Κυριακή 17 Μαρτίου 2013

ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΑΓΑ ΣΤΑ ΜΑΣΤΙΧΟΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΧΙΟΥ





Το έθιμο του «αγά» γίνεται κάθε χρόνο την Καθαρή Δευτέρα στα Μαστιχοχώρια -  Ολύμποι, Μεστά, Ελάτα και Λυθί -  και έχει τις ρίζες του στην Τουρκοκρατία, όταν η Τουρκική Διοίκηση συνεχώς ανικανοποίητη, απαιτούσε από τους χωρικούς αβάσταχτους φόρους.
Συγκεκριμένα περί του εθίμου ο Παντελής Κόκκαλης στο «Απόκρεω εν Τουρκοκρατία στη Χίο» αναφέρει :
« Οι χοροί εκρατούσαν έως την Κρεατερή Κυριακή, την δε Δευτέραν  της Τυροφάγου παρίστανον τον Αγάν προς ανάμνησιν του ότι εις τους Ολύμπους κατοικούσε προ του1822 κάποιος αγάς, επόπτης των Κυβερνητικών δικαιωμάτων επι της μαστίχης, την οποίαν ο κάθε κάτοικος ήτο υποχρεωμένος να παραδίδει ως φόρον εις την Κυβέρνησιν, είχε δε τότε το δικαίωμα να δικάζει μικράς υποθέσεις».
Από τότε το δρώμενο της αναπαράστασης του Αγά έχει ως εξής.
Ένας  από τους χωρικούς – που να είναι δυναμικός, χωρατατζής, ετοιμόλογος  και να ξέρει πρόσωπα και καταστάσεις – ντύνεται τούρκος Αγάς και κάθεται σε μιά εξέδρα που στήνεται για αυτό τον σκόπο στην πλατεία του χωριού. Πλάι του στέκεται ο βεζύρης του Αγά (σημερινός εισαγγελέας), ο γραμματέας που βαστά τα πρακτικά της δίκης και δυό δικαστικοί κλητήρες.  Μπροστά τους στην τράπεζα στρωμένα γλυκά, φρούτα και μπόλικη ρακί. Την Καθαρά Δευτέρα λοιπόν, η πλατεία γεμίζει κόσμο που κάθονται να φάνε, να πιούν  και να διασκεδάσουν.
Ο Αγάς ψαρεύει «θύματα» είτε απο τους καθισμένους είτε απο τους περαστικούς που σε περίπτωση δεν προσέλθουν, οδηγούνται με το στανιό από τους δυό ζαπιέδες (κλητήρες, αστυνομικούς). Ο Αγάς τους κατηγορεί για  φαινομενικά αστείες αιτίες, σχετικές όμως με τη προσωπικότητα και την επαγγελματική ιδιότητα κάθε κατηγορούμενου.
Πολλές φορές τα αστεία κρύβουν κάποιους  υπαινιγμούς για πραγματικές καταστάσεις – ειδικά αν αφορά εργολάβους δημοσίων έργων ή πολιτικούς – αλλά είναι τέτοιο το πνεύμα της ημέρας ( χαρά, αυτοσαρκασμός και διακωμώδηση των πάντων)  που ο καθείς πληρώνει το αντίτιμο του προστίμου του και μέσω γέλιων και αστεϊσμών αποχωρεί ευτυχής.

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ κ. ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΙΤΤΑ