Του Κ. Γανιάρη
Αντιπεριφερειάρχη Χίου
Όσοι ζήσαμε την καταστροφική πυρκαγιά της 18ης Αυγούστου 2012,
και την επόμενη μέρα της καταστροφής, γνωρίζουμε πολύ καλά τις επιπτώσεις της
στο φυσικό περιβάλλον, στις υποδομές, στον παραγωγικό ιστό και στην οικονομία
του νησιού της Χίου. Μαζί μας το γνωρίζει, η τοπική κοινωνία και η κοινή γνώμη στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Την περίοδο εκείνη, είχαν περισσέψει οι διαβεβαιώσεις για αρωγή στην προσπάθεια
ανασυγκρότησης, για χρηματοδότηση προγραμμάτων αποκατάστασης στις πληγείσες
περιοχές, για τόνωση της τοπικής οικονομίας που είχε ν’ αντιμετωπίσει τις
συνέπειες μια πρωτοφανούς καταστροφής.
Έγιναν βέβαια βήματα. Από τους τοπικούς φορείς, στο μέτρο των δυνατοτήτων
τους, από τον ιδιωτικό τομέα με οικονομική συνδρομή στους πληγέντες, από συμπολίτες που είχαν τη δυνατότητα να
στηρίξουν την προσπάθεια αποκατάστασης. Υπήρξε και κρατική ενίσχυση, η οποία
δεν ανταποκρίνεται όμως στο μέγεθος της καταστροφής. Ωστόσο για την επίσημη Ελληνική Πολιτεία το νησί
μας δεν είναι πυρόπληκτο. Αυτό προκύπτει από επίσημες απαντήσεις κρατικών
φορέων, που προσκολλημένες στο γράμμα του νόμου και στην ερμηνεία κάποιων
τεχνικών διατάξεων, αρνούνται να χαρακτηρίσουν πυρόπληκτη μια περιοχή που είδε
150.000 στρέμματα να γίνονται στάχτη. Κι όμως, 6 μήνες μετά, φτάσαμε να
συζητούμε τα προφανή και αυτονόητα.
Όπως επιβεβαιώθηκε και από άσκηση Κοινοβουλευτικού Ελέγχου πρόσφατα
(Επίκαιρη Ερώτηση του Βουλευτή Χίου του ΠΑ.ΣΟ.Κ. κ. Κ. Τριαντάφυλλου, Ερώτηση
του Βουλευτή των «Ανεξαρτήτων Ελλήνων» κ. Τ. Κουίκ, Ερώτηση Βουλευτών ΣΥΡΙΖΑ- ΕΚΜ), η αντιμετώπιση
της πυρόπληκτης Χίου από την Κυβέρνηση, και ειδικά από το Υπουργείο Ανάπτυξης,
υπήρξε τυπική και υπηρεσιακή, χωρίς αίσθηση του μεγέθους της καταστροφής και
την απαιτούμενη ευελιξία. Το αίτημα συνδρομής από το Ευρωπαϊκό Ταμείο
Αλληλεγγύης και το αίτημα για κήρυξη της περιοχής μας ως «πυρόπληκτης», αντιμετωπίστηκαν από μια
υπηρεσία του Υπουργείου, με νομικίστικα επιχειρήματα (τα οποία έχουν εκτενώς
απαντηθεί), και με εξ ίσου αυθαίρετη μη υποβολή του αιτήματος, κατά την κρίση
υπηρεσιακών παραγόντων.
Δίπλα σε όλα αυτά, πληροφορηθήκαμε, ότι για την κατάρτιση προγράμματος
αποκατάστασης, αναμένεται η κωδικοποίηση των αποφάσεων του, χρήσιμου κατά τα
άλλα, Επιστημονικού Συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε στη Χίο. Σημειώνω βέβαια,
ότι στα ομόφωνα πορίσματα του εν λόγω Συνεδρίου, περιλαμβανόταν και η αίτηση
προς το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αλληλεγγύης και η κήρυξη της περιοχής ως πυρόπληκτης,
αιτήματα στα οποία οι υπηρεσίες του Υπουργείου κώφευσαν.
Ωστόσο, πρόταση για την
ανασυγκρότηση των πυρόπληκτων περιοχών και ειδικά της πληγείσας Νότιας Χίου
υπάρχει. Πρόκειται για το Ειδικό
Αναπτυξιακό Πρόγραμμα για τη Χίο, το οποίο ως Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου,
καταθέσαμε από τον Οκτώβριο του 2012, ενσωματωμένο στο Φάκελο για διεκδίκηση
συνδρομής από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αλληλεγγύης. Ένα πρόγραμμα με έργα, μέτρα και
δράσεις, στοχευμένα, κοστολογημένα, συμπληρωματικά μεταξύ τους. Ένα πρόγραμμα
που αποκαθιστά τις συνέπειες της καταστροφής, περιλαμβάνει τις απαιτούμενες
παρεμβάσεις υποδομής για ανασυγκρότηση της τοπικής οικονομίας, επεκτείνεται σε
δράσεις που θα αποκαθιστούν την εικόνα του νησιού και του τουριστικού
προϊόντος. Επ’ αυτού αναμένουμε την τοποθέτηση και τις ενέργειες της Κυβέρνησης
και του αρμόδιου Υπουργείου Ανάπτυξης, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων.
Θεωρώ ότι, εφόσον η Ελληνική Πολιτεία δεν ζήτησε την Ευρωπαϊκή συνδρομή
για την αντιμετώπιση των συνεπειών της καταστρεπτικής πυρκαγιάς της Χίου, έχει
την υποχρέωση να το πράξει η ίδια με δικούς της πόρους. Η πρόταση ανασυγκρότησης που καταθέσαμε αποτελεί ένα πλαίσιο
διεκδίκησης, κοινό για όλους τους τοπικούς φορείς. Απέναντι σ’ αυτή την
πρόταση, οφείλει η πολιτεία να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της προς τους
πολίτες της Χίου.