«Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι,
Καθώς έχουν προηγηθεί τόσο ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις, αρχικά από τους δύο Δημοτικούς Συμβούλους, εν συνεχεία από τον Καθηγητή κ. Αλιβιζάτο, ο οποίος κέντρισε το πνεύμα μας με προτάσεις και ιδέες που είχαν το υπόβαθρο της επιστημονικής αρτιότητας του ιδίου και, τέλος, από τον Ανδρέα Παπαδόπουλο με την πολιτική επάρκειά του, έχουν μείνει πολύ λίγα πράγματα να προσθέσει κανείς, σήμερα, ευρισκόμενος στη θέση μου.
Σήμερα, έχουμε την ευκαιρία να βρεθούμε εδώ, στον Πειραιά, σε μία περιοχή που έχει πονέσει, που έχει βιώσει την κρίση, βλέποντας την αγωνία και τον προβληματισμό και ταυτόχρονα τον τρόπο με τον οποίο πραγματικά μπορεί η ελληνική κοινωνία να ξεπεράσει την κρίση, με ένα προοδευτικό πρόσημο, με μία αντίληψη, η οποία μπορεί να αλλάξει τα πράγματα, με αισιοδοξία και ελπίδα.
Νομίζω πραγματικά ότι αν έχει νόημα να μιλήσει σήμερα κανείς για ιδέες, για αξίες και για οράματα πρέπει να έχει στο μυαλό του τρεις βασικές έννοιες, οι οποίες απασχολούν κάθε προοδευτικό άνθρωπο σε κάθε μέρος του πλανήτη, σε όποια τάξη και αν ανήκει. Πρόκειται για την κοινωνική συνοχή, την κοινωνική δικαιοσύνη και την ισότητα.
Θα προσπαθήσω να περιγράψω, στην αρχή της ομιλίας μου, το φωτεινό και το σκοτεινό κομμάτι του χτες αυτής της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης, η οποία εξέφρασε κατά καιρούς την πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών.
Αν υπάρχει ένα έτος σταθμός, αυτό είναι, προφανώς, το 1981. Τότε που τέθηκαν οι βάσεις για μια νέα, ισχυρή και δημοκρατική τοπική αυτοδιοίκηση, για ένα εθνικό σύστημα υγείας, για μία πραγματικά δημοκρατική αντιπροσώπευση των εργαζομένων.
Αν κάποιος έχει στο μυαλό του ότι αυτή η χώρα έκανε ραγδαία βήματα προς τα μπροστά, προς την πραγματική ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, θα σκεφτεί το 1993 και αργότερα το 1996, με τον Κώστα Σημίτη. Τότε, που για πρώτη φορά, η χώρα κατάλαβε τι σημαίνει αξιοκρατία. Τότε, που για πρώτη φορά, μάθαμε τις ανεξάρτητες διοικητικές αρχές. Τότε, που για πρώτη φορά, η ελληνική κοινωνία συνειδητοποίησε ότι υπάρχει ευρωπαϊκή προοπτική, στην οποία μπορούμε, ως χώρα, να σταθούμε ισότιμα.
Πήγαν, όμως, όλα τόσο καλά; Δηλαδή, υπήρξε μία περίοδος, στην οποία πήγαν όλα τέλεια και, τελικά, επειδή υπάρχει η Μέρκελ, η παγκόσμια οικονομική κρίση και μία ευρωπαϊκή κρίση, την οποία αντιλαμβάνεται ο καθένας, βρισκόμαστε εδώ που βρισκόμαστε;
Η απάντηση, προφανώς, δεν μπορεί να είναι άλλη από το όχι.
Προφανώς ευθύνεται η γιγάντωση του δημοσίου τομέα. Προφανώς ευθύνεται ένας κρατικοδίαιτος ιδιωτικός τομέας. Προφανώς στην πορεία του χρόνου μπερδεύτηκε η έννοια της αλληλεγγύης με τον πελατειασμό και η έννοια του συνδικαλισμού με τον συντεχνιασμό.
Αν το 2001 έλεγαν κάποιοι ότι πρέπει να αλλάξουμε «γήπεδο», ήρθε το 2004, με τη μεταρρυθμιστική αδράνεια και την κόπωση και με μια γιγάντωση του δημοσίου τομέα, που ουσιαστικά οδήγησε τη χώρα, αντί να αλλάξει «γήπεδο», αντί να περάσει σε νέα ευρωπαϊκά «γήπεδα», να κλειστεί ακόμη περισσότερο στον εαυτό της. Η χώρα, μετά την ένταξή της στην ΟΝΕ, αντί να «τρέξει», καθηλώθηκε σε μια μεταρρυθμιστική αδράνεια, με αποτέλεσμα να μην επέλθει η αναμενόμενη ανάπτυξη.
Και ακολούθησαν τα δύσκολα διλήμματα τις κρίσης. Το ένα πίσω από το άλλο.
Όταν έρχεται η κρίση, είναι πολύ δύσκολο να επιχειρηματολογεί κανείς. Οι κραδασμοί και οι αναταράξεις της περιστολής των δαπανών και των περικοπών στους μισθούς και τις συντάξεις δεν άφησαν χρόνο για επιχειρηματολογία.
Μια ελληνική κοινωνία, που είχε μάθει διαφορετικά, δυσκολεύτηκε να καταλάβει ότι δεν υπήρχε εύκολος δρόμος. Όταν δεν υπάρχει χρόνος ανθεί η συνωμοσιολογία και η κοινωνία οδηγείται στα άκρα.
Χωριστήκαμε, ξαφνικά, με παλιούς και νέους συντρόφους, σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς, σε προδότες και εθνικούς ήρωες. Και όταν μπαίνουν αυτά τα διλήμματα, η πολιτική χάνει το περιεχόμενό της.
Ας δούμε, λοιπόν, τί χρειάζεται να κάνουμε σήμερα, στην εποχή των συμπληγάδων του ψεύτικου, μικρού δικομματισμού.
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να μάθουμε από τα λάθη μας. Όποιος οραματίζεται ένα ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80, προφανώς, δεν έχει την εικόνα του μέλλοντος, δεν βιώνει τη σημερινή πραγματικότητα και δεν ξέρει πως θα προχωρήσουμε μπροστά.
Σήμερα, είναι ανάγκη να πούμε ξεκάθαρα στους συμπολίτες μας ότι χρειαζόμαστε να έχουμε όσο κράτος είναι αναγκαίο, όση αγορά είναι δυνατή, αλλά και όση κοινωνία των πολιτών είναι δυνατή. Για να έχουμε κοινωνική δικαιοσύνη βασισμένη στη διαφάνεια, στην αξιοκρατία αλλά και στην αλληλεγγύη αντί, της εύκολης πρότασης του λαϊκισμού, που σήμερα, περισσότερο από ποτέ, οδηγεί στον νεοναζισμό.
Χρειαζόμαστε μία ρεαλιστική ανάλυση της κοινωνικής μας πραγματικότητας, προκειμένου να εκφράσουμε ξανά ένα όραμα που δίνει πειστικές απαντήσεις στα σημερινά ερωτήματα και εκφράζει την προοπτική που έχει ανάγκη η κοινωνία.
Μία νέα κοινωνική συμμαχία με μία νέα στρατηγική για την Ελλάδα στην Ευρώπη. Γιατί, Ελλάδα χωρίς Ευρώπη δεν υπάρχει, όπως, όμως, δεν υπάρχει και Ευρώπη χωρίς Ελλάδα.
Για όλα αυτά, χρειαζόμαστε μία μεγάλη Κεντροαριστερά, μία μεγάλη Προοδευτική Δημοκρατική Παράταξη, χωρίς ταμπέλες, χωρίς τραπέζια και χωρίς μυστικά δείπνα. Χρειαζόμαστε αντιστοίχηση με τις σιωπηλές δυνάμεις, οι οποίες περιμένουν πίσω από την κλειστή πόρτα, στην οποία αναφέρθηκε προηγουμένως ο Καθηγητής.
Απαιτούνται αξιόπιστοι δίαυλοι με τους εργαζόμενους και τους χώρους εργασίας, με τον υγιή και σοβαρό συνδικαλισμό, που δίνει καθημερινά μάχες απέναντι στον λαϊκισμό, του οποίου η χειρότερη μορφή ανθεί, δυστυχώς ακόμη και σήμερα, στις οργανώσεις των εργαζομένων.
Απαιτείται μια διαφορετική αυτοδιοίκηση, που θα δίνει καθημερινά τη μάχη για το τοπικό, σκεφτόμενη το παγκόσμιο και εκφράζοντας την πραγματική σοσιαλδημοκρατία.
Δεν χρειάζονται σήμερα διοικητικές καταργήσεις κομμάτων. Χρειάζεται μία και μόνο αρχή. Η αρχή της συνεργασίας σε επίπεδο προγραμματικό, προς τα μπροστά και για το μέλλον.
Και απαιτείται συνεργασία όλων των κομμάτων και των κινήσεων, που αυτοτοποθετούνται στην κεντροαριστερά.
Για να εκφράσουμε, ξανά, αυτό που έχει σήμερα ανάγκη το μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, είτε είναι φτωχοί και μεσαίοι με εργασία, είτε φτωχοί χωρίς εργασία, είτε φτωχοί συνταξιούχοι, είτε μεσαίοι συνταξιούχοι. Έχουν όλοι ανάγκη να δουν την πειστική, τη ρεαλιστική, αλλά και, ταυτόχρονα, με προοπτική πρόταση της μεγάλης Δημοκρατικής Παράταξης.
Κλείνω, με μια φράση του Βίλι Μπράντ, που σήμερα είναι πιο επίκαιρη από ποτέ: «Να τολμήσουμε περισσότερη δημοκρατία».
Σας ευχαριστώ πολύ.»