Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

Καμία μεταρρυθμιστική ψήφος δεν είναι χαμένη







Μαρία Τσάκου, υποψήφια βουλευτής Χίου με τη Δράση



Η πιο μικρή προεκλογική περίοδος των τελευταίων αρκετών ετών έφτασε στο τέλος της. Μικρή, συντομότατη, μα από την άλλη έντονη όπως κάθε άλλη, ψυχοφθόρα, κοπιαστική, πολύ συχνά κενή περιεχομένου, και ακόμη συχνότερα με τις συνήθεις κραυγές, τα συνήθη ψέματα, τα μεγάλα, παχιά, ανέξοδα λόγια που χαρακτηρίζουν κάθε τέτοια ημεδαπή περίοδο: λόγια που δε στοιχίζουν, και που γι’ αυτό εκστομίζονται απροκάλυπτα, αφειδώς — και χωρίς αιδώ.

Ήταν ακόμη, τούτες οι δυο-τρεις εβδομάδες, και γεμάτες με σημαίες. Ελληνικές, και κομμάτων. Πλαστικές και πάνινες. Και γεμάτες συνθήματα. Ό,τι, δηλαδή, ανέκαθεν συνδέει και ομαδοποιεί την πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα με τα γήπεδα: με το ποδόσφαιρο…

Δεν είναι άγνωστο γνώρισμα των προεκλογικών περιόδων αυτό, ούτε πρωτόγνωρο. Μα θα περίμενε κανείς πως, ειδικά τώρα, ειδικά σήμερα, τέτοια φαινόμενα θα έπρεπε να ανατριχιάζουν το εκλογικό κοινό, θα έπρεπε να συγκλονίζουν αρνητικά τούς ψηφοφόρους, τους πολίτες, θα έπρεπε να μη τα χωρά ο νους τους: γιατί είναι γνωρίσματα μιας μακράς εποχής που πέρασε, και που πέρασε, καλώς ή κακώς, για πάντα. Και που δε θα ξανάρθει.

Κάναμε, τούτες τις δυο-τρεις εβδομάδες, και θλίβομαι που το λέω, μία προεκλογική εκστρατεία μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα της χρεοκοπίας με όρους, σκηνικά και λόγο περασμένων δεκαετιών. Και, όχι (και καθώς μιλώ σαν πολίτης, όχι σαν υποψήφια βουλευτής), δε φταίνε μόνο το κόμματα γι’ αυτό, δε φταίνε μόνο τα επιτελεία τους, δε φταίει μόνο το «σύστημα»: φταίμε όλοι. Όπως όλοι φταίμε, άλλος λίγο άλλος πολύ, για το βάθος της ανυποληψίας (και δε μιλώ μόνο για την οικονομική, δε μιλώ μόνο για την αποβολή μας από τις Αγορές) στην οποία έχουμε συνολικά σαν χώρα περιπέσει.

Όλοι φταίμε. Όλοι φταίξαμε. Όλοι συμμετείχαμε σ’ αυτό το απίστευτο και πρωτοφανούς όγκου και διάρκειας μεγάλο φαγοπότι, σ’ αυτό το παιχνίδι αμεριμνησίας, αφασίας και εκ των έσω δήωσης της χώρας: ποτέ δεν υπήρξε ένας τόσο μεγάλος εσωτερικός βανδαλισμός στην ιστορία της Ευρώπης. Δε φταίει το κράτος, δε φταίνε οι πολιτικοί, δε φταίει το «μεγάλο κεφάλαιο», δε φταίνε οι Γερμανοί, οι Αμερικανοί και οι Νοτιοκορεάτες (ή τα κακά Νεφελίμ και οι λοιποί εξωγήινοι που μας επιβουλεύονται και θέλουν το κακό μας…): φταίμε όλοι. Άλλος λίγο. Άλλος πολύ.

Το κράτος είμαστε εμείς. Όπως είμαστε και η χώρα. Όπως είμαστε και οι πολιτικοί μας. Όπως είμαστε και οι επιλογές μας: όλες μας οι επιλογές. Οι παλιές, οι χθεσινές, οι σημερινές — και οι αυριανές.

Επιμένω και τονίζω το αδιαμφισβήτητο γεγονός της συνολικής συμμετοχής, επιμένω να χλευάζω με όλη μου τη δύναμη το ύποπτο και καθαρά αντεθνικό, το ξεκάθαρα ανθελληνικό «φταίνε οι άλλοι», όχι μόνο επειδή οφείλουμε να μιλάμε την αλήθεια και να κυνηγάμε τον φαρισαϊσμό. Όχι μόνο γι’ αυτό. Και για έναν άλλο λόγο: γιατί, όπως ευθυνόμαστε άπαντες για το τρομερό κακό που προξενήσαμε στον τόπο (τις διαστάσεις του οποίου ακόμη δεν έχουμε συλλάβει…), έτσι ακριβώς μπορούμε ίσως και να ανατάξουμε τον ετοιμοθάνατο ασθενή — με λογική όμως πια, και με σύνεση: αλλά και με συμμετοχή, και με δράση.

Τα περιθώρια είναι στενά. Δεν υπάρχει χρόνος, και δεν υπάρχουν πολλοί δρόμοι για να σωθεί ο τόπος. Μακάρι να υπήρχαν. Μα δεν υπάρχουν: όποιος ισχυρίζεται το αντίθετο, είτε ψεύδεται (επειδή έχει πολλά να κερδίσει από την Ελληνική Καταστροφή) είτε είναι απλός βλαξ. Δεν υπάρχει χρόνος, κυρίως, για κοροϊδίες, για επίκληση στο λαϊκό αίσθημα, για χάιδεμα του θυμικού των Ελλήνων, για εκκλήσεις στον πατριωτισμό και το φιλότιμό τους ή για παραινέσεις για «ξεσηκωμό», για εξεγέρσεις και για… επαναστάσεις. Λυπάμαι πολύ, λυπάμαι ειλικρινά, μα πλέον υπάρχει —το ξαναλέω και θα το ξαναπώ— ένας μόνο δρόμος: ο δρόμος των χειροπιαστών και άμεσων μεταρρυθμίσεων. Ο δρόμος, δηλαδή, της ειλικρινούς δουλειάς. Άλλο τίποτε. Ή, αν θέλετε: οτιδήποτε άλλο πολύ απλά θα οδηγήσει, όχι στη χρεοκοπία (η Ελλάδα έχει χρεοκοπήσει επισήμως, ό,τι επιθετικό προσδιορισμό και να βάλει κανείς μπροστά από τη λέξη), αλλά στην άτακτη διολίσθηση στον πρωτογονισμό.

Όπως μόλις είπα, θα το ξαναπώ — γιατί έχει μείζονα σημασία: ή μεταρρυθμίσεις (μα όχι στα λόγια πια: όχι στα λόγια!), ή χάος. Και, με το χέρι στην καρδιά: δεν κινδυνολογώ. Μακάρι να κινδυνολογούσα.

Γι’ αυτό, επιτρέψτε μου να κάνω κι εγώ μια ύστατη έκκληση — όχι στο φιλότιμό μας, στον πατριωτισμό μας και σε άλλες απίθανες έννοιες που χρησιμοποιούν με το τσουβάλι και ανερυθρίαστα όσοι κυρίως μάς οδήγησαν εδώ που φτάσαμε (μαζί βέβαια, με ένα 80% του λαού από δίπλα τους…), λες και δεν ξέρουν τίποτα, δεν είδαν τίποτα, δεν έμαθαν τίποτα, δεν έπραξαν τίποτα.

Θέλω να κάνω μία έκκληση, απλώς, στη σύνεση:

Ας είναι η ψήφος σας ψήφος μεταρρυθμιστική. Ας είναι ψήφος που να δείχνει ότι κατανοήσαμε τι συνέβη και θέλουμε να το αλλάξουμε: να το αλλάξουμε άρδην. Ας είναι ψήφος αισιοδοξίας και λογικής. Ας είναι ψήφος όχι αντίδρασης, αλλά δράσης.

Και, μην ξεχνάτε: καμία ψήφος, όταν είναι θετική, δεν πάει χαμένη. Καμία. Καμία, και ποτέ.