Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

“Στιγμές τῆς χιακῆς Ἱστορίας στήν ποίηση.” Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Χίου κ. Μάρκου


katalipsis_chiouἜργο τῆς ποι­ή­σεως δέν εἶ­ναι νά ἐξι­στο­ρεῖ, ἀλλά νά ἀπο­τυ­πώ­νει τίς σκέ­ψεις, τά βι­ώ­ματα, τήν καλ­λι­τε­χνική εὐ­αι­σθη­σία καί τά συ­ναι­σθή­ματα τοῦ ποι­ητῆ, κατά τρόπο πού, σύμ­φωνα μέ τήν πε­ρί­φημη ρήση τοῦ Ἀρι­στο­τέ­λους στήν Ποι­η­τική του,
τήν κα­θι­στᾶ «φι­λο­σο­φώ­τερη καί σπου­δαι­ό­τερη τῆς ἱστο­ρίας» («διὸ καὶ φι­λο­σο­φώ­τε­ρον καὶ σπου­δαι­ό­τε­ρον ποί­η­σις ἱστο­ρίας ἐστίν· ἡ μὲν γὰρ ποί­η­σις μᾶλ­λον τὰ κα­θό­λου, ἡ δ’ ἱστο­ρία τὰ καθ’ ἕκα­στον λέ­γει»). Ἡ ποί­ηση, δη­λαδή, δέν ὑπό­κει­ται στήν αὐ­στη­ρῶς νο­η­τική προ­σέγ­γιση, ἀλλά ἀπευ­θύ­νε­ται σέ ὁλό­κληρο τόν ἄν­θρωπο, γι’ αὐτό καί δι­α­θέ­τει μίαν ἰδι­αί­τερη ἐκ­φρα­στική, πού συν­δέ­ε­ται ἔν­τονα μέ τήν βι­ω­μα­τική λει­τουρ­γία τῆς γλώσ­σας. Ὡστόσο, πολ­λές φο­ρές ἡ ποι­η­τική ἔμ­πνευση ἐκ­κι­νεῖ ἀπό συγ­κε­κρι­μένα ἱστο­ρικά γε­γο­νότα καί ἱστο­ρι­κές πλη­ρο­φο­ρίες συ­χνά ἐν­σω­μα­τώ­νον­ται στό πε­ρι­ε­χό­μενο τῶν ποι­η­μά­των.
Τήν ἐθνική, ἡρω­ική δράση καί τίς θυ­σίες τῶν Ἑλ­λή­νων τῆς Χίου κατά τήν δι­άρ­κεια τοῦ ἱε­ροῦ ἀγῶ­νος τῆς Ἐθνι­κῆς Πα­λιγ­γε­νε­σίας, ἀλλά καί κατά τήν ἱστο­ρική στι­γμή τῆς Ἀπε­λευ­θε­ρώ­σεως τῆς Νή­σου, πρα­γμα­τεύ­ε­ται μία πλει­άδα ποι­η­τι­κῶν ἔρ­γων, ἥσ­σο­νων καί μει­ζό­νων δη­μι­ουρ­γῶν. Πε­ρί­φη­μοι ἔχουν μεί­νει οἱ στί­χοι τοῦ Γε­ωρ­γίου Δρο­σίνη:
Τά γιασεμιά κοκκίνισαν στόν χρόνο τῆς σφαγῆς σου,
πίνοντας αἷμα ἀντί νερό στήν ἁγιασμένη γῆ σου.
Τά χελιδόνια πέρασαν χωρίς νά σταματήσουν,
μή ξέροντας στό χαλασμό ποῦ τίς φωλιές νά χτίσουν.
Ὁ Ἀνδρέας Κάλβος ἀφιερώνει τήν Ἕκτη τῶν Ὠδῶν του «Εἰς Χίον»:
Ὡς ὅτε ἀπὸ τὸ στόμα
κρέμεται τῶν θνητῶν
αὐλὸς λελυπημένος
καὶ ἡ φωνή του μὲ κόπον
τρέμουσα ἐκβαίνει·


Ὡς μέσα εἰς τὰ πολύδενδρα
δάση τὸ βράδυ εἰσπνέει
τὸ τεθλιμμένον φύσημα
Μεσημβρινὸν καὶ φαίνεται
θρῆνος ἀνθρώπων·

Εἰς τὸν ἠρημωμένον
αἰγιαλὸν τῆς νήσου
οὕτω φέρνουν τὰ κύματα
καὶ τὸ παράπονόν τους
ἡ Ὠκεανῖδα
ι.

...
Ὄχι φῶς καὶ χαράν,
ἀμὴ φλογώδεις ἄκανθας
βρέχει δι᾿ αὐτοὺς ὁ ἥλιος,
καὶ ἡ γῆ σχισμένη δίδει
αἵματος βρύσεις.

Ἐµ­πνευ­σθείς ἀπό τόν ἀπαγ­χο­νι­σμό τοῦ ἐθνο­μάρ­τυ­ρος Μη­τρο­πο­λί­του Χίου Πλά­τω­νος Φραγ­κι­άδη, μαζί μέ ἄλ­λους Κλη­ρι­κούς καί προ­κρί­τους στήν Πλα­τεῖα τοῦ Βου­να­κίου τῆς πό­λεως τῆς Χίου, ὁ ποι­η­τής Θε­ό­δω­ρος Ὀρ­φα­νί­δης γρά­φει:
Τῶν µαρτύρων φορεῖ τὸ στεφάνι
ἡ χρηστή τῶν προκρίτων ὁµάς
ὡς κηδείας δ’ ὁ Χίου τιµάς
ἐµπαιγµοὺς Ἰουδαίων λαµβάνει.
Τό ἀπό­σπα­σμα πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στό «λυ­ρικο-επι­κόν ποί­ημα εἰς ἄσματα τέσ­σερα» μέ τίτλο Ἅγιος Μη­νᾶς (Ἐπει­σό­διον τῆς Ἑλ­λη­νι­κής Ἐπα­να­στά­σεως). Ἀνα­φέ­ρε­ται στήν ὁμώ­νυμη Μονή, ὅπου «ἐτε­λέ­σθη ἡ σκλη­ρο­τέρα τῶν σφα­γῶν», κατά τήν Κυ­ρι­ακή τοῦ Πά­σχα τοῦ 1822.
Στό μαρ­τυ­ρικό πα­ρελ­θόν τῆς Νήσου, ἀλλά καί στήν ἔλευση τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ στό­λου καί τήν ἀπε­λευ­θέ­ρωση ἀπό τήν Μη­τέρα Πα­τρίδα,  ἀνα­φέ­ρε­ται τό ποί­ημα τοῦ Ἀ. Γ. Μα­ρούκα «Εἰς τήν μυ­ρο­βό­λον Χίον»:

Χίος! ποιό θαῦμα γίνεται στ’ Ἅγιου Μηνᾶ τήν Πύλη;
Πῶς τρίζουνε τά κόκκαλα συχνά καί σιγιτρίζουν;
Τί λένε τοῦ Ἁγίου σου τά πικραμένα χείλη
Κι οἱ πέτρες μέ τά αἵματα πῶς τόσο κοκκινίζουν;
...
Μ’ ἐξέχασε ἡ Μάνα μου! ...οἱ ἄλλες ἀδελφές μου
Ἐλευθερώθηκαν πολύ πρωτύτερ’ ἀπό μένα
Ἄν καί δέν ἔπαθαν αὐτές τίς τόσες συμφορές μου
Κι ὑπόγεια μέ κοκκαλα δέν ἔχουν γεμισμένα.

 -Χίος! καρτέρει μιά στιγμή καί μή βαρυγγομᾶς
Κι ἐκδίκησι τό αἷμά σου πού ἔχεις χύσει θαὕρῃ
Θερμά ἡ Μάνα σ’ ἀγαπᾶ καί νά Τήν ἀγαπᾶς
Καί θά σέ βγάλῃ γρήγορα ἀπ’ τή σκλαβιά τή μαύρη.

 Εἶπε ἡ Μάνα κι ἔδειξε τοῦ πελάγου τά πλάτη
Ποῦ τἄσχιζαν θεόρατα καράβια φτερωτά
Καί σάν λεβέντες προβαιναν ἀτρόμητοι γεμᾶτοι
ἀπό ἀνδρεία πού παντοῦ ὅπου διαβῇ νικᾷ.

«Νά! Χίος, ἡ Ἐκδίκησις καί νά! ἡ Λευτεριά σου
Τά δάκρυά σου σκούπισε, παιδί μου ζηλευτό
Ἄς πλημμυρίσῃ ἡ χαρά τήν ἄδολη καρδιά σου
Κι ἄς παύσῃ κάθε λύπη σου καί κάθε βογγητό!»

 Εἶπ’ ἡ Πατρίδα κι ἔσκυψε, τή Χίο της φιλεῖ
καί ὕστερ’ ἀπ’ τ’ ἀγκάλιασμα τά μάτια της γυρίζει
ἡ Χίος, καί Ἑλληνική Σημαία, στήν κορφή
τῆς Ἐκκλησιᾶς τ’ Ἅγιου Μηνᾶ θωρεῖ νά κυματίζῃ.
Ἡ ἔν­δυση τῆς προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νης Νή­σου μέ τήν γα­λα­νό­λευκη, σέ ἀν­τι­κα­τά­σταση τῆς αἱ­μα­το­βαμ­μέ­νης φο­ρε­σιᾶς της, ὑμνεῖ­ται στό ποί­ημα Χίος ἐλευ­θέρα, τῆς Βιρ­γι­νίας Τρίμη (Βο­ριᾶ), γραμ­μένο στήν Ἀθήνα, τόν Νο­έμ­βριο τοῦ 1912:
Νύμφη μυριανθισμένη Ἐσύ, Χίος ἁγνή παρθένα
πού μέσ’ στίς τόσαις σου δροσιαίς, στά τόσα γιασεμιά σου
εἶχες τήν ὄψι σου χλωμή, τά ματιά δακρυσμένα
γιατ’ εἶχαν βάψει κόκκινα τήν ἄσπρη φορεσιά σου!

Μάζεψε τώρα λεμονιᾶς ἀνθούς καί γιασεμιᾶς κλωνάρια
καί μ’ ἄσπρες δάφναις στόλισε τά τίμια παληκάρια
πού σοῦ ξεσχίσαν τήν στολή τήν αἱματοβαμμένη,
κι ἀσπρογαλάζα σοὔβαλαν, Χίος μου παινεμένη.

Στήν ποι­η­τική σύν­θεση Χαῖρε Χίος, ἡ ὁποία ἐγράφη στήν Ἀλε­ξάν­δρεια [ἀπό τόν Α.Α.Κ.], τόν ἴδιο μήνα τῆς Ἀπε­λευ­θε­ρώ­σεως (Νο­έμ­βριος 1912), δι­α­βά­ζουμε:
Νά ἡ Αὐγή πού πρόσμενες, μαρτυρικό Νησί
ἄνοιξε τήν τρανή καρδία νά τήν σφιχταγκαλιάσῃς!
Καί πιέ ἀπό τῆς Λευτεριᾶς τ’ ἀθάνατο κρασί,
καί πιέ, καί πιέ καί μέθυσε! Καί πιέ γιά νά ξεχάσῃς
τοῦ Καραλῆ τ’ ἀπαίσια καί μαῦρα ’κεῖνα χρόνια
πού σ’ ἔρριξαν μέσ’ σέ διπλή σκλαβιά καί καταφρόνια.
Μά μέσ’ στήν μέθη τήν τρανή, ὤ μή ξεχνᾶς, θυμήσου
τόν Ψαριανό πυρπολητή, τό θεῖο ἐκδικητή σου...

Νά ἡ Αὐγή πού πρόσμενες μέ πόθο, μέ λαχτάρα,
ἔδιωξες τῆς πικρῆς σκλαβιᾶς τήν πιό βαρειά κατάρα.
Καί τώρα ἔλα ἐλεύθερη γιά νά πλαγιάσῃς πάλι
στῆς δοξασμένης Μάνας σου τήν τιμημένη ἀγκάλη!...
Ὁ ποι­η­τής, ἀνω­τέρω, μνη­μο­νεύει τόν ἡρω­ικό Ψα­ρι­ανό πλοί­αρχο (καί με­τέ­πειτα ναύ­αρχο καί Πρω­θυ­πουργό τῆς Ἑλ­λά­δος) Κων­σταν­τῖνο Κα­νάρη, ὁ ὁποῖος τήν 6η Ἰου­νίου τοῦ 1822 προ­σέ­βαλε μέ τό πυρ­πο­λικό του τήν ναυ­αρ­χίδα τοῦ Καρά Ἀλῆ (Κα­που­δάν Πασᾶ), πού ἦταν ἀγ­κυ­ρο­βο­λη­μένη στήν Χίο καί τήν ἀνα­τί­ναξε στόν ἀέρα, ἐπι­χεί­ρηση κατά τήν ὁποία τραυ­μα­τί­στηκε θα­νά­σιμα ὁ ἴδιος ὁ τοῦρ­κος ἀρ­χι­ναύ­αρ­χος, ἐπι­κε­φα­λής τῶν δυ­νά­μεων πού δι­έ­πρα­ξαν τήν φοβερή σφαγή τοῦ 1822.
Στόν Κα­νάρη ἀφι­έ­ρω­σαν ἐπί­σης ποι­ή­ματά τους ὁ Ἀρι­στο­τέ­λης Βα­λα­ω­ρί­της, ὁ Ἀλέ­ξαν­δρος Πάλ­λης καί ὁ Κώ­στας Κα­ρυ­ω­τά­κης. Ὁ Βί­κτωρ Οὐγκώ, ὁ ὁποῖος δι­ε­κρίθη γιά τήν εὐ­ρεῖα φι­λελ­λη­νική του δράση, ὕμνησε τόν Κα­νάρη σέ ἀρ­κετά ποι­ή­ματά του:
- «Στόν Κα­νάρη» (À Canaris) στή συλ­λογή «Τά ἄσματα τοῦ λυ­κό­φω­τος» (Les Chants du crépuscule), ποι­ή­ματα 8 καί 12.
- Στά ποι­ή­ματα: «Οἱ κε­φα­λές τοῦ σα­ρα­γιοῦ», «Ναυ­α­ρῖνο» Συλ­λογή «Ἀνα­το­λί­τικα» ἤ «Ἀνα­το­λικά ἄσματα» (Les Orientales): ὅπου ὀνο­μά­ζει τήν Ἑλ­λάδα τοῦ Ὁμή­ρου μη­τέρα τῆς Εὐ­ρώ­πης, καί τήν Ἑλ­λάδα τοῦ Βύ­ρω­νος ἀδελφή της.
Στόν Βί­κτωρα Οὐγκώ ἀνή­κει καί τό ποί­ημα μέ τίτλο «Τό ἑλ­λη­νό­πουλο» (μετάφραση Κωστῆ Παλαμᾶ):
Τοῦρκοι διαβῆκαν, χαλασμός, θάνατος πέρα ὥς πέρα.
Ἡ Χίο, τ’ ὄμορφο νησί, μαύρη ἀπομένει ξέρα,
μέ τά κρασιά, μέ τά δεντρά
τ’ ἀρχοντονήσι, πού βουνά καί σπίτια καί λαγκάδια
καί στό χορό τίς λυγερές καμιά φορά τά βράδια
καθρέφτιζε μές στά νερά.
Ἐρμιά παντοῦ. Μά κοίταξε κι ἀπάνου ἐκεῖ στό βράχο,
στοῦ κάστρου τά χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
...
Φτωχό παιδί, ποῦ κάθεσαι ξυπόλυτο στίς ράχες
γιά νά μήν κλαῖς λυπητερά, τί ΄θελες τάχα νά ΄χες;
...
Διαβάτη,
μοῦ κράζει τό Ἑλληνόπουλο μέ τό γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτι θέλω. Νά.
Ὁ ἐπι­φα­νής Γάλ­λος λο­γο­τέ­χνης ἀπο­δί­δει μ’ αὐ­τόν τόν τρόπο, σέ μίαν ἐποχή ρο­μαν­τι­σμοῦ στήν ποί­ηση, τήν ἐπι­τα­κτική ἀνάγκη γιά ὑλική, ἁπτή βο­ή­θεια τῆς Ἑλ­λά­δος κατά τόν ἀγώνα τῆς Ἀνε­ξαρ­τη­σίας.
Μέ τήν Ἀπελευθέρωση τῆς Χίου, ὁ Γεώργιος Σουρῆς, μέσα σέ ἐθνική ἔξαρση δημοσίευσε, τούς ἑξῆς πανηγυρικούς στίχους στόν «Ρωμηό»:
ἐλεύθερη σέ χαιρετῶ, δευτέρα μου Πατρίδα,
πού τοῦ τυφλοῦ τοῦ ραψῳδοῦ σ’ ὠνόμασαν κοιτίδα.
Ὁ ποιητής ὀνομάζει δευτέρα του Πατρίδα τήν κοιτίδα τοῦ Ὁμήρου, καθώς ἡ μητέρα του ἦταν Χιώτισσα.
Ἐλεύθερη σέ χαιρετῶ, μυριανθισμενη γῆ,
πού βάρβαρη σ’ ἐρήμαξε τρομάρα καί σφαγή,
κ’ ὑψώνονται τά σύμβολα τῶν Ἐλευθερωτῶν
σέ πύργους Γιουστινιάνηδων καί Τούρκων δεσποτῶν.
Συ­νε­χί­ζει, ἀνα­λο­γι­ζό­με­νος τούς χρό­νους τῆς Γε­νου­α­το­κρα­τίας (1346-1566) καί τῆς Τουρ­κο­κρα­τίας, ἡ ὁποία τήν ἀκο­λού­θησε. Ἀνα­φέ­ρε­ται στήν ἐπι­φανῆ ἀρ­χον­τική οἰ­κο­γέ­νεια τῶν Γε­νου­α­τῶν Ἰου­στι­νι­ά­νη­δων (Giustiniani), ἀπό τήν ὁποία προ­έρ­χε­ται ὁ γνω­στός ὑπε­ρα­σπι­στής τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λεως κατά τίς στι­γμές τῆς Ἁλώ­σεως.
Ὁ Σου­ρῆς κλεί­νει τήν πατριωτική σύν­θεσή του μέ τούς ἑξῆς στί­χους, ἀπο­τυ­πώ­νον­τας τίς ἔνδοξες στι­γμές τῆς Ἀπε­λευ­θε­ρώ­σεως: 

Τώρα κατάκλειστες καρδιές
γοργοπετοῦν κοντά σου
ν’ ἀνοίξουν μέσ’ στίς εὐωδιές
καί μέσ’ στ’ ἀρώματά σου.

Στρατούς λεβέντικης γενειᾶς
μ’ ἀνθούς τούς ραίνεις λεμονιᾶς,
βασανισμένη χώρα,
Κι ἀπό τόν Ἅγιο σου Μηνᾶ
ὅπου τό σήμαντρο μηνᾶ
τήν Λευτεριά σου τώρα.

Ἀνα­πό­φευ­κτα, τά δικά μας λό­για φαί­νον­ται πολύ φτωχά καί ἀτελῆ μπρο­στά στόν λόγο τῶν ποι­η­τῶν πού δι­α­νύ­σαμε, ἀλλά καί ἔναντι τοῦ ἀγῶ­νος καί τῶν θυ­σιῶν τῶν ἡρώων τῆς Νε­ώ­τε­ρης Ἱστο­ρίας τῆς Χίου. Μόνο τι­μών­τας τό  με­γα­λεῖο τῆς ὁλο­κλη­ρω­τι­κῆς τους προ­σφο­ρᾶς, μπο­ροῦμε νά συ­ναι­σθαν­θοῦμε ἀκέ­ραια τό προ­αι­ώ­νιο Ἐθνικό μας χρέος καί νά ἀξι­ο­ποι­ή­σουμε δη­μι­ουρ­γικά τό σύγ­χρονο ἐνερ­γη­τικό τοῦ Ἐθνι­κοῦ μας κε­φα­λαίου. Ἄς σκορ­πί­ζει, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τήν εὐ­λο­γία του ὁ εὐ­οί­ω­νος χρη­σμός τῆς Ἱστο­ρίας καί τῆς Ποι­ή­σεως στίς νε­ώ­τε­ρες γε­νεές τῶν Ἑλ­λή­νων, ἐμ­πνέ­ον­τάς μας δη­μι­ουρ­γική καί ἁγνή ἐθνική αὐ­το­πε­ποί­θηση.
 http://www.imchiou.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=492:2012-06-01-21-46-44&catid=39:2011-06-05-15-55-16&Itemid=53