Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

Ομιλία Κώστα Τριαντάφυλλου στην Ολομέλεια της Βουλής σε επίκαιρη επερώτηση με θέμα την Συνταγματική Αναθεώρηση (Παρασκευή, 28 Νοεμβρίου)




«Κύριε Υπουργέ, κυρίες και κύριοι Βουλευτές,

συζητάμε σήμερα, με πρωτοβουλία της κοινοβουλευτικής ομάδας της Δημοκρατικής Αριστεράς, μια διαφορετικού τύπου επίκαιρη επερώτηση.

Μια επίκαιρη επερώτηση που, προφανώς, δεν απευθύνεται στην Κυβέρνηση και δεν αφορά σε ολιγωρία επιπέδου κυβερνητικής πολιτικής. Είναι σαφές ότι το ερώτημα πότε θα ξεκινήσει η διαδικασία της Συνταγματικής Αναθεώρησης απευθύνεται στις δύο μεγάλες κοινοβουλευτικές ομάδες που υπάρχουν στη Βουλή, καθώς, όπως γνωρίζετε, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, η πρωτοβουλία για να ξεκινήσει μια διαδικασία Συνταγματικής Αναθεώρησης ανήκει στη Βουλή των Ελλήνων και μπορεί να την αναλάβει μια κοινοβουλευτική ομάδα ή μια ομάδα από πενήντα Βουλευτές. Το δικαίωμα να ξεκινήσει, λοιπόν, η Συνταγματική Αναθεώρηση, το έχουν, αυτή τη στιγμή, οι κοινοβουλευτικές ομάδες της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ.

Από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ τον τελευταίο ενάμισι χρόνο έχουν διατυπωθεί πολλές, συγκεκριμένες προτάσεις διατάξεων, για τις οποίες θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε μια συναινετική Συνταγματική Αναθεώρηση.

Επί της ουσίας, θα ήθελα να πω ότι το Σύνταγμα δεν μπορεί να λύσει τα πάντα, ούτε μπορεί να μιλήσει για όλα ή να περιγράψει τα πάντα. Είναι ένα κείμενο ελλειπτικό, περιεκτικό και όχι περιπτωσιολογικό. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν είναι δυνατόν οτιδήποτε απασχολεί την ελληνική πολιτική ή οικονομική ζωή να περιγράφεται στο Σύνταγμα. Το Σύνταγμα, λοιπόν, ως ένα τέτοιο κείμενο, πρέπει να είναι διαχρονικό και να μην έχει την ανάγκη συνεχών αναθεωρήσεωνΑυτό, βεβαίως, όπως ανέφερε και ο Υπουργός Δικαιοσύνης, δεν έχει να κάνει με τους περιορισμούς που θέτει το Σύνταγμα σε σχέση με την αναθεώρησή του.

Στις περισσότερες χώρες, προβλέπεται ένας διαφορετικός τρόπος αναθεώρησης του Συντάγματος. Οι ασφαλιστικές δικλείδες του Συντάγματός μας δυσκολεύουν, την ουσιαστική διαδικασία Συνταγματικής Αναθεώρησης ως προς διατάξεις, οι οποίες θα έπρεπε να αλλάξουν και υπάρχει συναίνεση για να αλλάξουν, αλλά λόγω των διαφόρων διελκυστίνδων, τελικώς καθυστερούν ή δεν αλλάζουν. Βεβαίως, αναφέρομαι, όπως αντιλαμβάνεστε, στο ζήτημα, το οποίο έχει να κάνει με τον χρονικό περιορισμό, αλλά και τη μεσολάβηση εκλογών σε σχέση με την αναθεωρητική διαδικασία.

Θεωρώ, λοιπόν, ότι θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε τη συζήτηση από αυτές τις δικλείδες που υπάρχουν στο Σύνταγμα, προκειμένου να αναθεωρήσουμε τις συγκεκριμένες διατάξεις και, βεβαίως, να διατηρήσουμε τις εκατόν ογδόντα ψήφους που χρειάζονται, προκειμένου να αναθεωρηθεί μία συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη.

Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να αναθεωρούνται αυτά στα οποία συμφωνούν οι περισσότερες από τις κυβερνητικές δυνάμεις, αυτά στα οποία συμφωνούν οι περισσότερες από τις πλειοψηφικές δυνάμεις. Έτσι θα καταστεί το Σύνταγμά μας πολύ πιο σύγχρονο και –αν θέλετε- θα ανταποκρίνεται καλύτερα στον ρόλο του.

Το Σύνταγμά μας αντικατοπτρίζει τη χώρα της κρίσης; Είναι ένα Σύνταγμα, το οποίο αλλάζει τη χώρα ή η αναθεώρησή του θα μπορούσε να αλλάξει τη χώρα στην προσπάθεια να βγούμε από την κρίση;

Προσωπικά νομίζω ότι αν θα μπορούσαμε ποτέ να οδηγήσουμε, στην παρούσα πολιτική συγκυρία, τη Βουλή των Ελλήνων σε μία αναθεώρηση του Συντάγματος, αυτό που θα έπρεπε να έχουμε στο μυαλό μας, όλες οι πολιτικές δυνάμεις, δεν είναι ποιος θα κυριαρχήσει έναντι του άλλου ιδεολογικά ή πολιτικά ή μικροπολιτικά, αλλά την επίτευξη της απόλυτης συναίνεσης στη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης, στην προσπάθεια να μην μπει ξανά η χώρα σε κρίση.

Όχι μόνο δηλαδή να βγούμε από την κρίση, αλλά να μη βιώσει ξανά ο ελληνικός λαός, οι επόμενες γενιές αντίστοιχη κρίση με τη σημερινή. Αυτό θα έπρεπε να αποτελεί τον πρωταρχικό στόχο αυτής εδώ της συζητούμενης σήμερα Συνταγματικής Αναθεώρησης.

Με αυτήν την έννοια, θεωρώ ότι όλα τα κυρίαρχα προτάγματα, οι προκλήσεις που υπάρχουν σήμερα διεθνώς, αλλά και σε επίπεδο ελληνικής κοινωνίας, θα έπρεπε να τύχουν μιας ευρύτατης συζήτησης, όχι μόνο μέσα στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, αλλά και εκτός αυτού.

Βεβαίως, κύριε Προεδρεύοντα, το Προεδρείο της Βουλής, θα μπορούσε να αναλάβει την πρωτοβουλία να ανοίξει τη συζήτηση και πέρα από τις βουλευτικές έδρες, μέσω του διαδικτύου, σχετικά με τις διατάξεις, οι οποίες μπορούν και πρέπει να αναθεωρηθούν. Όχι γιατί πρέπει να πάμε σε έναν συνταγματικό λαϊκισμό, αλλά γιατί η συμμετοχικότητα, η συμμετοχή των πολιτών μπορεί να οδηγήσει σε ακόμα καλύτερες ρυθμίσεις και ουσιαστικά να κατοχυρώσει στην πράξη ένα Σύνταγμα, το οποίο όχι απλά θα βγάλει τη χώρα από την κρίση, αλλά θα μπορέσει να μας οδηγήσει στο να μη βιώσει ξανά η χώρα παρόμοια κρίση.

Με αυτήν την έννοια, λοιπόν, νομίζω ότι οι συνταγματικές ρυθμίσεις, οι οποίες πρέπει να αναθεωρηθούν, είναι αρκετές και θα τις κατέτασσα στις εξής κατηγορίες:

Η πρώτη ομάδα αφορά τη διαφάνεια και τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Εδώ έχουμε τις διατάξεις για τη βουλευτική ασυλία, όπως, επίσης, και για την ποινική ευθύνη των Υπουργών. Αυτές οι διατάξεις είναι δεδομένο ότι πρέπει να αναθεωρηθούν και πιστεύω ότι θα βρεθεί η μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση. Με αυτήν την έννοια, θεωρώ ότι προστατεύουμε τον πολιτικό κόσμο της χώρας, προστατεύουμε τα Κόμματα και τις Κυβερνήσεις, με την έννοια ότι δεν μπορεί να υπάγονται σε διαφορετικές παραγραφές αδικημάτων διαφορετικά πρόσωπα ανά την επικράτεια.

Δεύτερον, είναι άλλο πράγμα η πολιτική ευθύνη των πολιτικών προσώπων και άλλο πράγμα η ποινική ευθύνη των πολιτικών προσώπων. Για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα δεν μπορεί ούτε να συζητά η αρμόδια Επιτροπή ούτε να αποφασίζει η Ολομέλεια της Βουλής για την άρση της ασυλίας των Βουλευτών. Είναι πάρα πολύ σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε αυτά τα θέματα σε σχέση με τις διάφορες ασυλίες που υπάρχουν, να διαχωρίσουμε την πολιτική από την ποινική ευθύνη και με αυτόν τον τρόπο να προστατεύσουμε ακόμη περισσότερο τον πολιτικό κόσμο της χώρας.

Υπάρχουν άλλες δύο κατηγορίες διατάξεων: Η πρώτη έχει να κάνει με την ωριμότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας, που αφορά, κυρίως, την πρόωρη προκήρυξη εκλογών και δεν είναι δυνατόν να επαφίεται στην απόφαση του εκάστοτε Πρωθυπουργού, αλλά να απαιτείται ουσιαστικά απόφαση της πλειοψηφίας της Βουλής των Ελλήνων. Αυτό πρέπει να κατοχυρωθεί με τρόπο σαφή, ούτως ώστε να μην επιδέχεται αμφισβητήσεως.

Βεβαίως, το ζήτημα του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, με εξαιρέσεις που μπορούν να αποφασίζονται από εκατόν ογδόντα Βουλευτές, είναι κάτι που έχει να κάνει με τη διαγενεακή δικαιοσύνη και όχι με ευρωπαϊκές ή άλλες υποχρεώσεις της χώρας. Έχει να κάνει με το ότι μία γενιά δεν μπορεί να ζει εις βάρος της άλλης.

Κλείνω, κύριε Πρόεδρε, με τη διαδικασία της συμμετοχικότητας των πολιτών: Λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία με συλλογή υπογραφών, νομοθετική πρωτοβουλία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δημοψηφίσματα σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, ζητήματα ηλεκτρονικής συμμετοχής των πολιτών. Είναι θέματα που πρέπει να ενταχθούν στην Ελληνική Δημοκρατία - τώρα που, πλέον, υπάρχει μεγάλη συμμετοχή πολιτών μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης  -  ώστε με αυτόν τον τρόπο να καταστεί όχι απλώς πιο ελκυστική, αλλά – κυρίως -  πιο αποτελεσματική.

Είναι αυτό το κρίσιμο μονοπάτι της συνταγματικής αναθεώρησης που τελικά μπορεί να οδηγήσει όχι στον συνταγματικό λαϊκισμό, αλλά σε μία ευρύτερη συζήτηση, πολύ πιο υγιή, πιο πολιτική και τελικά μία συζήτηση πολύ πιο συναινετική.