Στην προσπάθειά της να μονιμοποιηθεί στο Δημόσιο, η καθαρίστρια σχολικών κτιρίων Δέσποινα Κουρτέση είχε ακολουθήσει πριν από λίγα χρόνια μαζί με δεκάδες άλλες συμβασιούχους μια πάγια στρατηγική: πορείες διαμαρτυρίας, ολιγοήμερη κατάληψη γραφείων υπουργείου και συνεργασία με γνωστό εργατολόγο των Αθηνών. Τελικά πέτυχε τον στόχο της μέσω πολιτικής οδού (νέα νομοθετική ρύθμιση) και όχι λόγω δικαστικής απόφασης. Η δικαίωση, όμως, της άφησε πικρή γεύση.
Όπως περιγράφεται σε ρεπορτάζ της «Καθημερινής», παρότι η υπόθεσή της έληξε με χρήση των διατάξεων του αποκαλούμενου ως νόμου Παυλόπουλου, ο εργατολόγος που θα την εκπροσωπούσε δικαστικά διεκδίκησε ως αμοιβή τα 1.280 ευρώ του πρώτου μεικτού μισθού της. Η καθαρίστρια αρνιόταν να τα καταβάλει. Δεν είχε, όμως, άλλη επιλογή. «Μας είχε δέσει με τα ιδιωτικά συμφωνητικά που είχαμε υπογράψει», λέει στην «Κ». «Θέλαμε να γίνει η μονιμοποίησή μας με οποιονδήποτε τρόπο, που δεν είχαμε σκεφτεί αυτή την εξέλιξη». Ακολούθησαν εξώδικα και μηνύσεις. Τελικά, πριν από μία τριετία η κ. Κουρτέση και περίπου 80 καθαρίστριες από τον νομό Μαγνησίας άρχισαν να εξοφλούν το γραφείο του εργατολόγου. «Ημασταν πρωτάρες οι περισσότερες τότε. Η Πανελλήνια Ομοσπονδία έφερνε τον δικηγόρο κάθε φορά που είχαμε συνάντηση για να μας πείσει να κάνουμε δικαστικό αγώνα», λέει. «Με αυτά που περάσαμε, όμως, ακούμε δικηγόρο και φεύγουμε μακριά».
Στη μνημονιακή εποχή, οι δικηγόροι που διεκπεραιώνουν εργασιακές διαφορές είδαν τις υποθέσεις να αυξάνονται. Αλλωστε, τα τηλεοπτικά στούντιο λειτούργησαν για ορισμένους και ως προθάλαμοι πελατείας. Πρόσφατα, η υπόθεση των ιδιωτικών συμφωνητικών του αναπληρωτή υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης Γιώργου Κατρούγκαλου με εργαζομένους στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας ανέδειξε ξανά κάποιες πρακτικές του κλάδου. Συνδικαλιστές, συμβασιούχοι και δικηγόροι μίλησαν στην «Κ» για τους παράγοντες που καθορίζουν το «κύρος» ενός εργατολόγου, τις διακυμάνσεις στα ποσοστά της αμοιβής και τον αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ τους. Ολοι ζήτησαν να μιλήσουν υπό τον όρο της ανωνυμίας, για να μη διαταράξουν τις σχέσεις τους.
Το μεγάλο μπαμ
«Πριν από το ’90, ήμασταν business as usual», λέει στην «Κ» έμπειρος εργατολόγος. «Αναλαμβάναμε κυρίως υποθέσεις νυχτερινών, αργιών και επιδομάτων επικινδυνότητας. Το μεγάλο μπαμ, όμως, έγινε επί διακυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Αργότερα, από το 2010 και μετά, με κάθε κύμα συμβασιούχων προέκυπταν και νέες μεγάλες υποθέσεις», προσθέτει.
Η εργολαβική αμοιβή (ποσοστό επί του επιδικαζομένου ποσού) είναι νόμιμη και χρησιμοποιόταν παλιότερα από τους εργατολόγους κυρίως σε θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα. Στην πορεία προτιμήθηκε ως μέθοδος όταν εμφανίστηκαν οι στρατιές των συμβασιούχων, καθώς πολλοί εξ αυτών δεν είχαν χρήματα για προκαταβολές. «Προσεγγίζουν τα σωματεία, παρευρίσκονται σε συγκεντρώσεις, βγάζουν πύρινους λόγους για τα ιερά και όσια της εργατικής τάξης. Βρίσκουν δύο πρόθυμους, αναλαμβάνουν δωρεάν τη δικαστική προώθηση της υπόθεσής τους και έτσι καπαρώνουν τον χώρο», λέει πρώην συνδικαλιστής στη ΓΣΕΕ. Σε άλλες περιπτώσεις, εκπρόσωποι σωματείων λαμβάνουν προσφορές από δικηγορικά γραφεία. «Επιλέγονται μεγάλα γραφεία, με επιτυχίες και βάθος πάγκου. Αυτά που έχουν 20 ή 30 δικηγόρους για να βγάλουν τη δουλειά», λέει εργατολόγος.
Αφού ομαδοποιηθούν οι προσφεύγοντες πληρώνουν συνήθως μια αμοιβή 100-200 ευρώ έκαστος για τα δικαστικά έξοδα. Τα ποσοστά της εργολαβικής αμοιβής διαμορφώνονται ανάλογα με την υπόθεση. Το ταβάνι βρίσκεται στο 20% επί του επιδικαζομένου ποσού. Συνήθως όμως το ποσοστό αλλάζει ανάλογα με τον βαθμό του δικαστηρίου (Πρωτοδικείο, Εφετείο) και τον αριθμό των πελατών. Οσο πιο πολλοί οι πελάτες, τόσο μικρότερο το ποσοστό. Το ίδιο ισχύει και με τον βαθμό δυσκολίας της υπόθεσης. Ενδεικτικά για περιπτώσεις ενιαίου μισθολογίου, που θεωρούνται από δικηγόρους «copy-paste» γιατί υπάρχουν σχετικές πρωτόδικοι δικαστικές αποφάσεις, το ποσοστό μπορεί να πέσει στο 6%-7%. «Οσο πιο ισχυρός όμως είναι ο δικηγόρος ή δίνει την εντύπωση ότι έχει γνωριμίες, τόσο λιγότερο κλιμακώνεται η τιμή. Εκεί είναι φιξαρισμένη», αναφέρει στην «Κ» εργατολόγος. Υπάρχουν βέβαια και συνδικαλιστές που επιλέγουν δικηγόρους περισσότερο ως «λομπίστες» παρά με κριτήριο τη νομική τους επάρκεια. «Οσο περισσότερες γνωριμίες έχει κάποιος σίγουρα έχει προβάδισμα», λέει πρόεδρος σωματείου συμβασιούχων.
Ο ανταγωνισμός στις υποθέσεις συμβασιούχων είναι μεγάλος. Εργατολόγος στη Θεσσαλονίκη στα πρώτα του βήματα στον χώρο προσπάθησε να εκπροσωπήσει 72 συμβασιούχους δημόσιου οργανισμού. «Ζήτησα 100 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα και ποσοστό 2%-3%. Ημουν δικηγόρος τριετίας. Μεγάλα γραφεία, όμως, από την Αθήνα τους ζήτησαν τα μισά χρήματα και ίδιο ποσοστό», λέει. Εκείνοι οι συμβασιούχοι ήταν χίλιοι σε όλη την Ελλάδα και τα μεγάλα γραφεία ήθελαν ένα κομμάτι της πίτας. Μάλιστα, τον Φεβρουάριο του 2004 η Ενωση Ελλήνων Εργατολόγων χαρακτήριζε σε ανακοίνωσή της «φαινόμενο απαράδεκτου ανταγωνισμού» την εργολαβική αμοιβή εργατολόγου με ποσοστό 1%. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», επρόκειτο για έμπειρο δικηγόρο της Αθήνας που, όπως λέει συνάδελφός του, «χαλούσε την πιάτσα» ρίχνοντας τόσο χαμηλά την αμοιβή.
Η παράμετρος της αμοιβής του εργατολόγου, ακόμη κι αν η υπόθεση λυθεί νομοθετικά και όχι δικαστικά, συναντάται σε αρκετά ιδιωτικά συμφωνητικά, αλλά όχι σε όλα. «Βεβαίως και υπάρχει γκρίνια από τους ενδιαφερομένους όταν η δικαίωση έρχεται πολιτικά», λέει συνδικαλιστής συμβασιούχων. «Στην αρχή λέμε όλοι ότι θέλουμε τη δουλειά μας με κάθε τίμημα. Μετά, όμως, όταν γίνεται με νομοθετική ρύθμιση, νιώθεις ότι δίνεις λεφτά κοροϊδίστικα».
Πηγή: «Καθημερινή της Κυριακής»
aftodioikisi.gr