Η Σμύρνη πάντα είχε ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου. Ήταν η χαμένη πατρίδα, ο καημός μου. Φτάνοντας, το πρώτο πράγμα που ήθελα να κάνω είναι να επισκεφτώ την περίφημη προκυμαία, εκεί που “συνωστίζονταν” το 1922. Η εικόνα του φλεγομένου λιμανιού βασανίζει το μυαλό μου χρόνια. Με είχαν προειδοποιήσει ότι η σημερινή πόλη σε τίποτα δε θυμίζει την παλιά κοσμοπολίτικη Σμύρνη των αρχών του 20ου αιώνα, τότε που στην πόλη ζούσαν περισσότεροι από 160.000 Έλληνες. Δεν το πίστεψα.
Πρώτα επισκέφτηκα το Κορδελιό, την άλλοτε ελληνική συνοικία κι έπειτα το Κονάκι, την πλατεία του τότε Διοικητηρίου. Εκεί χτυπάει σήμερα η καρδιά της πόλης. Στη συνέχεια, έψαξα να βρω παλιά ελληνικά σπίτια. Τελευταίος μου προορισμός η Αγία Φωτεινή. Στη Σμύρνη, δεν έχει απομείνει Ελληνική ορθόδοξη εκκλησία και για τις θρησκευτικές ανάγκες όσων έχουν απομείνει, το ελληνικό προξενείο έχει νοικιάσει μια καθολική εκκλησία. Ευτυχώς, λόγω των ελληνικών γκρουπ που συρρέουν στην περιοχή για τουριστικούς λόγους, η εκκλησία λειτουργεί κάθε, σχεδόν, Κυριακή. Εκεί, ψάχνοντας για κάποιον Έλληνα της πόλης, με παρέπεμψαν στην κυρία Φωτεινή, τη γηραιότερη Ελληνίδα, χριστιανή ορθόδοξη της Σμύρνης.
Μεταξύ του Κορδελιού και της Σμύρνης, βρίσκεται παραλιακά το Μπαϊρακλή. Εκεί βρίσκεται το σπίτι, όπου η κ. Φωτεινή ζει τα τελευταία 30, περίπου, χρόνια. «Εγώ, κορίτσι μου, είμαι η μόνη Χριστιανή Ορθόδοξη σε ολόκληρο το Μπαϊρακλή», μου είπε με περηφάνια μόλις φτάσαμε στο σπίτι, το οποίο ήταν ακριβώς όπως το φανταζόμουν· με παλιά αρχοντικά έπιπλα, όμορφα στολισμένα φλιτζανάκια, φωτογραφίες και εικόνες παντού.
Η κ. Φωτεινή Ντεβριές γεννήθηκε το 1931 στη Χίο και ήρθε στη Σμύρνη δύο χρόνια αργότερα. Έντεκα ακριβώς χρόνια μετά την καταστροφή. Η μητέρα της μαζί με τις δύο μεγαλύτερες αδερφές της, Πλουσία και Λουΐζα, είχαν έρθει λίγα χρόνια νωρίτερα. Τα χρόνια που ακολούθησαν της καταστροφής, η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν τόσο δύσκολη, που πολλές γυναίκες από τη Χίο και τα γύρω νησιά κατέφευγαν στα τουρκικά, πια, παράλια για να βρουν δουλειά. Αφότου πέθανε ο πατέρας της, “στάλθηκε” κι αυτή στη Σμύρνη. «Στο ταξίδι κοιμήθηκα στην αγκαλιά του καπετάνιου», μου είπε χαμογελώντας. Αργότερα η μητέρα της, την οποία παρομοίασε με “κλώσα που είχε κάτω από τις φτερούγες της τα τρία της πουλιά”, την πήγε στις Γαλλίδες καλόγριες, όπου έμεινε πολλά χρόνια και σπούδασε γαλλικά. Έπειτα δούλεψε ως δασκάλα.
-«Για τη φωτιά που έκαψε τη Σμύρνη, τι ακούγατε όταν ήσασταν μικρή;», τη ρώτησα. -«Ο ένας έλεγε ότι την έβαλε Τούρκος, ο άλλος Έλληνας, ο άλλος ότι την έβαλαν οι Αρμένιοι. Τώρα πια κανένας δε μιλάει για τη φωτιά. Την ελληνική συνοικία που καταστράφηκε, θυμάμαι, τη λέγαμε “τα καμένα”».
Η κ. Φωτεινή παντρεύτηκε 2 φορές κι απέκτησε ένα γιο, τον Λορέντζο, που είναι σήμερα 55 ετών. Η ίδια επισκέφτηκε λίγες φορές τη γενέτειρά της, αλλά ο Λορέντζο δεν πήγε ποτέ την Ελλάδα. «Συνέχεια μου λέει να πάω να μείνω κοντά του στο Αλσαντζάκ, αλλά δε θέλω. Εσύ θα εγκατέλειπες αυτό το σπίτι;», με ρώτησε δείχνοντας μου προς το παράθυρο. «Εγώ θέλω να ξυπνάω κάθε μέρα και να βλέπω τον ουρανό μαζί με τη θάλασσα. Έτσι έχω μάθει».
Με τους Τούρκους είχε πάντα καλή σχέση. «Στη γειτονιά με αγαπούν και με φωνάζουν “γιαγιά”. Ποτέ όμως δεν είχα ιδιαίτερες σχέσεις με κανένα. Δεν τους ενοχλούσα και δε με ενοχλούσαν». -«Ακόμα και στις δύσκολες περιόδους μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, εσείς πάλι καλά τα πηγαίνατε με τους Τούρκους;», τη ρώτησα. -«Τότε ήταν αλλιώς. Τρέμαμε σαν τα ψάρια. Βγαίναμε από το σπίτι μόνο όταν υπήρχε μεγάλη ανάγκη και γυρίζαμε πίσω γρήγορα. Ειδικά τότε με την Κύπρο. Φόβος! Μόνο αυτό θυμάμαι. Αλλά δόξα τω Θεώ, ούτε τότε μας ενόχλησε κανείς».
Μου μίλησε και για τη λαχτάρα των άλλων αλλόθρησκων, Εγγλέζων, Γάλλων, Ιταλών, καθώς κι όλων των υπολοίπων που δεν είχα τουρκικά χαρτιά. Μου είπε πως έδιωξαν πολύ κόσμο, ιδιαίτερα το ’55 και το ’60· ανάμεσα σε αυτούς και μία από τις αδερφές της. Η ίδια ευτυχώς γλίτωσε, καθώς ο δεύτερος άντρας της, ο Νίκος, είχε τουρκικά χαρτιά. «Μόνο όταν τον παντρεύτηκα κι απέκτησα κι εγώ τουρκικά χαρτιά, μπόρεσα κι ηρέμησα».
Το σπίτι ήταν γεμάτο από εικόνες κι ένα μικρό εικονοστάσι. Μου μίλησε πολλές φορές για την αγάπη της προς το Θεό. «Όλους τους αγαπώ. Και το παιδί μου και τα εγγόνια μου, αλλά πιο πολύ αγαπώ Εκείνον. Συνέχεια κάνω την προσευχή μου και Τον παρακαλάω να μου δώσει ένα καλό θάνατο. Ολομόναχη είμαι. Είχα παρέα αλλά όλοι πέθαναν. Έχω ανάγκη να πιστεύω. Ξέρεις με τη λαχτάρα περιμένω να έρθει η Κυριακή και να πάω στην εκκλησιά να ακούσω ελληνικά και τη λειτουργία;», με ρώτησε λίγο πριν φύγω.
Αποχώρισα σκεφτόμενη τα παιδικά χρόνια αυτής της γυναίκας. Πώς είναι να έρχεσαι μωρό στην κατεστραμμένη Σμύρνη, που τόσο άργησε να συνέλθει από την καταστροφή; Να μεγαλώνεις ακούγοντας για τη φωτιά, το διωγμό και τον αφανισμό των Ελλήνων…
Eπιμέλεια: Ηρώ Πιττίδ