«Η πολιτική της βίας ή η πολιτική βία»,
του Κώστα Τριαντάφυλλου
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα από το μέλος της Χρυσής Αυγής, έβαλε σε κίνηση, έστω με καθυστέρηση, τα αντανακλαστικά της πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας. Ό,τι πριν από λίγες μέρες έμοιαζε απαθές, τώρα πραγματοποιεί ενέργειες με αξιοσημείωτη ταχύτητα.
Φυσικά, για αυτήν την απάθεια, ευθύνη υπάρχει και στον πολιτικό κόσμο της χώρας, που, σε κάποιες περιπτώσεις φαινόταν αμήχανος να επιτύχει τη συνεννόηση με σκοπό την αντιμετώπιση του φαινομένου του νεοναζισμού και της ρατσιστικής βίας.
Αν, όμως, αναλύσει κανείς αυτή την πορεία διάδοσης και κορύφωσης της εγκληματικής δραστηριότητας των νεοναζί, μπορεί να διακρίνει διάφορα στάδια, από τα οποία πέρασαν.
Καθώς στην Ελλάδα της κρίσης, κρίσης υπαρκτής, κρίσης οικονομικής, πολιτικής, αξιακής, βρέθηκε έδαφος για λαϊκιστική και ανέξοδη ρητορική, καλλιεργήθηκε ένα αντιπολιτικό και αντικοινοβουλευτικό κλίμα, που περιελάμβανε «τσολάκογλου» και «κρεμάλες». Και όσο οι ανοιχτές παλάμες στρέφονταν προς τη Βουλή των Ελλήνων, όσο σκοπίμως, κάποιοι πάσχιζαν να αποδομήσουν την ίδια τη δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό, τόσο γιγαντώνονταν τα ακραία αυτά μορφώματα.
Η ρητορική του λαϊκισμού ότι κάποιοι είναι «προδότες» και «διεφθαρμένοι» και για αυτό εφάρμοσαν τη «μνημονιακή πολιτική» καλλιέργησε έναν απροσδόκητο και απεριόριστο φαρισαϊσμό.
Έτσι, τον μανδύα του αντιμνημονιακού τον ενδύθηκαν πολλοί. Πρωτοστάτες, αυτοί που δεν επιχειρηματολογούν, αλλά κραυγάζουν, που δεν αιτιολογούν αλλά καθυβρίζουν, που δεν απευθύνονται στη λογική αλλά στα εγκληματικά ένστικτα.
Και εκεί ξεκινά η πολιτική της βίας. Βία, γιατί «βία γεννούν τα μέτρα του μνημονίου». Βία γιατί «βία είναι η ανεργία και η φτώχεια». Βία, γιατί, σύμφωνα με κάποιους, βία είναι το διαφορετικό χρώμα.
Η πολιτική της βίας, εκμεταλλευόμενη την κρίση στην κοινωνία, μετεξελίχθηκε σε κοινωνική, ξενοφοβική και ρατσιστική βία και χτύπησε καθετί διαφορετικό, καθετί αδύναμο. Από τους μετανάστες μέχρι τους θρησκευτικά ή εθνοτικά ή φυλετικά διαφορετικούς.
Δυστυχώς, με αυτές τις παραμέτρους, ο νεοναζισμός ανθεί. «Υπάνθρωποι» οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, την ώρα που χιλιάδες Έλληνες πάνε να δουλέψουν στην ξενιτιά. Ρητορική του μίσους. Ρητορική που εμποτίζει τον λαό για να τον κάνει να πιστέψει ότι η διέξοδος είναι το μίσος. Ρητορική που καλλιεργεί ευάλωτες συνειδήσεις για να τις μετατρέψει σε εκτελεστικά υποχείρια. Ρητορική που υποσκάπτει την ουσία της δημοκρατίας. Ρητορική που «δικαιολογεί» τη βία, ακόμη και το φόνο.
Η οργάνωση των νεοναζί που οπλίζει χέρια για έκνομες συμπεριφορές, η οργάνωση που επιβουλεύεται τις δημοκρατικές αξίες της χώρας μας, την ελευθερία και την ασφάλεια, Ελλήνων και μη, πρέπει σήμερα να αντιμετωπισθεί από το σύνολο του δημοκρατικού κόσμου όπως ακριβώς της αρμόζει.
Πράξεις που εμπίπτουν στις διατάξεις του ποινικού κώδικα, πρέπει να αναγνωριστούν ως τέτοιες και να τιμωρηθούν αναλόγως. Γιατί η πρόσφατη ανθρωποκτονία δεν είναι, εν προκειμένω, το μοναδικό ποινικό αδίκημα. Υπάρχει σωρεία ποινικών αδικημάτων που πρέπει να διερευνηθούν.
Η απάντηση, λοιπόν, υπήρχε και υπάρχει: είναι νομική, είναι θεσμική και πρέπει να δοθεί, όπως ακριβώς απαιτούν οι αρχές του δικαίου. Το ζητούμενο είναι να δούμε, επιτέλους, το δάσος και όχι το δέντρο.
Ενότητα, συνεργασία, συνεννόηση, ωριμότητα, αλληλεγγύη για την αντιμετώπιση κάθε προσπάθειας εκφυλισμού των δομικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν την έννοια της δημοκρατίας.