Δύο καθοριστικές εβδομάδες αναμένουν την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα στον απόηχο της συμφωνίας στην «επταμερή» των Βρυξελλών και αμέσως μετά την επιστροφή του από την εξίσου καθοριστική συνάντηση που θα έχει αύριο το απόγευμα, στο Βερολίνο, με τη Γερμανίδα καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ.
Ο κ. Τσίπρας, με δεδομένη την πίεση ρευστότητας που δεν ήρθη στις τέσσερις ώρες κατά τις οποίες βρέθηκε στο ίδιο τραπέζι με τους κ. Μέρκελ, Ολάντ, Ντράγκι, Γιουνκέρ, Ντάισελμπλουμ και Τουσκ, θα πρέπει έως τις αρχές Απριλίου:
• Να συνομολογήσει στο λεγόμενο Brussels Group μία συμφωνία που θα επικυρωθεί από το Εurogroup, ώστε να αρθεί η ασφυξία στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία.
• Να «περάσει» το πακέτο των μεταρρυθμίσεων που θα έχει συμφωνηθεί με τους εταίρους από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ.
Και τα δύο εγχειρήματα είναι εξαιρετικά δύσκολα, όμως εάν η κυβέρνηση τα υπερβεί, θα έχει ένα καθαρό τοπίο, τουλάχιστον έως τον Ιούνιο, οπότε και θα πρέπει να μπει σε νέο κύκλο επίπονων διαπραγματεύσεων με τους εταίρους, για το λεγόμενο νέο τετραετές πρόγραμμα, αλλά και για τον τρόπο κάλυψης του χρηματοδοτικού κενού της χώρας.
Η κυβέρνηση πορεύεται προς τους δύο νέους αυτούς κάβους με ορισμένα εμφανή μειονεκτήματα, αλλά και κάποιες ουσιαστικές εφεδρείες: Σε σχέση με τους εταίρους, η πίστωση χρόνου που έχει δοθεί στην Αθήνα από την κ. Μέρκελ και τους άλλους παρισταμένους στην επταμερή είναι πλέον συγκεκριμένη και κάθε ημέρα που περνάει θα εξαντλείται. Εξ άλλου, ο ίδιος ο πρωθυπουργός κατά τη σύνοδο κορυφής αναγνώρισε ότι η Αθήνα είναι σε θέση να καλύψει τις εσωτερικές της ανάγκες, αλλά και τις διεθνείς της υποχρεώσεις έως τα μέσα Απριλίου στην καλύτερη περίπτωση. Παράλληλα, σε αντίθεση με τη συμφωνία του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου, το κοινό ανακοινωθέν που εκδόθηκε τα ξημερώματα της Παρασκευής φέρει την προσωπική σφραγίδα του κ. Τσίπρα και των άλλων παρισταμένων και άρα δεν είναι δυνατή η επίκληση της λεγόμενης «δημιουργικής ασάφειας».
Επί της ουσίας, η Αθήνα βρίσκεται απέναντι σε ένα νέο τελεσίγραφο, που όμως πλέον θα είναι απίθανο να ανανεωθεί. Επίσης, στα «μείον» του επόμενου διαστήματος είναι ότι το βάρος της διαπραγμάτευσης θα περάσει και πάλι στα χέρια του υπουργού Οικονομικών κ. Γ. Βαρουφάκη, οι σχέσεις του οποίου με τους ομολόγους του έχουν διαταραχθεί, ενώ με τον κ. Β. Σόιμπλε έχουν περιέλθει σε οριακό σημείο. Αντιθέτως, ως πλεονέκτημα ίσως λειτουργήσει ότι η συζήτηση της περασμένης Παρασκευής λειτουργεί ως «μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης» μεταξύ Αθήνας και Βερολίνου, ενώ ενισχυτικά στη συγκεκριμένη κατεύθυνση μπορεί να λειτουργήσει και το αυριανό τετ α τετ Τσίπρα - Μέρκελ στο Βερολίνο.
Ομως, όπως προαναφέρθηκε, η ολοκλήρωση ενός πακέτου μεταρρυθμίσεων που θα γίνει αποδεκτό από το Eurogroup είναι ένα μόνο μέρος του μεγάλου στοιχήματος που θα πρέπει να κερδίσει ο κ. Αλ. Τσίπρας. Το δεύτερο είναι οι μεταρρυθμίσεις αυτές να γίνουν αποδεκτές στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς μάλιστα προεξοφλείται πως θα έχουν και δημοσιονομικές πτυχές. Εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο εάν θυμηθεί κανείς τις αντιδράσεις που προκάλεσε στην Κ.Ο. του κυβερνώντος κόμματος η, επί της ουσίας, ασαφής συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου. Ο κ. Τσίπρας στην επερχόμενη εσωτερική μάχη θα έχει, πάντως, εκ των πραγμάτων δύο σημαντικά όπλα. Το πρώτο, ότι η κυβέρνηση πρόλαβε να ψηφίσει δύο νομοσχέδια με θετικό πρόσημο: για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και τις ρυθμίσεις για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές στα ασφαλιστικά ταμεία. Επίσης, η Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ θα τεθεί επί της ουσίας απέναντι σε ένα ιδιαίτερα ισχυρό δίλημμα: εάν θα αποδεχθεί τη συμφωνία ή η χώρα θα οδηγηθεί σε πολιτική αστάθεια και, ενδεχομένως, σε πιστωτικό γεγονός.
Ο κ. Τσίπρας, με δεδομένη την πίεση ρευστότητας που δεν ήρθη στις τέσσερις ώρες κατά τις οποίες βρέθηκε στο ίδιο τραπέζι με τους κ. Μέρκελ, Ολάντ, Ντράγκι, Γιουνκέρ, Ντάισελμπλουμ και Τουσκ, θα πρέπει έως τις αρχές Απριλίου:
• Να συνομολογήσει στο λεγόμενο Brussels Group μία συμφωνία που θα επικυρωθεί από το Εurogroup, ώστε να αρθεί η ασφυξία στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία.
• Να «περάσει» το πακέτο των μεταρρυθμίσεων που θα έχει συμφωνηθεί με τους εταίρους από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ.
Και τα δύο εγχειρήματα είναι εξαιρετικά δύσκολα, όμως εάν η κυβέρνηση τα υπερβεί, θα έχει ένα καθαρό τοπίο, τουλάχιστον έως τον Ιούνιο, οπότε και θα πρέπει να μπει σε νέο κύκλο επίπονων διαπραγματεύσεων με τους εταίρους, για το λεγόμενο νέο τετραετές πρόγραμμα, αλλά και για τον τρόπο κάλυψης του χρηματοδοτικού κενού της χώρας.
Η κυβέρνηση πορεύεται προς τους δύο νέους αυτούς κάβους με ορισμένα εμφανή μειονεκτήματα, αλλά και κάποιες ουσιαστικές εφεδρείες: Σε σχέση με τους εταίρους, η πίστωση χρόνου που έχει δοθεί στην Αθήνα από την κ. Μέρκελ και τους άλλους παρισταμένους στην επταμερή είναι πλέον συγκεκριμένη και κάθε ημέρα που περνάει θα εξαντλείται. Εξ άλλου, ο ίδιος ο πρωθυπουργός κατά τη σύνοδο κορυφής αναγνώρισε ότι η Αθήνα είναι σε θέση να καλύψει τις εσωτερικές της ανάγκες, αλλά και τις διεθνείς της υποχρεώσεις έως τα μέσα Απριλίου στην καλύτερη περίπτωση. Παράλληλα, σε αντίθεση με τη συμφωνία του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου, το κοινό ανακοινωθέν που εκδόθηκε τα ξημερώματα της Παρασκευής φέρει την προσωπική σφραγίδα του κ. Τσίπρα και των άλλων παρισταμένων και άρα δεν είναι δυνατή η επίκληση της λεγόμενης «δημιουργικής ασάφειας».
Επί της ουσίας, η Αθήνα βρίσκεται απέναντι σε ένα νέο τελεσίγραφο, που όμως πλέον θα είναι απίθανο να ανανεωθεί. Επίσης, στα «μείον» του επόμενου διαστήματος είναι ότι το βάρος της διαπραγμάτευσης θα περάσει και πάλι στα χέρια του υπουργού Οικονομικών κ. Γ. Βαρουφάκη, οι σχέσεις του οποίου με τους ομολόγους του έχουν διαταραχθεί, ενώ με τον κ. Β. Σόιμπλε έχουν περιέλθει σε οριακό σημείο. Αντιθέτως, ως πλεονέκτημα ίσως λειτουργήσει ότι η συζήτηση της περασμένης Παρασκευής λειτουργεί ως «μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης» μεταξύ Αθήνας και Βερολίνου, ενώ ενισχυτικά στη συγκεκριμένη κατεύθυνση μπορεί να λειτουργήσει και το αυριανό τετ α τετ Τσίπρα - Μέρκελ στο Βερολίνο.
Ομως, όπως προαναφέρθηκε, η ολοκλήρωση ενός πακέτου μεταρρυθμίσεων που θα γίνει αποδεκτό από το Eurogroup είναι ένα μόνο μέρος του μεγάλου στοιχήματος που θα πρέπει να κερδίσει ο κ. Αλ. Τσίπρας. Το δεύτερο είναι οι μεταρρυθμίσεις αυτές να γίνουν αποδεκτές στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς μάλιστα προεξοφλείται πως θα έχουν και δημοσιονομικές πτυχές. Εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο εάν θυμηθεί κανείς τις αντιδράσεις που προκάλεσε στην Κ.Ο. του κυβερνώντος κόμματος η, επί της ουσίας, ασαφής συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου. Ο κ. Τσίπρας στην επερχόμενη εσωτερική μάχη θα έχει, πάντως, εκ των πραγμάτων δύο σημαντικά όπλα. Το πρώτο, ότι η κυβέρνηση πρόλαβε να ψηφίσει δύο νομοσχέδια με θετικό πρόσημο: για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και τις ρυθμίσεις για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές στα ασφαλιστικά ταμεία. Επίσης, η Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ θα τεθεί επί της ουσίας απέναντι σε ένα ιδιαίτερα ισχυρό δίλημμα: εάν θα αποδεχθεί τη συμφωνία ή η χώρα θα οδηγηθεί σε πολιτική αστάθεια και, ενδεχομένως, σε πιστωτικό γεγονός.
kathimerini.gr