Το
παρόν άρθρο γράφτηκε λόγω της Παγκόσμιας Ημέρας Κοινωνικής Εργασίας που έχει
καθιερωθεί ετησίως για την προβολή του
σημαντικού ρόλου των Κοινωνικών Λειτουργών και της Κοινωνικής Εργασίας στην προάσπιση
των αρχών της Αλληλεγγύης και
Δικαιοσύνης στις Κοινότητες των ανθρώπων.
Η
Κοινωνική Εργασία είναι σύγχρονη επιστήμη που πιστεύεται ότι πρωτοεμφανίστηκε
εξαιτίας της ανάγκης διαχείρισης των προβλημάτων επιβίωσης που ερχόταν
αντιμέτωπα άτομα και ομάδες εξαιτίας πολέμων, οικολογικών καταστροφών,
αστικοποίησης, εκβιομηχάνισης. Στην Ελλαδική ιστορία η Κοινωνική Εργασία έχει
της ρίζες στην Αρχαία Ελλάδα, τόσο από πλευράς κατανόησης του κόσμου μέσα από
τα μάτια της φιλοσοφίας, όσο και από τις φιλανθρωπικές πράξεις και τα πρώτα
ανεπίσημα προνοιακά συστήματα.
Το
γνωστικό αντικείμενο της Κοινωνικής Εργασίας
είναι η ενδυνάμωση του ατόμου με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας ζωής
του και την κοινωνική ευημερία, η ενίσχυση της αλλαγής μέσω κατάλληλων
παρεμβάσεων στον άνθρωπο, στην πολιτική, στους θεσμούς και σε άλλες κοινωνικές
δομές.
Η
γέννηση και ανάπτυξη αυτού του θεσμού-εργασίας προήλθε μέσα από την ανάγκη του
ανθρώπου να υποστηρίζει και να ενισχύει τα αδύναμα μέλη της ομάδας του. Ο Κοινωνικός
Λειτουργός δεν μένει παρατηρητής, δεν προσεγγίζει μόνο θεωρητικά τις
καταστάσεις αλλά παρεμβαίνει παντού και με κάθε τρόπο. Βρίσκεται παρόν με πρώτο
καθήκον να αποκαλύψει τις παραβιάσεις και τις αδικίες, να παρέμβει για την
προστασία δικαιωμάτων και να οργανώσει τη διεκδίκηση τους. Αναγνωρίζει τις νέες κοινωνικές ανάγκες, τις νέες ευπαθείς
κοινωνικές ομάδες, διεκδικεί μαζί με τους πολίτες την άμεση λήψη μέτρων για την
προστασία τους από τις δύσκολες συνθήκες. Διαμορφώνει προτάσεις για την
ανάπτυξη ενός δικτύου προστασίας των αδύναμων ομάδων, οι οποίες σήμερα έχουν
ανάγκη τις κοινωνικές υπηρεσίες περισσότερο από ποτέ.
Συγκεκριμένα,
στην Κινητή Μονάδα Ψυχικής Υγείας, ο Κοινωνικός Λειτουργός πραγματοποιεί την
πρώτη συνάντηση με τον ασθενή με στόχο τη λήψη ιστορικού και τη διερεύνηση του
αιτήματος του, προκειμένου να γίνει ο ανάλογος σχεδιασμός ή παραπομπή. Συμμετέχει
στη θεραπευτική αντιμετώπιση περιπτώσεων (κοινωνικοποίηση, ανάπτυξη δεξιοτήτων,
εκπαίδευση σε δραστηριότητες καθημερινής ζωής), συντάσσει εκθέσεις, συμμετέχει
ως συνθεραπευτής σε συνεδρίες με θεραπευτές όλων των ειδικοτήτων για την πορεία
των περιστατικών. Παρεμβαίνει επίσης μαζί με τον Ψυχίατρο και επηρεάζει θετικά
τα δυναμικά των οικογενειακών σχέσεων όταν αυτές είναι αρνητικές προς τον
ασθενή. Εργάζεται με την κοινότητα για τη στήριξη ασθενών χωρίς υποστηρικτικό
σύστημα, συμμετέχει σε δραστηριότητες αγωγής κοινότητας και ευαισθητοποίησης
του κοινού σε θέματα Ψυχικής Υγείας και συνεργάζεται με φορείς της κοινότητας
και διάφορες Υπηρεσίες Υγείας. Τέλος, συμμετέχει στη συγγραφή και παρουσίαση
εργασιών, στην οργάνωση και υλοποίηση ερευνών καθώς και σε συναντήσεις με
οργανωτικά – διοικητικά θέματα.
Σήμερα
στην Ελλάδα η βαθιά οικονομική ύφεση έχει πλήξει σε μεγάλο βαθμό όχι μόνα τα
παραδοσιακά ασθενέστερα και πιο ευάλωτα στρώματα της κοινωνίας μας αλλά και
νέες ομάδες του πληθυσμού που για πρώτη φορά έρχονται αντιμέτωπες με τη φτώχεια
και τον κοινωνικό αποκλεισμό και εξωθούνται στα όρια της επιβίωσης,
δοκιμάζοντας τα όρια της κοινωνικής συνοχής.
Θα
περίμενε κανείς ότι μέσα σε αυτές τις συνθήκες θα ενισχύονταν οι φορείς κοινωνικής φροντίδας και παροχής υπηρεσιών
ψυχικής υγείας, ως οι μόνοι που μπορούν να λειτουργήσουν με σκοπό την έγκαιρη
αντιμετώπιση της κρίσης και την
αντιστάθμιση των εντάσεων και των απωλειών που βιώνουμε καθημερινά. Ωστόσο, στο
πλαίσιο των οριζόντιων περικοπών πλήττονται οι φορείς κοινωνικής φροντίδας και
προστασίας, χωρίς κριτήρια και διαδικασίες αξιολόγησης, με αποτέλεσμα η κρίση
να βαθαίνει ακόμα περισσότερο και μακροπρόθεσμα να αυξάνεται σημαντικά το
δημοσιονομικό κόστος και η ψυχική επιβάρυνση.
Σε
αυτές τις συνθήκες, ο διεκδικητικός ρόλος της Κοινωνικής Εργασίας για κοινωνική
αλλαγή, δικαιοσύνη και κοινωνική πρόνοια γίνεται απαραίτητος και επιτακτικός.
της κας Ελένης Πίπα,
Κοινωνική Λειτουργός της
Κινητής Μονάδας Ψυχικής Υγείας Χίου
του Κέντρου Παιδιού και Εφήβου