Δικαίωμα στην αποζημίωση διατηρεί σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, κάθε μισθωτός που είναι ασφαλισμένος λόγω γήρατος σε οποιοδήποτε ταμείο, όταν συμπληρώσει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να λάβει πλήρη σύνταξη.
Και αυτό, γιατί όπως εξηγεί το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ σε μία από τις εκδόσεις της που παρέχει οδηγίες για ασφαλιστικά και εργασιακά θέματα, η νομοθεσία δεν υποχρεώνει τους μισθωτούς να αποχωρήσουν από τη δουλειά τους όταν συμπληρώσουν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και η λύση της σύμβασης ακόμη και στην περίπτωση συνταξιοδότησης δεν παρέχεται αυτοδίκαια (με τρόπο αυτόματο).
Σύμφωνα με το ΙΝΕ ΓΣΕΕ, το δικαίωμα αποζημίωσης αφορά τόσο μισθωτούς, όσο και εργατοτεχνίτες του ιδιωτικού τομέα.
Στην περίπτωση του μισθωτού, το ύψος της αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης ορίζεται στο 50% της αποζημίωσης που προβλέπεται από τη νομοθεσία για τις περιπτώσεις απόλυσης εργαζόμενων χωρίς προειδοποίηση (έκτακτη καταγγελία σύμβασης), εφόσον δεν έχει επικουρικό ταμείο, και στο 40% της αποζημίωσης λόγω απόλυσης, εφόσον ασφαλίζεται όχι μόνο σε ταμείο κύριας ασφάλισης, αλλά και σε επικουρικό.
Στον αντίποδα, δεν δικαιούνται αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης οι ιδιωτικοί υπάλληλοι που έχουν την ιδιότητα του παλαιού έφεδρου πολεμιστή, όσοι είναι ήδη συνταξιούχοι και συνεχίζουν να απασχολούνται, οι μισθωτοί που έχουν την ιδιότητα του συνδικαλιστικού στελέχους, οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν σύνταξη αναπηρίας ή λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη.
Προϋποθέσεις λήψης αποζημίωσης
Συνεπώς, για τη θεμελίωση του ανωτέρω δικαιώματος απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά (ταυτόχρονα) οι εξής προϋποθέσεις:
• Ο εν δυνάμει συνταξιούχος μισθωτός να έχει την υπαλληλική, εργατοτεχνική ιδιότητα
• Να είναι ασφαλισμένος για τον κλάδο σύνταξης σε οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα
• Πριν από την αποχώρηση ή την απόλυσή του, να έχει συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση πλήρους σύνταξης γήρατος, χωρίς όμως να απαιτείται να έχει συνταξιοδοτηθεί.
Εννοείται βέβαια ότι δεν είναι υποχρεωτική για την επιχείρηση η απόλυση του ιδιωτικού υπαλλήλου ή η αποχώρησή του από την εργασία μόλις συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για να λάβει πλήρη σύνταξη γήρατος. Μπορεί, επομένως, ο εργοδότης να τον διατηρήσει στην εργασία του για όσο χρονικό διάστημα έχει ανάγκη τις υπηρεσίες του. Αυτή η δυνατότητα δεν αναιρεί σε καμία περίπτωση το δικαίωμα του μισθωτού να προτιμήσει, αντί να συνεχίσει την εργασία του, να προχωρήσει στις ανάλογες διαδικασίες προκειμένου να συνταξιοδοτηθεί όπως έχει από τον νόμο δικαίωμα, λαμβάνοντας συγχρόνως και την αποζημίωση.
Δεν εμπίπτουν στην παραπάνω ρύθμιση όσοι μισθωτοί συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις για τη λήψημειωμένης σύνταξης γήρατος ή σύνταξης λόγω αναπηρίας από τον φορέα κύριας ασφάλισής τους και, κατά συνέπεια, εάν μεν απολυθούν από τον εργοδότη τους, δικαιούνται πλήρη την αποζημίωση απόλυσης, εάν δε αποχωρούν οικειοθελώς, δεν δικαιούνται καμιά αποζημίωση.
Εξαίρεση αποτελούν οι περιπτώσεις αναπηρικών συντάξεων λόγω αναπηρίας 80%, περιπτώσεις εξάλλου για τις οποίες χορηγείται πλήρης σύνταξη. Διευκρινίζεται ότι ο τρόπος λύσης της σχέσης εργασίας δεν ασκεί επιρροή, δηλαδή μπορεί να είναι οικειοθελής αποχώρηση (παραίτηση) του μισθωτού ή απόλυσή του από τον εργοδότη.
Οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, όταν συμπληρώνουν τα 15 έτη προϋπηρεσίας ή όταν δεν υπάρχει όριο το 65ο έτος της ηλικίας ή όταν συμπληρώνεται το όριο ηλικίας που προβλέπει ο οικείος ασφαλιστικός οργανισμός τους, μπορούν να αποχωρήσουν από την εργασία με τη συγκατάθεση του εργοδότη τους. Η συναίνεση από την πλευρά του εργοδότη αποτελεί όρο για τη νομιμότητα της παραίτησης και για το δικαίωμα λήψης αποζημίωσης. Η παραίτηση αυτή συνοδεύεται με το δικαίωμα του μισθωτού να ζητήσει το μισό (50%) της αποζημίωσης που θα έπαιρνε σε περίπτωση απροειδοποίητης απόλυσης.
Σημειώνεται ότι είναι άκυρη η απόλυση του υπό συνταξιοδότηση μισθωτού, εάν δεν του καταβληθεί η νόμιμη μειωμένη αποζημίωση ή αν η καταβληθείσα αποζημίωση είναι ελλιπής.
Η διεκδίκηση της αποζημίωσης πρέπει να γίνει, όπως και την περίπτωση απόλυσης, μέσα σε ένα 6μηνο.
Σχετικά με τον υπολογισμό του ποσού της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των τακτικών αποδοχών, χωρίς τον περιορισμό των 2.000 ευρώ κατά μήνα (ν. 4093/2012).
Σχετικά με τον υπολογισμό του ποσού της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των τακτικών αποδοχών, χωρίς τον περιορισμό των 2.000 ευρώ κατά μήνα (ν. 4093/2012).
Πηγή: euro2day.gr
aftodioikisi.gr