσουμε εμείς, ως ελληνική πολιτεία, τις μη κερδοσκοπικές μορφές θεάτρου και παραστάσεων, ένα θέαμα, δηλαδή, το οποίο συνδυάζει τον πολιτισμό με την κοινωνική προσφορά.
Εξίσου πολύ σημαντική είναι η περιγραφόμενη ρύθμιση στο άρθρο 7. Πρόκειται για την ανάγκη να κάνουμε σήμερα μία συστηματική δουλειά στην κατεύθυνση της κατοχύρωσης ενός ολοκληρωμένου θεσμικού πλαισίου για τον πολιτισμό μας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να επικαιροποιήσουμε διατάξεις, οι οποίες είναι αναχρονιστικές, να απλοποιήσουμε διατάξεις, οι οποίες είναι πολύπλοκες και να κωδικοποιήσουμε, να μαζέψουμε δηλαδή τις διατάξεις από όπου είναι «ριγμένες», ώστε να μπορέσουμε να φτιάξουμε ένα ενιαίο κωδικοποιημένο κείμενο. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό, ειδικά για έναν χώρο όπως είναι ο πολιτισμός, καθώς, στην ιστορική διαδρομή, η χώρα μπορεί να νομοθέτησε διατάξεις που, πολλές φορές, έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους.
Το κεκτημένο της σημερινής συζήτησης είναι ότι υπάρχει μία καθολική αποδοχή, μία καθολική συναίνεση πως αυτές οι διατάξεις, αυτές οι πολιτικές, πρέπει να περάσουν. Και πρέπει να περάσουν μέσα από μία εποχή που είναι δύσκολη για τον καθέναν, και είναι ακόμα πιο δύσκολη για τους ανθρώπους του πολιτισμού».
Σχετικά με τα πνευματικά δικαιώματα:
«Το θεσμικό πλαίσιο της πνευματικής ιδιοκτησίας στην Ελλάδα διέπεται από έναν νόμο του 1993, δηλαδή έναν νόμο που έχει κλείσει είκοσι χρόνια. Υπάρχει ήδη υπογεγραμμένη μία ερώτηση από είκοσι επτά Βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ. Υπάρχει σε εξέλιξη πρωτοβουλία από την Κεντρική Ένωση Δήμων της Ελλάδος. Υπάρχει σε εξέλιξη πρωτοβουλία από τα επιμελητήρια της Ελλάδος, από τη ΓΣΕΒΕΕ, από τους πνευματικούς δημιουργούς. Υπάρχουν, δηλαδή, διάφορες πρωτοβουλίες, οι οποίες στοχεύουν σε αυτό που περιγράψατε προηγουμένως, δηλαδή να εκσυγχρονίσουμε, επιτέλους, ένα θεσμικό, ένα νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο όχι μόνο δημιουργεί στρεβλώσεις, αλλά δημιουργεί, πλέον, και σοβαρά προβλήματα βιωσιμότητας σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις είτε αυτές είναι καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος είτε μικρά καφενεία σε μικρά απομακρυσμένα χωριά της χώρας, που καλούνται να πληρώσουν 400 και 500 ευρώ το μήνα. Προφανώς αυτοί οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να κλείσουν το μαγαζί τους.
Υπάρχουν δύο στοιχεία που τα έχουμε αναδείξει και με την ερώτησή μας.
Το πρώτο είναι ο εξορθολογισμός της ποινικής προστασίας. Δηλαδή, σύμφωνα με το σημερινό νομικό μας σύστημα, εάν κανείς δεν πληρώσει ΑΕΠΙ τιμωρείται με τουλάχιστον ένα χρόνο φυλάκιση και περνάει από αυτόφωρο, ενώ εάν στο ίδιο μαγαζί δεν έχει άδεια λειτουργίας μπορεί να τιμωρηθεί με δέκα ημέρες κράτησης. Είναι προφανής η αντιφατικότητα του νομικού οπλοστασίου και είναι επίσης προφανές ότι αυτό πρέπει να αλλάξει. Επομένως, εδώ πρέπει να υπάρξει εξορθολογισμός και εκσυγχρονισμός του δικαίου μας, ούτως ώστε να ανταποκρίνεται στις συγκεκριμένες ανάγκες. Επίσης, πρέπει να υπάρχει και διαβάθμιση. Δεν είναι δυνατόν ο ιδιοκτήτης του καφενείου να τιμωρείται με το ίδιο πλαίσιο ποινής, όπως και κάποιος που αντιγράφει DVD ή οτιδήποτε άλλο και παραβιάζει συστηματικά και κατά τρόπο βάναυσο τα πνευματικά δικαιώματα.
Δεύτερο σημείο είναι η διαμόρφωση των αμοιβολογίων. Τα αμοιβολόγια που ισχύουν σήμερα είναι τα αμοιβολόγια του 2007. Το 2007 η χώρα όχι μόνο δεν ήταν στην κρίση, αλλά ήταν στην κορύφωση της «ευημερίας» της –μέσα σε πολλά εισαγωγικά. Ωστόσο, η συγκεκριμένη εταιρεία που διαχειρίζεται τα πνευματικά δικαιώματα, σε απάντησή της στον προηγούμενο Υπουργό Πολιτισμού, λέει ότι «δεν μπορώ να μειώσω τα αμοιβολόγια και να τα προσαρμόσω στις συνθήκες κρίσης, διότι η πελατεία έχει μειωθεί και επομένως πρέπει να κρατήσω τις τιμές ψηλά σε λιγότερους ανθρώπους που πληρώνουν, σε λιγότερες επιχειρήσεις». Αυτό είναι καταφανώς καταχρηστικό, αν μη τι άλλο. Προφανώς εδώ πρέπει να υπάρξει ένα νέο πλαίσιο και διαπραγμάτευσης και διαμόρφωσης των αμοιβολογίων. Επίσης, προφανώς, πρέπει να υπάρξει στο τέλος παρέμβαση και από το ίδιο το κράτος και από τον Οργανισμό Πνευματικής Ιδιοκτησίας.
Υπάρχει, λοιπόν, μία συγκεκριμένη πρωτοβουλία. Εγώ θεωρώ, ότι πρέπει να γίνει συζήτηση και στη Βουλή, ταυτόχρονα με την Επιτροπή που συστήνεται αύριο, και να μπορέσουμε να διατυπώσουμε τις προτάσεις μας και εμείς, οι Βουλευτές που έχουμε ασχοληθεί με το θέμα, ούτως ώστε να συμβάλλουμε στο έργο της Επιτροπής, η οποία τεχνοκρατικά θα αναλάβει το ζήτημα να διατυπώσει για πρώτη φορά ένα σοβαρό και σύγχρονο πλαίσιο προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας».