Εισαγωγή
Το νομοσχέδιο της κυβέρνησης για
την «προστασία» από τους πλειστηριασμούς προκαλεί απογοήτευση και
προβληματισμό. Άλλωστε, αποτελεί προϊόν μιας διαπραγμάτευσης από την οποία
έλειπαν οι ενώσεις καταναλωτών και ενώ το σύνολο σχεδόν των κοινωνικών,
επαγγελματικών και επιστημονικών φορέων είχε διατυπώσει το αίτημα για τριετή
αναστολή πλειστηριασμών με το ισχύον καθεστώς.
Πρόκειται στην ουσία για μια
γενική απελευθέρωση των πλειστηριασμών, με περιορισμένη μόνο προστασία της
κύριας κατοικίας, καθώς η ευεργετική για την πλειοψηφία των δανειοληπτών
απαγόρευση πλειστηριασμών όλων των ακινήτων για οφειλές κάτω από 200.000 ευρώ
σε τράπεζες καταργείται. Αποτέλεσμα αυτής της κατάργησης είναι η έκθεση στον
κίνδυνο πλειστηριασμού έναντι εξευτελιστικών τιμημάτων ακίνητα όπως εξοχικές
κατοικίες, οικόπεδα, καταστήματα που αποφέρουν ενδεχομένως κάποιο εισόδημα, και
ενώ δεν έχουν εκλείψει, αντίθετα έχουν επιδεινωθεί, οι συνθήκες υπό τις οποίες
αρχικά νομοθετήθηκε η προστασία αυτή το 2008.
Όμως και η ανακοινωθείσα προστασία
της κύριας κατοικίας διαφαίνεται ότι θα είναι πολύ περιορισμένη. Συμπεραίνει
κανείς ότι οι εμπνευστές ενός τέτοιου σχεδίου είναι αποκομμένοι από την
πραγματική κατάσταση που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία, καθώς δε
λαμβάνονται υπόψη αφενός το κόστος αξιοπρεπούς διαβίωσης του νοικοκυριού και
αφετέρου οι εξωπραγματικές, για τα δεδομένα της αγοράς, αντικειμενικές αξίες
των κατοικιών. Ως εκ τούτου, τα κριτήρια που ανακοινώθηκαν δεν είναι
αντικειμενικά και δίκαια, αλλά βασίζονται σε απρόσωπους αριθμούς και μέσους
όρους. Δεν εφαρμόστηκε καμία επιστημονική μέθοδος για την εξαγωγή συμπερασμάτων
σχετικά με τον αριθμό των δανειοληπτών που θα ευεργετηθούν από την προστασία. Η
αναφορά της κυβέρνησης στο 90% των οφειλετών θυμίζει τις πανηγυρικές
διατυπώσεις το καλοκαίρι του 2013, ότι ο νόμος για τη ρύθμιση των ενήμερων
ενυπόθηκων δανείων θα αφορούσε πάνω από 100.000 δανειολήπτες∙ τελικά αφορούσε λιγότερους
από χίλιους.
Ως εκ τούτου, η διαφαινόμενη
προστασία της κύριας κατοικίας δεν αποτελεί παρά προετοιμασία για την πλήρη
κατάργησή της:
1)
Δεν προστατεύεται καμία
κατοικία με αντικειμενική αξία άνω των 200.000 ευρώ, ακόμη δηλαδή κι αν ο
δανειολήπτης δεν διαθέτει στοιχειώδες εισόδημα για την κάλυψη των βιοτικών
αναγκών, ακόμη κι αν η συγκεκριμένη κατοικία του είναι το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο.
2)
Δεν προστατεύεται
περαιτέρω καμία κατοικία όταν ο
δανειολήπτης έχει συνολική κινητή ή ακίνητη περιουσία αξίας άνω των
270.000 ευρώ, ανεξαρτήτως των βαρών που φέρει η άλλη ακίνητη περιουσία. Εύλογα
όμως αναρωτιέται κανείς αν ο οφειλέτης έχει κι άλλη περιουσία, στην οποία πλέον
η τράπεζα αποκτά ανεμπόδιστη πρόσβαση για πλειστηριασμό, ποιος ο λόγος να
υποστεί, στην παρούσα μάλιστα συγκυρία, και την απώλεια της κατοικίας του.
Προφανώς, η υποτίμηση της αξίας της κατοικίας του δανειολήπτη θα αντισταθμιστεί
για την τράπεζα που συνέπραξε σε
αυτή από την ολοσχερή οικονομική
καταστροφή του.
3)
Δεν προστατεύεται η
κατοικία κάτω των 200.000 ευρώ, ακόμη κι αν είναι το μοναδικό περιουσιακό
στοιχείο, όταν δεν συνοδεύεται και από αξιόλογες κατά περίπτωση δόσεις
καταβολών. Τούτο δε ανεξαρτήτως του αν η κάλυψη των οικογενειακών δαπανών
διαβίωσης επιτρέπει αντίστοιχο περίσσευμα εισοδήματος για τους πιστωτές.
4)
Και για όσους όμως η
κατοικία τους προστατεύεται, το νομοσχέδιο προβλέπει σύντομες αποσβεστικές
προθεσμίες που η μη τήρησή τους οδηγεί στην απώλεια του δικαιώματος. Ο
δανειολήπτης υποβάλλεται σε μία γραφειοκρατική και πληροφοριακή καταδυνάστευση
απέναντι στο σύνολο των πιστωτών που τον απειλούν. Το κακό προηγούμενο της
εφαρμογής του Ν.4161/2013 οδηγεί στη σκέψη ότι οι τράπεζες, κρατώντας πλέον το
όπλο του πλειστηριασμού στα χέρια τους, θα προκαλούν συνεχώς προσκόμματα στους
δανειολήπτες, επιβάλλοντας κατασχέσεις και ωθώντας τους να προσφεύγουν σε
δαπανηρές δικαστικές διαδικασίες για να αποδείξουν τα αυτονόητα.
Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι
οι οφειλές θα συνεχίσουν να εκτοκίζονται κατά τη διάρκεια της «προστασίας»,
φορτώνοντας με υπέρογκους τόκους ιδίως τα προϊόντα καταναλωτικής πίστης, ενώ
για άλλη μία φορά οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι έμποροι θεωρούνται ως
συλλήβδην κλέφτες και φοροφυγάδες.
Κατ’ άρθρο
σχολιασμός
Η ΕΚΠΟΙΖΩ και η ΠΟΜΕΚ διαφωνούν
επί της αρχής με το σύνολο των διατάξεων του νομοσχεδίου. Σε κάθε περίπτωση,
προτείνονται οι παρακάτω τροποποιήσεις με σκοπό την έστω και τελευταία στιγμή
βελτίωση των ρυθμίσεων.
Άρθρο 1
1)
Το εδάφιο 1 της
υποπαρ. δ της παρ. 1 προστίθεται στο τέλος η φράση: «και από δύο
εκπροσώπους ενώσεων καταναλωτών».
2)
Προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής: «Οι δανειστές υποχρεούνται να υποβάλλουν στο
τέλος κάθε τριμήνου αναλυτικά στοιχεία σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος
νόμου».
Άρθρο 2
1)
Στην παρ. 1 υποπαρ. α εδ. 1 μετά τη λέξη «κύριας» προστίθεται η φράση «ή μοναδικής».
2)
Το εδάφιο 1 της υποπαρ. Α της παρ. 1 τροποποιείται
ως εξής: «…, εφόσον η αντικειμενική αξία
του ακινήτου δεν υπερβαίνει το αφορολόγητο όριο απόκτησης πρώτης κατοικίας
προσαυξημένο κατά 50 τοις εκατό, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 2 εδ. Α Ν.3869/2010».
3)
Στην παρ. 1 υποπαρ. β εδ. 1 περ. ββ) διαγράφονται
τα εξής: «η συνολική αξία ……. και εξ
αυτής».
4)
Στην παρ. 2 υποπαρ. α εδ. 1 διαγράφεται η φράση «και λεπτομερής αναγραφή …….. την υποβολή της
υπεύθυνης δήλωσης».
5)
Στην παρ. 2 υποπαρ. α το εδ. 2 τροποποιείται ως
εξής: «Σε περίπτωση μη τήρησης της
υποχρέωσης της παρούσας υποπαραγράφου μέχρι 28/2/2014 ή εντός δύο μηνών από την
επίδοση κάθε πράξης εκτέλεσης πριν την τελευταία, αίρεται για το συγκεκριμένο
οφειλέτη και τη συγκεκριμένη οφειλή η απαγόρευση του πλειστηριασμού.»
6)
Στην παρ. 2 υποπαρ. β εδ. 3 διαγράφεται η περίπτωση
ββ).
7)
Στην παρ. 3 το εδ. 1 τροποποιείται ως εξής: «Κατά
τη διάρκεια απαγόρευσης πλειστηριασμού, οι οφειλέτες υποχρεούνται να
καταβάλλουν προς τους δανειστές ελάχιστη μηνιαία δόση ως εξής:
Μέλη
οικογένειας
|
Εισόδημα
|
Καταβολή
|
Εισόδημα
|
Καταβολή
|
1 άτομο
|
< 10.000 ευρώ ετησίως
|
μηδενική
|
>10.000 ευρώ
|
100% υπερβάλλοντος εισοδήματος
|
2 άτομα
|
< 12.000
|
μηδενική
|
> 12.000 ευρώ
|
80% υπερβάλλοντος εισοδήματος
|
Κάθε προστατευόμενο μέλος
|
Προσαύξηση 3.000 ευρώ για κάθε
μέλος
|
μηδενική
|
Πάνω από τα όρια μηδενικής
καταβολής
|
Σύμφωνα με τα παραπάνω μείον 20%
για κάθε μέλος
|
8)
Στην παρ. 3 εδ. 2 τροποποιείται η φράση «το κατά τα ανωτέρω ……… ενήμερης δόσης»
ως εξής: «ισχύει ότι και στο εδ. 1».
9)
Στην παρ. 3 εδ. 4 προστίθεται στο τέλος του εδαφίου
η φράση «και πάγωμα εκτοκισμού».
10) Στο τέλος
της παρ. 4 προστίθεται εδ. 2 ως εξής: «Σε
περίπτωση άρσης της απαγόρευσης για τον πρωτοφειλέτη, η τράπεζα υποχρεούται να
κοινοποιήσει με δικαστικό επιμελητή την άρση στον εγγυητή».