Να προσέξει το «οξυγόνο» της ελληνικής οικονομίας, που δεν είναι άλλο από τη ναυτιλία, προσδοκά από τη νέα κυβέρνηση η Ακτή Μιαούλη.
Αν και ακόμη είναι πολύ νωρίς για ολοκληρωμένες εκτιμήσεις, κύκλοι της ναυτιλίας σημείωναν χθες στη «Ν» ότι η απόφαση για στήριξη μιας κυβέρνησης από κοινού από τα δυο μεγαλύτερα κόμματα της χώρας είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Ζητούμενο βέβαια παραμένει για την ελληνική ναυτιλία η αποτελεσματικότητα της νέας διακυβέρνησης, έτσι ώστε πάση θυσία να εξασφαλιστεί η παραμονή της χώρας στο ευρώ [EUR=X] .
Η στάση αναμονής ήταν φανερή χθες από το πρωί στον Πειραιά, καθώς δεν ήταν καν γνωστό το όνομα του πρωθυπουργού. Ωστόσο, μια αλλαγή κλίματος σε σύγκριση με την προηγούμενη εβδομάδα ήταν εμφανής. «Αν σοβαρευτούμε και επιμείνουμε μπορούμε να σώσουμε την παρτίδα. Αναμφίβολα η συνεργασία των δυο μεγαλύτερων κομμάτων έστειλε θετικά μηνύματα στο εξωτερικό» ήταν ορισμένες από τις πρώτες αντιδράσεις ναυτιλιακών παραγόντων.
Οι προβληματισμοί όμως από την άλλη πλευρά είναι αρκετοί και έχουν να κάνουν:
* με τη διάρκεια του βίου της νέας κυβέρνησης, καθώς θεωρούν ότι θα πρέπει να εξασφαλίσει «χρόνο» προκειμένου να μπορέσει να ολοκληρώσει με επιτυχία την αποστολή της, έτσι όπως αυτή περιγράφεται από τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η χώρα από τη συμφωνία της 26 Οκτωβρίου,
* με το κατά πόσο πιστεύουν πραγματικά στην ιδέα της συναινετικής αντιμετώπισης των προβλημάτων όσοι ενεπλάκησαν στη δημιουργία του νέου κυβερνητικού σχήματος.
Η ναυτιλία δεν θα πρέπει να μείνει έξω από το πεδίο δραστηριότητας της νέας κυβέρνησης, ανέφεραν ναυτιλιακοί κύκλοι στη «Ν» επικαλούμενοι και την προσφορά του κλάδου στην ελληνική οικονομία.
Η ελληνική ναυτιλία αποτελεί βασική πηγή χρηματοδότησης του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών για τη χώρα μας. Οπως δείχνουν όλες οι μελέτες, χωρίς τη ναυτιλία η χώρα «δεν μπορεί να αναπνεύσει, δεν μπορεί να ζήσει» όπως σημείωναν χαρακτηριστικά στη «Ν».
Τα στοιχεία της σχετικής μελέτης του ΚΕΠΕ με τίτλο «Η ποντοπόρος ναυτιλία ως μοχλός ανάπτυξης στην Ελλάδα: Αξιολόγηση και προτάσεις πολιτικής» είναι αποκαλυπτικά.
Οι εισπράξεις από θαλάσσιες μεταφορές αποτελούν κατά μέσο όρο το 29% των εισπράξεων από τις εξαγωγές των αγαθών και υπηρεσιών και το 45% των εισπράξεων μόνο των υπηρεσιών, κατηγορία στην οποία εντάσσονται. Το 2010 οι εισπράξεις των θαλάσσιων μεταφορών αντιπροσωπεύουν το 106% του συνολικού πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών.
Με άλλα λόγια, εάν δεν υπήρχε ελληνική ναυτιλία το 2010, το ισοζύγιο υπηρεσιών θα ήταν ελλειμματικό, τονίζει στη μελέτη του το ΚΕΠΕ. Η συνεισφορά των θαλάσσιων μεταφορών στις συνολικές εισπράξεις αγαθών και υπηρεσιών αυξάνεται διαχρονικά, με εξαίρεση το έτος 2009, όταν οι συνέπειες της διεθνούς κρίσης επηρέασαν τα ναυτιλιακά έσοδα διεθνώς.
Επίσης ιδιαίτερα σημαντική είναι και η συνεισφορά της στην απασχόληση, όχι μόνο των πληρωμάτων, αλλά και πλήθους άλλων παρεμφερών με τη λειτουργία των πλοίων και των ναυτιλιακών γραφείων δραστηριοτήτων. Εξίσου σημαντικά είναι και τα μεγέθη των κεφαλαιακών κερδών των Ελλήνων εφοπλιστών, τα οποία επενδύονται σε διάφορους άλλους τομείς της ελληνικής οικονομίας, αναφέρει το ΚΕΠΕ.
Η πρόκληση, καταλήγει, για το ελληνικό κράτος δεν έχει να κάνει τόσο με τη μελλοντική εξέλιξη της ελληνόκτητης ναυτιλίας, για την οποία φροντίζουν οι ίδιοι οι εφοπλιστές, όσο με τη μεγέθυνση και μεγιστοποίηση των ωφελειών που θα μπορούσε να έχει η ελληνική οικονομία από τη ναυτιλιακή δραστηριότητα.