H κυβέρνηση πρέπει να πείσει την Ε.Ε. ότι είναι έτοιμη για όλα
Του Κωνσταντίνου Καβουλάκου*
Στη συνέντευξη Τύπου μετά το Eurogroup της 20ής Φλεβάρη, ο Έλληνας ΥΠΟΙΚ Γιάνης Βαρουφάκης δήλωνε ότι το καλό αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης με τους «εταίρους» οφείλεται στο γεγονός πως η νέα κυβέρνηση έκανε κάτι που καμία προηγούμενη δεν είχε κάνει: «Διανοήθηκε» τουλάχιστον τη δυνατότητα της ρήξης με τους «συνομιλητές» της. Ίσως αυτό να αληθεύει, ίσως πράγματι η κυβέρνηση της Ελλάδας να «διανοήθηκε» κάτι τέτοιο. Αρκεί όμως αυτό απέναντι στη σκληρή πραγματικότητα της σημερινής Ευρώπης;
Πρώτα πρέπει να δούμε ποιο είναι το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης. Είναι μια αμφίσημη «απόφαση» που επέτρεψε στους Έλληνες να μιλούν για «νέα σελίδα» και «τέλος της λιτότητας», την ίδια ώρα που ο Σόιμπλε την παρουσίαζε με τη γνωστή χαιρεκακία του ως αναγκαστική «συνάντηση» της νέας ελληνικής κυβέρνησης «με την πραγματικότητα» και εγκατάλειψη των «ονείρων» της, διερωτώμενος σαρκαστικά πώς θα μπορέσει τώρα να την εξηγήσει στους ψηφοφόρους της.
Όμως καμία από τις δύο αναγνώσεις δεν είναι εντελώς ορθή. Η γερμανική νίκη, για την οποία καυχιούνται ο Σόιμπλε και τα γερμανικά ΜΜΕ, είναι σίγουρα «πύρρειος». Παρά την εκ των προτέρων δεδομένη υπεροπλία των αντιπάλων της, η στριμωγμένη στη γωνία Ελλάδα τόλμησε να αμφισβητήσει ανοικτά όλα τα νεοφιλελεύθερα και νεοαποικιοκρατικά δόγματα της κυρίαρχης ευρωπαϊκής πολιτικής. Επί τρεις εβδομάδες οι αγραβάτωτοι της ελληνικής κυβέρνησης πηγαινοέρχονταν στα ευρωπαϊκά όργανα λέγοντας τα πράγματα με το όνομά τους: πλήρης κοινωνική και οικονομική αποτυχία του ελληνικού «προγράμματος διάσωσης», «ανθρωπιστική καταστροφή», μη βιωσιμότητα του χρέους κ.ο.κ.
Η ωμότητα της επιβολής
Τα όπλα που χρησιμοποίησαν οι αντίπαλοί τους για να τους φρονηματίσουν είναι από τα πιο βαριά που διαθέτουν: Δραστικός περιορισμός της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών, συνεχείς σκληρές και αλαζονικές δηλώσεις, μπλόφες για Grexit μέσω δημοσιευμάτων, ανυποχώρητη στάση μέχρι το τελευταίο λεπτό κ.ο.κ. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που η Γερμανία επιβλήθηκε για άλλη μια φορά στην ιστορία της. Κι όμως: Η ωμότητα της επιβολής είναι τέτοια που ο καθένας κατανοεί πώς δεν δημιουργεί προϋποθέσεις μιας σταθερής και ηγεμονικής διακυβέρνησης της ενωμένης Ευρώπης.
Το τσαλαπάτημα των ελληνικών «ονείρων» είναι βέβαιο ότι θα καταγραφεί στην ιστορία ως επισφράγιση του διαζυγίου της Ε.Ε. από τις αρχές της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Όχι με την έννοια της κατάργησης των τυπικών δημοκρατικών αρχών, αλλά με την έννοια της άρνησης της ίδιας της πραγματικότητας, της θεσμικά εκφρασμένης πλέον διαμαρτυρίας μιας χιλιοβασανισμένης ευρωπαϊκής χώρας. Μια εξουσία που αρνείται την πραγματικότητα δεν έχει μέλλον, ακόμα κι αν έχει θριαμβευτικό παρόν.
Αλλά ούτε το μέλλον της ελληνικής πλευράς διαγράφεται ιδιαίτερα ρόδινο μετά την εκβιασμένη «συμφωνία». Ναι μεν η συνέχιση του «τρέχοντος προγράμματος» μεταμφιέστηκε γλωσσικά, αλλά η ουσία είναι ότι δεν βρισκόμαστε μπροστά στο τέλος της λιτότητας. Είμαστε – στην καλύτερη περίπτωση – στην αρχή ενός αγώνα τεσσάρων μηνών για μια κάποια βελτίωση των όρων επιβολής της λιτότητας και, ενδεχομένως, για την «έξυπνη απομείωση» του εξωτερικού μας χρέους. Νέα μέτρα αποφεύχθηκαν μεν, με αντάλλαγμα όμως την αναστολή της κατάργησης των ισχυόντων μνημονιακών νόμων. Ο συμβιβασμός, στον οποίο θα επιχειρήσουν να μας εξωθήσουν τον Ιούνιο, θα είναι σίγουρα πιο δυσμενής, εάν δεν υπάρξει στο μεταξύ κάποια – μάλλον απίθανη – θεαματική ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων στην Ευρώπη.
Τα ασφυκτικά περιθώρια
Έτσι, τα περιθώρια για εμάς τους Έλληνες είναι ασφυκτικά. Αν και τα ορθολογικά επιχειρήματα είναι πράγματι με το μέρος μας, η «σκληρή πραγματικότητα» που μας πετάει στη μούρη ο Σόιμπλε είναι ότι τα ευρωπαϊκά «ιδεώδη της δημοκρατίας και του διαφωτισμού» δεν βρίσκουν αυτήν τη στιγμή γόνιμο έδαφος στη «θεσμική Ευρώπη». Στη θέση τους έχει μείνει μόνο ένα «μεταδημοκρατικό» περίβλημα, στολισμένο περίτεχνα με ψυχαναγκαστικές ερμηνείες της «ορθολογικότητας», των «κανόνων» και της «εμπιστοσύνης». Ερμηνείες οι οποίες στηρίζουν την επιβολή ενός σκληρού νεοφιλελεύθερου δογματισμού και ενός βαθύτατου πολιτικού αυταρχισμού που τρέφει υπογείως τα νεοφασιστικά πολιτικά μορφώματα σε ολόκληρη τη Γηραιά Ήπειρο.
Αντίθετα ωστόσο προς αυτό που φαίνεται να νομίζει ο Σόιμπλε, οι Έλληνες είναι ρεαλιστές και γνώριζαν εκ των προτέρων ότι θα καταλήγαμε σε κάποιον, όχι και τόσο ευνοϊκό συμβιβασμό. Άλλωστε δεν έχουν συνηθίσει να είναι οι θριαμβευτές της ιστορίας. Η ήττα τούς είναι γνώριμη ως εμπειρία, γι’ αυτό και αντί για τη «νίκη» προκρίνουν αυθόρμητα τις τελευταίες ημέρες τη διαφύλαξη της «αξιοπρέπειάς» τους. Η πλατιά υποστήριξή τους προς τη νέα κυβέρνηση ενδέχεται έτσι να μην υποχωρήσει τόσο εύκολα όσο ελπίζουν οι εξωτερικοί και εσωτερικοί της αντίπαλοι – τουλάχιστον όσο θα διατηρηθεί η αίσθηση ότι η κυβέρνηση αγωνίζεται για κάτι καλύτερο.
Ωστόσο, μετά την πρώτη ψυχρολουσία, η τακτική, ακόμα και η στρατηγική της χώρας, δεν μπορούν να μείνουν ίδιες. Στο παιχνίδι των εκβιασμών που παίχτηκε τελικά, η χώρα μας είχε ως μόνο παράδοξο ατού την απειλή της εξόδου από το ευρώ. Αν και κάποιες στιγμές η κυβέρνηση άφησε να εννοηθεί ότι το ενδεχόμενο αυτό είναι υπαρκτό, η εικόνα που έδωσε ήταν ότι δεν ήταν αληθινά έτοιμη να πει ένα μεγάλο «όχι». Και πράγματι δεν ήταν, από τη στιγμή κατά την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ στήριξε όλη τη στρατηγική που τον οδήγησε στην εξουσία στην ιδέα ότι μπορεί να διαπραγματευτεί χωρίς να διακινδυνεύσει τη θέση της χώρας στην ευρωζώνη.
Σήμερα τα πράγματα τείνουν να αλλάξουν άρδην σε σχέση με την προεκλογική περίοδο, καθώς οι πρόσφατες εμπειρίες της «διαπραγμάτευσης» ευνοούν τη συνειδητοποίηση και την αφύπνιση του λαού. Οι συνεχείς κινδυνολογίες για το επικείμενο Grexit έχουν κουράσει αφόρητα. Άλλωστε γι’ αυτό ακριβώς έγινε δυνατή μια «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση. Συγχρόνως, πιο πολύ από τις νέες ταλαιπωρίες και τα βάσανα μιας επίσημης χρεοκοπίας, όλο και περισσότεροι Έλληνες φοβούνται την επιστροφή στην ηθική απαξίωση και την ταπείνωση των πέτρινων χρόνων των μνημονίων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνησή του οφείλουν να λάβουν υπόψη και να ενισχύσουν αυτήν τη δυναμική, ετοιμάζοντας παράλληλα με σοβαρότητα το λεγόμενο «σχέδιο Β» μιας οργανωμένης εξόδου από το ευρώ, το οποίο μέχρι τώρα εξόρκιζαν. Μια τέτοια προετοιμασία θα παίξει σίγουρα αποφασιστικό ρόλο στις ακόμα πιο δύσκολες διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουν μέχρι τον Ιούνιο. Γιατί δεν αρκεί, όπως λέει ο Γιάνης, να «διανοηθούμε» τη ρήξη. Θα πρέπει να πείσουμε τον αντίπαλο ότι θα προχωρήσουμε σε αυτήν αν χρειαστεί. Και ο μόνος τρόπος γι’ αυτό είναι ο αντίπαλος να γνωρίζει ότι είμαστε επαρκώς προετοιμασμένοι. Μόνο έτσι θα μπορούσε ίσως να υπάρξει ένας αληθινά «έντιμος» συμβιβασμός τον Ιούνιο και να μη μείνουμε στη «σύντομη άνοιξη» της αριστερής διακυβέρνησης της χώρας.
* O Kωνσταντίνος Καβουλάκος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
topontiki.gr