Οι «Μαθησιακές Δυσκολίες» έχουν αποτελέσει τα τελευταία χρόνια το επίκεντρο
συζητήσεων και ερευνών σχετικά με τα πιθανά αίτια, τη συχνότητα και τα
χαρακτηριστικά τους. Ο όρος «Μαθησιακές Δυσκολίες» εμφανίζεται για πρώτη φορά
τον Απρίλιο του 1963 από τον ψυχολόγο και ειδικό παιδαγωγό Samuel Kirk σε ένα
συνέδριο γονέων με παιδιά που είχαν προβλήματα μάθησης και επαγγελματιών της
ειδικής αγωγής.
Συγκεκριμένα,
τότε έγινε η πρώτη απόπειρα να οριστούν όλες εκείνες οι δυσκολίες που οδηγούν
σε σχολική υποεπίδοση ή αποτυχία παιδιά που έχουν κανονική φοίτηση,
παρακολουθούν το πρόγραμμα της τάξης τους και δεν κατατάσσονται στα «άτομα με
ειδικές ανάγκες». Τα χρόνια που ακολούθησαν διατυπώθηκε πληθώρα ορισμών ανάλογα
με την κυρίαρχη αντίληψη κάθε εποχής σχετικά με τη φύση των δυσκολιών.
Σήμερα θεωρείται ότι υπάρχουν πολλές
υποκατηγορίες που μπαίνουν κάτω από την ομπρέλα των δυσκολιών αυτών, με πιο
αναγνωρίσιμο τον όρο «Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες». O όρος «Ειδικές
Μαθησιακές Δυσκολίες»
χρησιμοποιείται για να περιγράψει
συγκεκριμένες δυσκολίες στην ανάγνωση, στη γραφή, στην ορθογραφία και στα
μαθηματικά σε παιδιά με φυσιολογική νοημοσύνη και τυπική σχολική φοίτηση.
Οι
δυσκολίες συχνά εντοπίζονται στη γραφή,
στο προσανατολισμό στο χώρο, στην παρακολούθηση οδηγιών, στην ακουστική
αντίληψη, στην ανάκληση λέξεων και στη μνήμη. Το περιεχόμενο όμως των δυσκολιών
διαφέρει πολύ από παιδί σε παιδί. Ένα παιδί μπορεί να δυσκολεύεται πολύ στην
ανάγνωση, αλλά να μην αντιστρέφει νούμερα ούτε να έχει προβλήματα μνήμης. Ή
μπορεί να διαβάζει καλά, αλλά να δυσκολεύεται πολύ να θυμηθεί την ορθογραφία
των λέξεων.
Σύμφωνα
με το DSM-IV, οι «Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες» χωρίζονται
σε τρεις βασικές υποκατηγορίες : Διαταραχή της ανάγνωσης (δυσλεξία), Διαταραχή
της Γραπτής Έκφρασης, Διαταραχή των
Μαθηματικών ( δυσαριθμησία).
Η ακριβής αιτιολογία των «Ειδικών Μαθησιακών Δυσκολιών» δεν είναι σαφής. Οι
περισσότεροι ειδικοί πάντως συμφωνούν ότι είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων
μειονεξιών σε έναν ή περισσότερους τομείς του γνωστικού συστήματος και έχει
γενετικό υπόβαθρο (κληρονομικός παράγοντας). Το ποσοστό των παιδιών σχολικής
ηλικίας που εμφανίζουν Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες υπολογίζεται σε 8-10%.
Είναι αξιοσημείωτο ότι εμφανίζεται συχνότερα στα αγόρια, από ό,τι στα κορίτσια,
σε αναλογία 4 προς 1.
Κάποιοι μαθητές θα εμφανίσουν τη δυσκολία από την πρώτη τάξη του δημοτικού,
κάποιοι άλλοι θα έχουν φτάσει στην έκτη, προτού αναγνωριστούν από το περιβάλλον
τους οι δυσκολίες τους. Έτσι πολλοί μαθητές με «Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες»
φτάνουν στο Γυμνάσιο με μέτρια έως φτωχή απόδοση, χωρίς να γίνονται αντιληπτές
οι δυσκολίες. Συχνά αυτές αποδίδονται σε τεμπελιά ή απουσία κινήτρων.
Οι «Ειδικές
Μαθησιακές Δυσκολίες» διαρκούν όσο και η ζωή του ατόμου. Όμως η έγκαιρη
διάγνωση τους και η κατάλληλη μαθησιακή υποστήριξη βοηθά τα παιδιά με τη πάροδο
του χρόνου να βελτιώσουν τη σχολική τους επίδοση και να συνεχίσουν τη ζωή
τους ομαλά.
Τα
παιδιά και οι έφηβοι με Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες πολλές φορές έχουν συναφείς δυσκολίες που συνθέτουν την κλινική
τους εικόνα. Περίπου το 15% με 20% έχουν
Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (Δ.Ε.Π.Υ). Πιο
συγκεκριμένα, συχνά δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν σε μία συγκεκριμένη
δραστηριότητα, χαρακτηρίζονται από χαμηλό αυτοέλεγχο και έχουν αυξημένη κινητική
δραστηριότητα. Σε πολλά παιδιά θα
υπάρξουν ενδείξεις δευτερογενών συναισθηματικών προβλημάτων που αποτελούν
απόρροια των χρόνιων ματαιώσεων που βιώνουν στον ακαδημαϊκό τομέα
Συγκεκριμένα, ένα θέμα που έχει απασχολήσει τη σύγχρονη
βιβλιογραφία είναι η αυτοεκτίμηση των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες. Πρόσφατες
έρευνες σε ελληνικό πληθυσμό δείχνουν ότι αυτά τα παιδιά τείνουν να αξιολογούν αρνητικά τον
εαυτό τους ως προς τις σχολικές τους επιδόσεις (ακαδημαϊκή αυτοεκτίμηση). Η
φτωχή αυτοεκτίμηση του μαθητή επιφέρει αναπόφευκτα εσωτερική ένταση και
συναισθηματική δυσφορία, κατάσταση η οποία σίγουρα δεν ευνοεί τη μαθησιακή του εξέλιξη.
Πολλά παιδιά, επίσης, προσπαθούν να κερδίσουν το ενδιαφέρον και την αναγνώριση που
χάνουν λόγω της σχολικής τους αποτυχίας
με διαφορετικούς τρόπους. Έτσι συχνά γίνονται ζωηρά και κάνουν
παράτολμες ενέργειες. Αξιοσημείωτο είναι ότι αρκετά παιδιά εγκαταλείπουν το
σχολείο πρόωρα, καθώς αδυνατούν να διαχειριστούν τις δυσκολίες τους.
Εν κατακλείδι, η έντονη ενασχόληση
με τις «Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες» και τις επιπτώσεις της στο ίδιο το άτομο
και στην οικογένεια δεν είναι τυχαία.
Σχετίζεται με τη σημασία που έχει η εκμάθηση του γραπτού λόγου και η
επιτυχημένη ακαδημαϊκή πορεία στις
σημερινές κοινωνίες. Ένα παιδί που δυσκολεύεται να μάθει να διαβάζει, να γράψει
και να φέρει εις πέρας απλούς μαθηματικούς συλλογισμούς, συχνά θεωρείται μη
ικανό από το στενό και κοινωνικό του περιβάλλον να σπουδάσει και να πετύχει
μετέπειτα σε επαγγελματικό επίπεδο. Είναι σημαντικό λοιπόν το περιβάλλον του να
κατανοήσει τις δυσκολίες του παιδιού και να το υποστηρίξει στη σχολική του
πορεία.
Βάσω Βαφιά
Ψυχολόγος,
Εξωτερική συνεργάτης Κ.Π.Ε