Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΙΔΑΧΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΘΙΜΟΥ ΧΙΟΥ




Ὁ ἅγιος Ἄνθιμος τῆς Χίου σχετικὰ μὲ τὴν σιωπὴἔλεγε «Σιωπή! Ἡ σιωπὴ εἶναι καλή, ἡ σιωπὴ εἶναι ἀκίνδυνος, ἡ σιωπὴ εἶναι ἀμετανόητος, ἔλεγε καὶ ἕνας γέρων: ὁσάκις ὡμίλησα, μετενόησα, σιωπήσας δὲ οὐδέποτε μετενόησα. Ἡ σιωπὴ εἶναι ἀσκανδάλιστος, ἐκεῖνος ποὺ κρατεῖ σιωπήν, εἶναι πάντοτε εἰρηνικὸς καὶ εἶναι μακάριος. Δὲν ἐμακάρισεν ὁ Χριστὸς τοὺς πολυλόγους οὔτε τοὺς θυμώδεις οὔτε τοὺς ταραχοποιούς, ἐμακάρισε τοὺς εἰρηνοποιούς, τοὺς πραεῖς, τοὺς ὑπομονετικούς, αὐτοὺς ἐμακάρισε. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἀρετήν, μέσα στοὺς πολλοὺς θὰ φανῆ ἡ ὑπομονή του, ἡ καρτερία του, ἡ πραότης του, ἡ μακροθυμία του, ἡ ἐγκράτειά του, ἐὰν ἔχεις τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσα στοὺς πολλοὺς θὰ φανῆς».

Σχετικὰ μὲ τὴν συναίσθησι τῶν ἀδυναμιῶν μαςτόνιζε «Καλότυχος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει τὴν κατάστασίν του καὶ ταπεινώνεται, καὶ πάλιν κακότυχος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν γνωρίζει τὴν κατάστασίν του, ἀλλὰ ὑπερηφανεύεται, καλότυχος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐγνώρισε τὴν ἀσθένειά του, διότι ἡ ἀνθρώπινη φύσις ὑπόκειται εἰς τὰ πάθη, εἰς πολλὰ κακὰ πάθη καὶ καλότυχος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ τὸ ἐκατάλαβε. Ὑπάρχουν τριῶν εἰδῶν ἄνθρωποι: σαρκικοί, ψυχικοὶ καὶ πνευματικοί. Ὁ σαρκικὸς ἄνθρωπος θέλει ὅλα τὰ τῆς σαρκός, ζητεῖ τὴν ἀνάπαυσιν, ἀγαπᾶ τοὺς ἐπαίνους, δὲν θέλει νὰ τὸν ὑβρίσουν, δὲν δέχεται νὰ τοῦ κόψουν τὸ θέλημά του, ὑπερασπίζει τὸν ἑαυτόν του. Ὁ ψυχικὸς πάλι δὲν θέλει νὰ ἀδικήση, ἀλλὰ οὔτε νὰ τὸν ἀδικήσουν. Ὁ δὲ πνευματικὸς ἄνθρωπος σκέπτεται ὅλα τὰ τοῦ πνεύματος, ἂν ἀδικηθῆ χαίρει, ἂν ὑβρισθῆ εὐχαριστεῖται».

Γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς ἔλεγε «Θέλω νὰ πεινᾶτε καὶ νὰ διψᾶτε τὴν σωτηρία σας. Θέλω νὰ διψᾶτε τὴν δικαιοσύνην, νὰ εὐχαριστῆσθε μὲ τὰς θλίψεις, νὰ χαίρεσθε μὲ τὰς τιμωρίας καὶ τὰ βάσανα. Πότε ἡμεῖς, ἀδελφές, ἐβασανίσθηκαμε; Ποῦ εἶναι τὰ μυτερὰ καρφιὰ, πού μᾶς ἐκάρφωσαν; Ποῦ εἶναι ἡ λόγχη; Ποῦ εἶναι ὁ ἀκάνθινος στέφανος; Πότε μᾶς ἐμαστίγωσαν ἤ μᾶς ἔπτυσαν ἤ μᾶς ἔκαναν τίποτε ἄλλο, ἀπὸ ὅσα ἔκαναν στὸν Χριστό; Διά τοῦτο, ἐπειδὴ ἡμεῖς δὲν ἐπάθαμεν ἀκόμη τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτά, πρέπει μὲ ὅλη τὴν δύναμίν μας νὰ προσπαθήσωμεν νὰ μιμηθοῦμεν τὸν Διδάσκαλόν μας, διότι ἐὰν δὲν τοῦ μοιάσωμεν, δὲν θὰ καθίσωμεν καὶ ἡμεῖς ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐκάθισεν Ἐκεῖνος».

Γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη στὴν ψυχὴ ἔλεγε «Ὅταν ἐλεήσης τὸν πτωχόν, ὅταν βοηθήσης τὸν πλησίον σου, τὸ δίδεις στὸν Θεό. Ἀλλὰ γιὰ πῆτε μου, ποῖος εἶναι εἰς ἡμᾶς ὁ πιὸ πλησίον μας, ποὺ ἔχει τὴν ἀνάγκη καὶ ζητεῖ νὰ τὸν ἐλεήσωμεν; Ἡ ψυχή μας. Ἡ ψυχὴ μας εἶναι ὁ πλησίον μας, τὴν ψυχήν μας νὰ βοηθήσωμεν καὶ νὰ ἐλεήσωμεν. Θὰ ἐλεήσωμεν αὐτὴν τὴν πτωχὴν ψυχὴν μὲ ἀρετάς. Ἂν θέλης νὰ ἐλεήσης τὴν ψυχήν σου, θὰ κάμης ἀρετάς, θὰ εἶσαι ὑπάκουος, ταπεινός, ὑπομονετικός, φιλαλήθης, φιλάδελφος, σιωπηλός, θὰ κόπτης τὸ θέλημά σου… Μὲ αὐτὰ θὰ ἐλεῆς τὴν ψυχήν σου καὶ θὰ δανείζης τὸν Θεόν».

Σχετικὰ μὲ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν τόνιζε «Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐργάζεται τὴν ἀρετήν, ὅταν ἔχη τὸν ἔνθεον ἔρωτα, ὅταν ἔχη τὸ θεϊκὸν πῦρ μέσα εἰς τὴν καρδίαν του, ὅταν ἔχη τὸν ζῆλον διὰ νὰ ἀρέση εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὸν πλησίον του, τότε ὑπομένει τὰ πάντα. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀγάπην εἰς τὴν καρδίαν του, τὸ στόμα του ποτὲ δὲν ψεύδεται οὔτε ἐργάζεται πονηρά. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀγάπην μέσα εἰς τὴν καρδίαν του δὲν ρίχνει τὸ βλέμμα του ποτέ, γιὰ νὰ ἰδῆ πράγματα, ποὺ δὲν ὠφελοῦν τὴν ψυχήν του, τὸ ἀφτί του δὲν τὸ στένει, γιὰ νὰ ἀκούση πράγματα, ποὺ δὲν εἶναι ὠφέλιμα». 

Γιὰ τὸν θυμὸ ποὺ τυραννεῖ τοὺς ἀνθρώπους τόνιζε «Ποτὲ νὰ μὴ δίνετε τόπον εἰς τὸν θυμόν. Ποτὲ νὰ μὴ λείπη τὸ μειδίαμα ἀπὸ τὸ στόμα σας, τὸ πασίχαρο νὰ μὴ σᾶς φεύγη ποτέ. Καρδίας εὐφραινομένης πρόσωπον θάλλει. Ὅλο εὐχαριστημένη νὰ εἶναι ἡ καρδία σας, διότι ὅταν φύγη ἡ εὐχαρίστησις εὐθὺς θὰ ἔλθη ὁ θυμός, τέλεια ἀπονέκρωσις τῆς χάριτος εἶναι ὁ θυμός».

Διδαχὲς Πνευματικὲς Ἁγίου Ἀνθίμου τῆς Χίου Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Βοηθείας Χίου.