Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

O OMHΡΟΣ Α ΛΑ ΤΟΥΡΚΑ


Τροία, Όμηρος και Τουρκία


«Τροία: Πόλη, Όμηρος και Τουρκία», το εξώφυλλο του καταλόγου της αρχαιολογικής έκθεσης στο Άμστερνταμ.
Στις αρχές του φετινού χειμώνα εγκαινιάστηκε στο Άμστερνταμ μία αρχαιολογική έκθεση με τίτλο «Τροία: Πόλη, Όμηρος και Τουρκία». Στα εγκαίνιά της εκατοντάδες επισκέπτες σχημάτισαν ουρές έξω από το Μουσείο Allard Pierson, κάτω από ένα ομοίωμα του Δούρειου Ίππου από ξύλο, μέταλλο και νέον, στημένο σε ένα από τα κανάλια της πόλης. Εντός του μουσείου σερβιτόροι με φέσια καλωσόριζαν τους επισκέπτες προσφέροντας τουρκικούς μεζέδες και ροφήματα. Η έκθεση είχε την ίδια αφετηρία με τον Τρωικό Πόλεμο, δηλαδή ένα χρυσό μήλο της Έριδος με την επιγραφή «στην πιο όμορφη». Δώδεκα φωτογραφίες απεικόνιζαν πρωταγωνιστές της ιστορίας της Τροίας: έναν θεό και έναν θνητό που αποθεώθηκε (Δία και Όμηρο), τρεις ήρωες (Έκτορα, Αινεία, Ελένη), δύο αυτοκράτορες (Μέγα Αλέξανδρο και Αύγουστο), έναν Ολλανδό συγγραφέα του 17ου αι. που εισήγαγε την ομηρική θεματολογία στη χώρα του (Γιόστ φαν ντεν Φόντελ), δύο Τούρκους ηγέτες (Μωάμεθ Β΄ και Μουσταφά Κεμάλ), το ζεύγος Σλήμαν και τρεις ακόμα ανασκαφείς της Τροίας (Βίλελμ Ντέρπφελντ, Κάρλ Μπλέγκεν, Μάνφρεντ Κόρφμαν), και, τέλος, τον Μπραντ Πιτ ως χολιγουντιανό Αχιλλέα.Η έκθεση στο Άμστερνταμ αποτελεί τον τρίτο κρίκο σε μία αλυσίδα μεγάλων εκθέσεων για την Τροία, οι οποίες εγκαινιάστηκαν στη νέα χιλιετία και βασίζονται σε ένα συγκεκριμένο σύνολο αρχαιολογικών ευρημάτων προερχόμενων κυρίως από μουσεία στην Τουρκία και στη Γερμανία.Η πρώτη από αυτές τις εκθέσεις, η οποία συνοδευόταν από εκτενέστατο κατάλογο, παρουσιάστηκε το 2001-2002 σε τρεις πόλεις της Γερμανίας, με τίτλο «Τροία: Μύθος και Πραγματικότητα».
Η δεύτερη έκθεση, βασισμένη στην προηγούμενη αλλά με σαφώς πιο λιτό κατάλογο, παρουσιάστηκε το 2002-2003 στην Κωνσταντινούπολη, με τίτλο «Τροία: Ταξίδι σε μία πόλη ανάμεσα στον μύθο και στην πραγματικότητα».[1] Η έκθεση του Άμστερνταμ (2012-2013), «Τροία: Πόλη, Όμηρος και Τουρκία», εμπλουτίζει τα ευρήματα των δύο προηγούμενων εκθέσεων με αντικείμενα από μουσεία της Ολλανδίας και συνοδεύεται από τον κατάλογο που παρουσιάζεται εδώ.Το διπλό εγχείρημα της έκθεσης και του καταλόγου του Άμστερνταμ εντάχθηκε στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 400 χρόνια διπλωματικών επαφών μεταξύ της Ολλανδίας και της Τουρκίας. Στις πρωιμότερες από αυτές τις επαφές παραπέμπει μάλιστα η απεικόνιση τουλίπας (ενός φυτού που εξήχθη από τους Οθωμανούς στην Ολλανδία) στο σήμα του βασικού χορηγού της έκθεσης, του τουρκικού Οργανισμού Τουρισμού. Η ολλανδο-τουρκική συνεργασία αποτυπώνεται στη σύνθεση της ομάδας των επιμελητών και συγγραφέων του καταλόγου της έκθεσης, ο οποίος
χαρακτηρίζεται από πλούσια θεματολογία, καλογραμμένα και εύληπτα κείμενα, πλούσια εικονογράφηση και επιλεκτική βιβλιογραφία. Εκδοτικά μικροπροβλήματα, κυρίως τυπογραφικά λάθη, δεν λείπουν αλλά είναι περιορισμένα. Γενικά, διαπιστώνεται ένας διαχωρισμός μεταξύ των επιστημονικών αντικειμένων που εξετάζουν οι Ολλανδοί και οι Τούρκοι συγγραφείς του καταλόγου. Οι πρώτοι καλύπτουν ολοκληρωτικά τις ενότητες: «Η ιστορία της Τροίας», «Η αρχαιολογία της Τροίας», «Η Τροία και οι γείτονές της», «Όμηρος και Τροία», «Η Τροία και ο ελληνορωμαϊκός κόσμος» και «Η αναγέννηση της Τροίας», ενώ οι δεύτεροι μονοπωλούν την ενότητα «Όμηρος και Τροία στη σύγχρονη Τουρκία». Μοιρασμένη πάντως είναι η συμβολή στις ενότητες με τίτλο «Ο Σλήμαν και η ανακάλυψη της Τροίας» και «Αιώνια Τροία». Η ευρεία αυτή θεματολογία του καταλόγου αποτελεί και τη σημαντικότερη συνεισφορά του. Οι επιμελητές της έκδοσης κατάφεραν να αναπαραγάγουν το επιστημονικό εύρος του καταλόγου της γερμανικής έκθεσης του 2001-2002 σε μία ευσύνοπτη μορφή, σαφώς πιο φιλική προς το ευρύ κοινό.

Η βασική πρωτοτυπία της έκθεσης του Άμστερνταμ συνίσταται στην ανάδειξη του ζητήματος της οικειοποίησης της Τροίας από τους Τούρκους. «Όσοι σκέπτονται την Τροία και τον Όμηρο δεν σκέπτονται αυτομάτως και την Τουρκία. Αυτό θα αλλάξει σίγουρα μετά την ανάγνωση του καταλόγου και την επίσκεψη στην έκθεση» σημειώνεται σε ένα από τα προλογικά κείμενα του καταλόγου. Η θέση αυτή φαίνεται να καθόρισε ως βασικό άξονα της έκθεσης την παρουσίαση της μακραίωνης ιστορίας της Τροίας ως διελκυστίνδας οικειοποιήσεων. Ο άξονας αυτός δεν απουσιάζει από τις προηγούμενες εκθέσεις της Γερμανίας και της Κωνσταντινούπολης, όμως σε αυτές το κεντρικό θέμα είναι σαφώς διαφορετικό: «η Τροία ως σημείο αναφοράς για την Ευρώπη». Η έμφαση στην «Τροία της Ευρώπης» διέπει τους καταλόγους των εκθέσεων αυτών, τόσο στα προλογικά σημειώματα των πολιτικών, όσο και στα κείμενα κορυφαίων γερμανών μελετητών· και η «Τροία της Ευρώπης» συνδέεται άρρηκτα με την «Τουρκία της Ευρώπης». Κατά το 2001-2003, όταν παρουσιάστηκαν οι εκθέσεις της Γερμανίας και της Κωνσταντινούπολης, η Τουρκία είχε προσφάτως ανακηρυχθεί σε χώρα υποψήφια προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εξέλιξη που ευνοούσε την προβολή των ιστορικών σχέσεων Τουρκίας και Ευρώπης στο ευρύ κοινό. Οι αρχαιολόγοι άδραξαν την ευκαιρία να αναδείξουν ότι το πολυδάπανο έργο τους δεν εγκλωβίζεται στο παρελθόν αλλά έχει και σημαίνουσες αναφορές στο παρόν και στο μέλλον της Ευρώπης των λαών. Δικαιώθηκαν ίσως λίγο αργότερα, το 2005, με την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας. Σήμερα οι διαπραγματεύσεις της χώρας αυτής με τη χειμαζόμενη από την οικονομική κρίση Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνονται να επιμηκύνονται συνεχώς, αλλά και να υπονομεύονται από τοποθετήσεις ορισμένων κυβερνήσεων και συγκεκριμένων πολιτικών και κοινωνικών ομάδων, καθώς και από την αίσθηση διάψευσης προσδοκιών, η οποία αναπτύσσεται στην Τουρκία. Σε αρχαιολογικό επίπεδο, οι εξελίξεις αυτές συνδέονται με μια ριζοσπαστικοποίηση της τουρκικής πολιτικής στον τομέα του πολιτισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η σκλήρυνση της πολιτικής για τον επαναπατρισμό αρχαιοτήτων από ευρωπαϊκά και αμερικανικά μουσεία, η οποία προβάλλεται τακτικά από τον διεθνή Τύπο την τελευταία διετία. Λιγότερο γνωστά, αλλά όχι ήσσονος σημασίας, είναι τα προβλήματα που παρατηρούνται στη συνέχιση του έργου αρκετών ευρωπαϊκών αρχαιολογικών αποστολών στην Τουρκία. Σε αυτό το πολιτικό και πολιτιστικό πλαίσιο θα πρέπει να ερμηνευθεί η μετατόπιση της έμφασης στην έκθεση του Άμστερνταμ από την «Τροία της Ευρώπης» στην «Τροία της Τουρκίας».

2.
Μια ιστορία οικειοποίησης της Τροίας και του Ομήρου
«Κάθε είδους αρχαιολογία είναι μία μορφή οικειοποίησης» σημειώνει ένας γνωστός μελετητής της αρχαίας Ελλάδας.[2] Σε αυτό το πνεύμα κινείται και ο κατάλογος της έκθεσης του Άμστερνταμ προσεγγίζοντας την ιστορική πορεία της Τροίας μέσα από μία ακολουθία ανταγωνιστικών οικειοποιήσεων. Το πρώτο μεγάλο ζήτημα οικειοποίησης που θέτει ο κατάλογος επικεντρώνεται στην Τροία του δεύτερου μισού της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., μιας περιόδου στην οποία τοποθετούν την ομηρική Τροία τόσο οι αρχαίοι συγγραφείς όσο και οι σύγχρονοι μελετητές. Το ζήτημα αφορά το κατά πόσο ο υλικός πολιτισμός της Τροίας της εποχής σχετίζεται με εκείνον της μυκηναϊκής Ελλάδας ή με εκείνον της Ανατολίας. Στο έπος της Ιλιάδας, οι Τρώες και πολιτισμός τους δεν διαφέρουν ριζικά από εκείνον των Ελλήνων. Επιπλέον, οι πρώτοι ανασκαφείς της Τροίας (Σλήμαν, Ντέρπφελντ, Μπλέγκεν), οι οποίοι είχαν όλοι ανασκαφική εμπειρία σε θέσεις της Ελλάδας, τόνιζαν τη σχέση της Τροίας με τον μυκηναϊκό πολιτισμό. Πιο πρόσφατα όμως, ο Γερμανός ανασκαφέας της Τροίας Μάνφρεντ Κόρφμαν, ο οποίος είχε μακρά ανασκαφική εμπειρία στην Ανατολία, επιχειρηματολόγησε συστηματικά για την ένταξη του υλικού πολιτισμού της Τροίας σε εκείνον της Ανατολίας. Αυτή την αλλαγή προσανατολισμού προσπάθησε να εκλαϊκεύσει ο Κόρφμαν μέσα από τις εκθέσεις της Γερμανίας και της Κωνσταντινούπολης, στην οργάνωση των οποίων κατείχε κεντρικό ρόλο. Οι δύο αυτές εκθέσεις διέφεραν σαφώς από αυτήν που είχε παρουσιασθεί το 1990 στην Αθήνα και στο Βερολίνο, στην οποία ευρήματα από την Τροία παρουσιάζονταν δίπλα σε άλλα από τη μυκηναϊκή Αργολίδα και τη Βοιωτία.[3] Η διάσταση αυτή επιτείνει τον πολιτικό χαρακτήρα της αλλαγής προσανατολισμού που υποστήριξε ο Κόρφμαν, ο οποίος συνδέεται και με προσωπικές επιλογές του Γερμανού, όπως η αποδοχή της τουρκικής υπηκοότητας και η προσθήκη του τουρκικού ονόματος Οσμάν στο ονοματεπώνυμό του. Η ίδια αλλαγή προσφέρεται για εθνικιστική ρητορική, όπως διαπιστώνει κανείς στον χαιρετισμό του επικεφαλής του τουρκικού Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού στον πρόλογο του καταλόγου του Άμστερνταμ: «όλα τα μνημεία και τα ευρήματα της Τροίας αντανακλούν χαρακτηριστικά τυπικά για την Ανατολία». Είναι ειρωνικό ότι η διατύπωση αυτή προλογίζει έναν κατάλογο, στον οποίο η απεικόνιση των ευρημάτων της Τροίας συνδυάζεται με εικονογράφηση τοπίων, μνημείων και ευρημάτων από την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τις Κυκλάδες, αλλά όχι και από την Τουρκία, με μόνη αλλά βασική εξαίρεση εκείνη της Χατούσας. Σε αυτό το επίπεδο, ο κατάλογος της έκθεσης του Άμστερνταμ διαφοροποιείται ριζικά από τους καταλόγους των εκθέσεων στη Γερμανία και στην Κωνσταντινούπολη, στους οποίους γενικά δεν περιλαμβάνονταν τοπία και ευρήματα από την Ελλάδα, με εξαίρεση αττικά αγγεία της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου προερχόμενα από ευρωπαϊκά μουσεία.Η κατηγορηματική διατύπωση του τούρκου υπουργού τίθεται σε αμφισβήτηση και από τον χειρισμό του θέματος από τους συγγραφείς του καταλόγου του Άμστερνταμ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ζήτημα της σχέσης της Τροίας με τον μυκηναϊκό κόσμο κατά το δεύτερο μισό της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Ορισμένοι συγγραφείς του καταλόγου τονίζουν ότι η αρχιτεκτονική και η κεραμική της Τροίας της εποχής εντάσσονται στον υλικό πολιτισμό της Ανατολίας, ενώ η εισηγμένη μυκηναϊκή κεραμική είναι περιορισμένη ποσοτικά. Άλλοι συγγραφείς, όμως, μιλούν για μεγάλες ποσότητες μυκηναϊκής κεραμικής, τοπικές μιμήσεις και εγκατάσταση Μυκηναίων στην Τροία, επικαλούμενοι μάλιστα μία πινακίδα από τα χεττιτικά αρχεία που αναφέρεται σε κάποιον βασιλιά της Τροίας με το ελληνικό όνομα Αλέξανδρος, το ίδιο όνομα που έχει στην Ιλιάδα ο Τρώας πρίγκιπας Πάρις. Σε κάθε περίπτωση, από τα αρχεία αυτά αναδεικνύεται η στρατηγική θέση της Τροίας μεταξύ δύο μεγάλων δυνάμεων της εποχής, των Χετταίων και των Μυκηναίων, και αναιρείται το στείρο δίλημμα του αιγαιακού ή ανατολικού χαρακτήρα του υλικού πολιτισμού της θέσης την εποχή αυτή.
Ο Δούρειος (και μετάλλινος) Ίππος μπροστά στο Μουσείο Άλλαρντ Πίρσον (Allard Pierson) του Άμστερνταμ.                        
Η σύγχρονη οικειοποίηση της προϊστορικής Τροίας δεν αποτελεί άλλη μία πτυχή των ελληνοτουρκικών διαφορών αλλά διαθέτει μία πιο σύνθετη διάσταση. Είναι ενδεικτικό ότι μία αρχαιολογική έκθεση του 1984, η οποία οργανώθηκε με τη συνεργασία της Βουλγαρίας και της Ανατολικής Γερμανίας, έφερε τον εύγλωττο τίτλο «Τροία  Θράκη: Αρχαιολογικοί θησαυροί από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και τη Βουλγαρία».[4]Στην έκθεση αυτή προβαλλόταν από τη βουλγαρική πλευρά η θέση ότι ο υλικός πολιτισμός της Τροίας της Εποχής του Χαλκού εντάσσεται σε εκείνον της Θράκης, η οποία ταυτίζεται εν πολλοίς με τη Βουλγαρία. Είναι προφανές ότι η οικειοποίηση της Τροίας μέσω αρχαιολογικών εκθέσεων έχει και μακρά ιστορία και πολλές πτυχές. Στον κατάλογο του Άμστερνταμ η Τροία των ιστορικών χρόνων, δηλαδή της περιόδου που εκτείνεται περίπου από τον αποικισμό της θέσης από το ελληνικό φύλο των Αιολέων ως την Ύστερη Αρχαιότητα, οπότε η θέση εγκαταλείφθηκε, εξετάζεται αποσπασματικά. Η επιλογή αυτή δυσχεραίνει την κατανόηση της ιστορικής πορείας της Τροίας για μιάμιση σχεδόν χιλιετία και τη μετατροπή της από ζωντανό σημείο αναφοράς σε έναν τόπο μνήμης για την παγκόσμια κοινότητα. Παρομοίως, προσεκτικότερης ανάλυσης στον κατάλογο του Άμστερνταμ έχρηζαν βασικές αρχαίες πηγές και γεγονότα του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ., τα οποία τεκμηριώνουν την ανάδειξη της Τροίας ως τόπου μνήμης και μάλιστα ως διαφιλονικούμενου τόπου μνήμης μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Στην εισαγωγή της Ιστορίας του Ηροδότου (1.1-5), ο Τρωικός πόλεμος παρουσιάζεται ως ένα επεισόδιο εκδίκησης σε μια μακρά σύγκρουση Ανατολής και Δύσης που εκτείνεται από τη μυθική προϊστορία ως τους Περσικούς πολέμους του πρώιμου 5ου αιώνα π.Χ. Θα έπρεπε όμως να τονιστεί ότι ο Ηρόδοτος αναγνωρίζει σαφώς ως περσικό το αφήγημα αυτό, από το οποίο κρατά αποστάσεις. Σε αναλύσεις του ίδιου αφηγήματος συχνά δίνεται έμφαση στις εκστρατείες του Ξέρξη στη Δύση (480 π.Χ.) και του Αλέξανδρου στην Ανατολή (334 π.Χ.) και στην επίσκεψη των δύο βασιλέων στην Τροία. Οι λεπτομέρειες όμως των επισκέψεων αυτών δεν έχουν τύχει επαρκούς προσοχής, μολονότι προσδίδουν μία νέα διάσταση στον ρόλο της Τροίας ως τόπου μνήμης. Πιο συγκεκριμένα, και οι δύο βασιλείς θυσιάζουν όχι μόνο στους δικούς τους μυθικούς προγόνους αλλά και σε εκείνους του αντίπαλου στρατοπέδου (Ηρόδοτος Ιστορία 7.43.2, Πλούταρχος,Αλέξανδρος, 1.15.7, Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις, 1.11.6). Για αυτούς, οι μυθικοί Τρώες και Έλληνες που έπεσαν στα τείχη της Τροίας δεν αποτελούν διακριτό αντικείμενο οικειοποίησης, ενώ η ίδια η θέση εκλαμβάνεται ως «κοινό μνήμα Ασίας και Ευρώπης» (Κάτουλλος, Ποίημα 68).

Η διάκριση των δύο μυθικών στρατοπέδων θα προβληθεί εμφατικά από τους Ρωμαίους, σύμφωνα με την παράδοση των οποίων μυθικός γενάρχης τους υπήρξε ο Τρώας πρίγκιπας Αινείας, ο οποίος κατόρθωσε να διαφύγει κατά την άλωση της πατρίδας του και κατέληξε στο Λάτιο. Η πρώτη αυτοκρατορική δυναστεία της Ρώμης επένδυσε πολύ στη μυθολογική καταγωγή των Ρωμαίων από τους Τρώες. Λέγεται μάλιστα ότι ο τελευταίος και πλέον αμφιλεγόμενος αυτοκράτορας της δυναστείας αυτής, ο Νέρωνας, απήγγειλε δημόσια ωδές για την καταστροφή της Τροίας την ώρα που η μεγάλη πυρκαγιά που συνδέθηκε με το όνομά του κατέκαιγε τη Ρώμη. Η οικειοποίηση των Τρώων από τους Ρωμαίους θα μεταφερθεί ως κληροδότημα σε δυτικοευρωπαϊκά έθνη κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, ιδίως μέσα από την Αινειάδα του Βιργιλίου. Ταυτιζόμενοι με τους Τρώες του Βιργιλίου, οι Δυτικοευρωπαίοι ανέπτυξαν μία αποστροφή για τους μυθικούς Έλληνες εκπορθητές της Τροίας, η οποία είχε σύγχρονες αναφορές στον ανταγωνισμό τους με τους ελληνόφωνους ορθόδοξους πληθυσμούς του Βυζαντίου. Η επικαιροποίηση αυτή προσέλαβε νέες διαστάσεις με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1453. Σύμφωνα με τον Έλληνα ιστορικό του Μωάμεθ Β΄, Μιχαήλ Κριτόβουλο, λίγο μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης ο Πορθητής επισκέφθηκε την Τροία και περιηγήθηκε στα μνημεία της για να διακηρύξει ότι εκδικήθηκε τους Έλληνες για την άλωση της Τροίας και την υπεροψία τους απέναντι στους Ασιάτες. Η αφήγηση αυτή περιπλέκεται από την έλλειψη ενδείξεων ότι η θέση της αρχαίας Τροίας παρέμεινε γνωστή στο διάστημα μίας σχεδόν χιλιετίας που χωρίζει τον Μωάμεθ Β΄ από την Ύστερη Αρχαιότητα, μία έλλειψη η οποία δεν θα έπρεπε να μείνει ασχολίαστη στον κατάλογο του Άμστερνταμ. Ανεξάρτητα από το αν ο Μωάμεθ Β΄ περιηγήθηκε στην ίδια την Τροία, η σχετική αφήγηση είναι αξιόπιστη και αποτελεί την αφετηρία της τουρκικής οικειοποίησης της Τροίας. Στον Μωάμεθ Β΄ μάλιστα αποδίδεται και μία απόκρυφη επιστολή με αποδέκτη τον Πάπα Πίο Β΄, στην οποία ο Σουλτάνος εκφράζει απορία γιατί οι Ιταλοί της εποχής του στρέφονται εναντίον του, ενώ εκείνος εκδικήθηκε για τον θάνατο του προγόνου τους Έκτορα. Η οικειοποίηση της Τροίας από τον Μωάμεθ Β΄ διαδόθηκε γρήγορα στην Ευρώπη καθώς το όνομα Τεύκροι, το οποίο χρησιμοποιεί ο Βιργίλιος για τους Τρώες, ομοιάζει με το όνομα Τούρκοι. Ενδεικτική της διάδοσης είναι η παρέμβαση του Πίου Β΄ εναντίον της ταύτισης των Τεύκρων και των Τούρκων ήδη το 1458.


Η Τροία ως χρυσό μήλο της Έριδος ανάμεσα σε δώδεκα πρωταγωνιστές του μύθου και της διαχρονικής οικειοποίησής της. Καθένας από αυτούς προβάλλεται σε σχέση με έναν τόπο ή μία έννοια: Αινείας (Ρώμη), Όμηρος (αθανασία), Σοφία Σλήμαν (ομορφιά), Ερρίκος Σλήμαν (αναγνώριση), Μάνφρεντ Κόρφμαν (όνειρο), Μωάμεθ Β΄ (εκδίκηση), Καρλ Μπλέγκεν (αίνιγμα), Ωραία Ελένη (έρωτας), Βίλελμ Ντέρπφελντ (πρόκληση), Γιόστ φαν ντελ Φόντελ (προμήνυμα), Δίας (σύγκρουση), Μουσταφά Κεμάλ (νίκη), Αύγουστος (καταγωγή), Μπραντ Πιτ (Χόλιγουντ), Μέγας Αλέξανδρος (έμπνευση), Έκτορας (ζωή). Από την έκθεση του Άμστερνταμ, φωτογραφία Μίκε Μπινκ.
Από την Αναγέννηση και εξής τα ομηρικά έπη προσελκύουν το βαθμιαία αυξανόμενο ενδιαφέρον των Δυτικοευρωπαίων, το οποίο εκδηλώνεται με μεταφράσεις των επών και καλλιτεχνικές δημιουργίες με ομηρική θεματολογία. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, το όποιο ενδιαφέρον του Μωάμεθ Β΄ για τον Όμηρο και την Τροία δεν βρίσκει εμφανή συνέχεια καθώς ο παγανιστικός κόσμος της αρχαιότητας δεν μπορούσε εύκολα να συμφιλιωθεί με τα κηρύγματα του Κορανίου. Η εικόνα αυτή άλλαξε στα μέσα του 19ου αιώνα, οπότε οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ, γνωστές και ως οθωμανική αναγέννηση, ευνόησαν τη συγκρότηση κοινωνικών ομάδων με ευρωπαϊκό προσανατολισμό, μοντερνιστικό πρόγραμμα και αρχαιογνωστικά ενδιαφέροντα. Σε αυτό το πλαίσιο προκύπτει το 1885/6 η πρώτη μετάφραση των ομηρικών επών στην τουρκική γλώσσα. Σε αυτή, όπως και στη σχετική οθωμανική βιβλιογραφία, ο Όμηρος προσδιορίζεται σαφώς ως Έλληνας ποιητής και ως τέτοιος προβάλλεται ποικιλοτρόπως από τους Ρωμιούς στη Σμύρνη της εποχής, όπως επισημαίνουν Τούρκοι συγγραφείς του καταλόγου. Το οθωμανικό ενδιαφέρον για την αρχαιότητα εκδηλώνεται με τη δημοσίευση του πρώτου αρχαιολογικού νόμου (1869) και τη σχεδόν ταυτόχρονη ανάδειξη της αρχαιολογικής συλλογής που από το 1846 βρισκόταν κοντά στο ανάκτορο Τοπκαπί σε «Αυτοκρατορικό Μουσείο». Μολονότι σαφώς εμπνευσμένο από δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα, το Μουσείο αποσκοπούσε στην αποτροπή των αποικιακών βλέψεων των Ευρωπαίων έναντι των αρχαίων μνημείων αλλά και των εδαφών της αυτοκρατορίας. Ενδεικτική της σύνδεσης μεταξύ των αρχαιοτήτων και της οθωμανικής επικράτειας είναι η οργάνωση των εκθεμάτων του Μουσείου όχι κατά χρονολογία ή υλικό, όπως στα δυτικά μουσεία, αλλά με βάση την οθωμανική επαρχία από την οποία προέρχονται.[5]Σε αυτή την ιστορική συγκυρία αρχίζει τις έρευνές του στην Τροία ο Ερρίκος Σλήμαν. Πριν αναδειχθεί σε αυτοδίδακτο αρχαιολόγο, ο Γερμανός είχε αναπτύξει περιπετειώδη εμπορική δραστηριότητα, κατά τη διάρκεια της οποίας βρέθηκε ναυαγός στα ανοικτά της Ολλανδίας, χρυσοθήρας στην Καλιφόρνια του πυρετού του χρυσού και έμπορος πυρομαχικών στη Ρωσία του Κριμαϊκού πολέμου. Η προσωπικότητα του Σλήμαν έχει αποτελέσει αντικείμενο εκτενών μελετών, όμως στην έκθεση του Άμστερνταμ παρουσιάζεται η άγνωστη σχέση του με την οθωμανική διοίκηση μέσα από αρχειακό υλικό που παρέμενε αναξιοποίητο ως την τελευταία πενταετία. Από αυτό αναδεικνύεται ότι ο Σλήμαν αρχίζει ανασκαφές στην Τροία το 1870 αγνοώντας αλλά και εξοργίζοντας την οθωμανική διοίκηση και τους ιδιοκτήτες της γης. Οθωμανοί και Σλήμαν συμφωνούν πως τα μισά ευρήματα της ανασκαφής θα δίνονταν στο Αυτοκρατορικό Μουσείο, όμως ο Γερμανός περιφρονεί τη συμφωνία και ως το 1873 φυγαδεύει στην Ελλάδα τα περισσότερα ευρήματα, συμπεριλαμβανομένου και του χρυσού του «Θησαυρού του Πριάμου». Η εξαγωγή του θησαυρού εξαγριώνει τους Οθωμανούς, οι οποίοι τον κηρύσσουν ανεπιθύμητο και ξεκινούν δικαστικό αγώνα εναντίον του στα αθηναϊκά δικαστήρια. Τελικά οι Οθωμανοί αναγκάζονται να συμβιβαστούν με μία πλούσια οικονομική αποζημίωση για έναν –τραγικά επίκαιρο– λόγο: την οικονομική κρίση του 1875. Λίγο μετά ο Σλήμαν επιστρέφει ανενόχλητος στην Τροία.
3.
Η Τροία και η σύγχρονη τουρκική οικειοποίηση
Μολονότι έχει πρόσφατα κηρυχθεί ανεπιθύμητος στην Τουρκία, ο Σλήμαν είναι διάσημος στην Ευρώπη. Το σκίτσο από τον βρετανικό τύπο του 1877 τον εικονίζει να ομιλεί για τη σχέση των ευρημάτων του στην Τροία με εκείνα των Μυκηνών σε μία κατάμεστη αίθουσα του Λονδίνου.
Η δυσπραγία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κλιμακώθηκε με το ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων. Στο πλαίσιο της οργάνωσης της οθωμανικής άμυνας αποστέλλεται το 1912 στην Καλλίπολη, τη χερσόνησο απέναντι από την Τροία, ο αξιωματικός Μουσταφά Κεμάλ. Αυτή τη θέση θα υπερασπισθεί σθεναρά τρία χρόνια αργότερα, κατά την απόβαση συμμαχικού στρατού Βρετανών και Γάλλων. Σύμφωνα με άφθονες μαρτυρίες, οι εμπόλεμοι νιώθουν να αναβιώνουν τον Τρωικό πόλεμο τρεις χιλιετίες μετά, στην απέναντι πλευρά των Δαρδανελλίων. Ο ίδιος ο Κεμάλ επισκέπτεται επανειλημμένα την Τροία και μετά από μία κρίσιμη νίκη διακηρύσσει πως πήρε εκδίκηση για τον Έκτορα, ανακαλώντας την ανάλογη αναφορά του Μωάμεθ Β΄.  Η δίνη των πολεμικών συρράξεων και της εθνικιστικής έξαρσης μέσα από την οποία δημιουργήθηκε η Τουρκική Δημοκρατία συντέλεσαν στη συγκρότηση ενός νέου εθνικού αφηγήματος, γνωστού ως «τουρκική ιστορική θέση».[6]Σύμφωνα με το νέο αφήγημα, το οποίο συνοψίζεται αποστασιοποιημένα στον κατάλογο του Άμστερνταμ, οι σύγχρονοι Τούρκοι είναι διάδοχοι όλων των πολιτισμών της Ανατολίας και όχι απλώς οι απόγονοι φύλων που μετανάστευσαν στη Μικρά Ασία από ανατολικότερα κατά τον ύστερο Μεσαίωνα. Ως εκ τούτου, οι προϊστορικοί και ιστορικοί πληθυσμοί της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένων των Τρώων, αναγνωρίζονται ως πρωτο-Τούρκοι. Σήμερα η θέση αυτή δεν γίνεται άκριτα αποδεκτή από τους Τούρκους ειδικούς, όπως διαφαίνεται σε κείμενα του καταλόγου, όμως εκτός του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος δεν λείπουν ακραίες θέσεις που θέλουν για παράδειγμα τους αρχαίους Έλληνες να κατάγονται από τους Τούρκους, την αρχαιοελληνική μυθολογία να βασίζεται στην τουρκική και τα προελληνικά τοπωνύμια του Αιγαίου να είναι τουρκικά. Η κεντρική σημασία κάθε είδους ονομάτων για την τουρκική οικειοποίηση της αρχαιότητας αναδεικνύεται με ενάργεια στον κατάλογο του Άμστερνταμ. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ονόματος Τροία και των οκτώ (!) διαφορετικών εκδοχών με τις οποίες αυτό έχει αποδοθεί στην τουρκική γλώσσα. Η εκδοχή Τρούβα (Truva), η οποία προέκυψε κατά τον 19ο αιώνα, απηχεί τη γαλλική εκφορά του ονόματος, καθώς και τον προσανατολισμό της τουρκικής διανόησης της εποχής προς τη Γαλλία. Αντίθετα, η εκδοχή Τούροβα (Turova) εκφράζει μια προσπάθεια εκτουρκισμού του ονόματος, καθώς η λέξη όβα σημαίνει πεδιάδα στην τουρκική, ενώ η εκδοχή Τρόγια (Troya) προτιμήθηκε από διανοούμενους του μέσου και ύστερου 20ού αιώνα, οι οποίοι έδιναν έμφαση στις πολιτισμικές συνάφειες της αρχαίας Τροίας με την υπόλοιπη Ανατολία. Σήμερα στην Τουρκία, όπως και διεθνώς, είναι διαδεδομένη η εκδοχή Τροία (Troia), η οποία ακολουθεί πιστά την απόδοση του ονόματος στα ομηρικά έπη και την αρχαιοελληνική λογοτεχνία. Παρά τον προφανή αυτόν συσχετισμό, έκδηλη είναι η αγωνία ενός Τούρκου συναδέλφου στον κατάλογο του Άμστερνταμ να τεκμηριώσει ότι τη γραφή αυτή του ονόματος υιοθέτησαν πρώτα Τούρκοι αρχαιολόγοι.

Ο προσεχτικός αναγνώστης του καταλόγου θα παρατηρήσει ανάλογη πολυφωνία και στον προσδιορισμό της ευρύτερης γεωγραφικής επικράτειας της Τροίας. Στο υποθετικό ερώτημα «πού βρίσκεται η Τροία;» οι απαντήσεις που δίνονται στον κατάλογο είναι τρεις: στην Τουρκία, στην Ανατολία, στη Μικρά Ασία. Τα κείμενα του προλόγου προκρίνουν σαφώς την πρώτη απάντηση, όμως στο μεγαλύτερο κομμάτι του καταλόγου, και ειδικά στα κείμενα για την Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα, που υπογράφονται από ολλανδούς συγγραφείς, αποφεύγεται ο όρος Τουρκία (με εξαίρεση την ενότητα 2.1), σύμφωνα με τη διαδεδομένη επιστημονική προτίμηση για γεωγραφικούς όρους που δεν εμπεριέχουν εθνικούς ή πολιτικούς προσδιορισμούς. Από το ίδιο τμήμα δεν λείπει ο όρος Ελλάδα, παρά τη σχετική αμηχανία που διαφαίνεται σε έναν χάρτη, όπου, σε αντίθεση με όμορες περιοχές, η ελληνική χερσόνησος δεν φέρει κανέναν γεωγραφικό προσδιορισμό.
Οι όροι Ανατολία και Μικρά Ασία, οι οποίοι πρωτοεμφανίζονται στη ρωμαϊκή περίοδο, απαντούν εναλλακτικά τόσο στον εξεταζόμενο κατάλογο όσο και στη διεθνή βιβλιογραφία, με τη διαφορά ότι ο όρος Ανατολία απαντά σε μελέτες που ασχολούνται με την προϊστορία της περιοχής (ως το 1000 π.Χ. περίπου), ενώ ο όρος Μικρά Ασία χαρακτηρίζει δημοσιεύματα που καλύπτουν υστερότερες περιόδους. Σε οθωμανικά κείμενα απαντά συχνά ο όρος Μικρά Ασία, όμως μετά τη διατύπωση της τουρκικής ιστορικής θέσης επικράτησε εντός της Τουρκίας το όνομα Ανατολία. Είναι μάλλον παράδοξο ότι η εθνικιστικής έμπνευσης αυτή μεταστροφή επέβαλε έναν όρο που δεν είναι απλά ελληνικός αλλά και ελληνοκεντρικός, βασισμένος στη θέση τής εν λόγω γεωγραφικής ενότητας στα ανατολικά της Ελλάδας (πβ. το όνομα Ήπειρος, το οποίο εκφράζει την οπτική των νησιωτών του Ιονίου). Εξίσου παράδοξο είναι ότι ο όρος αυτός αντικατέστησε το όνομα Μικρά Ασία, η βάση του οποίου (δηλαδή το όνομα Ασία) εκφράζει πιθανότατα μια γηγενή πρόσληψη της εν λόγω περιοχής που πρωτοεμφανίζεται ήδη στα μέσα της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. στα αρχεία της πρωτεύουσας των Χετταίων Χατούσας, κοντά στη σημερινή Άγκυρα.
Από την τουρκική οικειοποίηση και τη σχετική ονοματολογία δεν διαφεύγει ο ίδιος ο Όμηρος, ο οποίος αναβαπτίζεται σε Ομέρ, απηχώντας ένα δημοφιλές τουρκικό όνομα, και χαρακτηρίζεται ως ποιητής της Ανατολίας. Αναβιώνει έτσι η διεκδίκηση της πατρότητας του Ομήρου, η οποία μαινόταν στην αρχαιότητα μεταξύ διαφόρων ελληνικών πόλεων, οι οποίες έκοβαν νομίσματα με τη μορφή του ή ανέγειραν οικοδομήματα και αγάλματα προς τιμή του. Στις μέρες μας μάλιστα ένα τέτοιο άγαλμα διεκδικούσαν επί δώδεκα χρόνια τα μουσεία της Σμύρνης και της Εφέσου. «Ο καθένας έχει τον Όμηρο που του αξίζει», υπενθύμισε πολύ πρόσφατα στο αθηναϊκό κοινό ο Βάλτερ Μπούρκερτ,[7] ένας από τους σπουδαιότερους κλασικιστές του καιρού μας, και αυτή η διατύπωση δεν καλύπτει μόνο τις σύγχρονες ερευνητικές προσεγγίσεις του ποιητή αλλά και τις πολιτικές οικειοποίησής του.
Η οικειοποίηση της Τροίας και του Ομήρου συνεχίζεται αδιάλειπτα, όπως υπενθυμίζει ο επίλογος του κατάλογου της έκθεσης του Άμστερνταμ, ο οποίος πάντως κλείνει σε αντιπολεμικό κλίμα εμπνευσμένο από τη σύγχρονη λογοτεχνία. Στη μνήμη μου έρχεται ο στίχος του Σεφέρη «για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη».


[1] Κατάλογος έκθεσης στη Γερμανία: Troia: Traum und Wirklichkeit (2001). Κατάλογος έκθεσης Κωνσταντινούπολης: E. Işın (επιμ.), Troy: Journey to a City Between Legend and Reality (2002).
[2] I. Morris, “Archaeologies of Greece”, στο I. Morris (επιμ.), Classical Greece: Ancient Histories and Modern Archaeologies, 8-47 (1994), σ. 11.
[3] K. Demakopoulou (επιμ.), Troja, Mykene, Tiryns, Orchomenos: Heinrich Schliemann zum 100. Todestag (1990).
[4] Βλ. το δεύτερο σκέλος της έκθεσης J. R. ter Molen, D. U. Kuyken-Schneider (επιμ.), Het Goud der Thraciërs (1984), σ. 190-258.
[5] Για τη σχέση των Οθωμανών με τις αρχαιότητες βλ. Z. Bahrani, Z. Çelik, E. Eldem (επιμ.),Scramble for the Past: A Story of Archaeology in the Ottoman Empire, 1753-1914 (2011), ιδίως τις μελέτες των E. Eldem, W. K. Shaw και Z. Çelik.
[6] Για τη διαμόρφωση της θέσης αυτής και την αρχαιολογική της διάσταση βλ. τελευταία C. Erimtan, Hittites, “Ottomans and Turks: Ağaoğlu Ahmed Bey and the Kemalist construction of Turkish nationhood in Anatolia”, Anatolian Studies 58 (2008), 141-171.
[7] Η ομιλία “New Evidence for Homer: Sixty Years Retrospect” δόθηκε από τον Μπούρκερτ στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2012. Στον ίδιο οφείλω την πληροφορία ότι η διατύπωση αυτή βασίζεται σε ρήση του εκλιπόντος φιλόλογου Oskar Raith, η προέλευση ή πρωτοτυπία της οποίας παραμένει απροσδιόριστη.

ΠΗΓΗ bookreview.gr