Αποσπάσματα
από ένα πολύτιμο βιβλίο που γράφτηκε 83 χρόνια πριν -ακόμα ψάχνουμε να βρούμε
ποιοι είμαστε χωρίς να έχουμε κάνει ούτε βήμα από τότε
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Γιώργος Θεοτοκάς έγραψε το 1929, σε ηλικία 24 ετών το
συναρπαστικό δοκίμιο Ελεύθερο Πνεύμα (εκδ. Εστία) το οποίο αργότερα ονομάστηκε
«πνευματικό μανιφέστο» της γενιάς του ΄30 (στην οποία ανήκουν και ο Γιώργος
Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Στρατής Μυριβήλης, ο Κοσμάς
Πολίτης, ο Μ. Καραγάτσης, ο Άγγελος Τερζάκης). Πρόκειται για ένα ολιγοσέλιδο
κείμενο που έχει απασχολήσει περισσότερο από κάθε άλλο δοκίμιο την ελληνική
διανόηση. Είναι ένα ορμητικό γεμάτο δυναμισμό κείμενο ευρωπαϊκά προσανατολισμένο
και ριζοσπαστικό στην αντιμετώπιση του παρελθόντος. Ο Γιώργος Θεοτοκάς προσπάθησε όπως πολλοί της γενιάς
του να αντιπαραβάλει την «πλευρά του Ελληνικού της Ελλάδας και όχι της Ελλάδας
όπως την φαντάζονται οι Ευρωπαίοι». Με
δύο λόγια το ζήτημα της ελληνικότητας της γενιάς του 30 συνοψίζεται τελικά στο
τι θα δημιουργήσεις ως σύγχρονος Έλληνας που όχι μόνο να είναι αυθεντικά δικό
σου, αλλά να ενδιαφέρει και τους ξένους.
Υ.Γ. Οι σκέψεις του νεαρού Θεοτοκά το 1929 είναι σαν
ευφυείς διαπιστώσεις της κρίσιμης εποχής που ζούμε. Ογδόντα τρία
χρόνια μετά ακόμα ψάχνουμε να βρούμε ποιοι είμαστε χωρίς να έχουμε κάνει ούτε
βήμα από τότε.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ Γ. ΘΕΟΤΟΚΑ
«Την έλλειψη αληθινής ανάπτυξης, φανερώνει καλά και η έλλειψη ανοχής και ψυχραιμίας που χαρακτηρίζει σχεδόν πάντα τις ελληνικές συζητήσεις. Όταν εκδηλωθεί μια διαφωνία, η πρώτη δουλειά των Ελλήνων είναι να αρνηθούν ολότελα τη σημασία του αντιπάλου. Πώς μπορεί να είναι σοβαρό υποκείμενο αφού τολμά να λέει όχι όταν εμείς λέμε ναι; Να πάει πρώτα να μάθει γράμματα κι ύστερα να έρθει να συζητήσει μαζί μας.
«Την έλλειψη αληθινής ανάπτυξης, φανερώνει καλά και η έλλειψη ανοχής και ψυχραιμίας που χαρακτηρίζει σχεδόν πάντα τις ελληνικές συζητήσεις. Όταν εκδηλωθεί μια διαφωνία, η πρώτη δουλειά των Ελλήνων είναι να αρνηθούν ολότελα τη σημασία του αντιπάλου. Πώς μπορεί να είναι σοβαρό υποκείμενο αφού τολμά να λέει όχι όταν εμείς λέμε ναι; Να πάει πρώτα να μάθει γράμματα κι ύστερα να έρθει να συζητήσει μαζί μας.
Αυτό δεν είναι όλο. Τον αρνούνται και ως άτομο. Είναι
φαύλος και κακόπιστος. Είναι κουτός. Είναι παλαβός. Είναι αίσχος για την Ελλάδα
να υπάρχει ένα τέτοιος άνθρωπος. Είναι δημόσιος κίνδυνος. Πρέπει να εκλείψει
οπωσδήποτε, να εξολοθρευτεί, να καταργηθεί, να μην μείνει κανένα ίχνος του στο
πρόσωπο της Γης. Δεν κατορθώνουν να
πιστέψουν οι Έλληνες ότι ένας άνθρωπος που σκέπτεται διαφορετικά από αυτούς
μπορεί να είναι πολύ άξιος, πολύ έντιμος, πολύ χρήσιμος άνθρωπος. Άξιοι,
έντιμοι, χρήσιμοι είναι μονάχα αυτοί που συμφωνούν μαζί μας. Οι άλλοι όλοι:
φωτιά και τσεκούρι!
Μεσ’ στο δημιουργικό αναβρασμό της σημερινής Ευρώπης τι
θέση κρατά η Ελλάδα; Τι συμβολή προσφέρουμε στις μεγάλες προσπάθειες που
καταβάλλονται τριγύρω μας; Τίποτα! Το αισθανόμαστε βαθιά μόλις περάσουμε τα
σύνορά μας πως δεν αντιπροσωπεύουμε τίποτα, πως κανείς δεν μας λογαριάζει στα
σοβαρά, πως δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε τη θέση που κρατούμε στην Ευρώπη,
πως είμαστε στα μάτια των ξένων μονάχα χρηματομεσίτες, βαπορατζήδες και
μικρομπακάληδες και τίποτα περισσότερο. Αφού περιπλανηθούμε αρκετά
μεσ’ στον ευρωπαϊκό πολιτισμό γυρνούμε κάποτε στο σπίτι με σφιγμένη την καρδιά.
Που είναι λοιπόν οι Έλληνες; Τους γυρέψαμε παντού και δεν τους βρήκαμε πουθενά.
Υπάρχουν όμως σε αυτό το σημείο, όπως σ’ όλα, διάφοροι
ορίζοντες και διάφορες προοπτικές. Οι νοικοκυραίοι, αντιπρόσωποι της σημερινής
ελληνικής αρμοδιότητας, θα μας πουν πως δεν είναι η ώρα κατάλληλη για να
ξυπνούμε στους νέους τον έρωτα των υψηλών έργων, αφού το πάθος αυτό τους κάνει
να αρνηθούν κάθε πνευματική και ηθική τάξη, να απομακρυνθούν από κάθε σοβαρή
και κοινωφελή σταδιοδρομία, να ριχτούν σε τρελές, περιπέτειες, που τις
περισσότερες φορές καταστρέφουν τη ζωή τους. Σήμερα, θα μας πουν,
περισσότερο από πάντα, η Ελλάδα θέλει φρόνιμους νέους γεωπόνους, μηχανικούς,
δασκάλους, οικονομολόγους, κι όχι ανήσυχους ονειροπόλους, που ταράζουν το έργο
της περισυλλογής, που δεν προσφέρουν καμιά εκδούλευση στον τόπο και καταντούν
συνήθως παράσιτοι. Θα απαντήσουμε δόξα τω Θεώ, οι φρόνιμοι νέοι δεν λείπουν
στην Ελλάδα. Οι νοικοκυραίοι του
Κράτους και του πνεύματος θα βρουν τριγύρω τους στρατιές από καλά παιδιά τέτοια
που τα θέλουν, και δεν έχουν παρά να λάβουν τον κόπο να διαλέξουν τους πιο
φρόνιμους ανάμεσα στους φρόνιμους για να τους εμπιστευθούν τους γυαλιστερούς
τίτλους και τις πολύτιμες θέσεις. Δεν θα αφήσουμε όμως τη νοικοκυροσύνη να
καταχτήσει ολόκληρη την ελληνική νιότη. Αν οι άνθρωποι που διευθύνουν
χρειάζονται πολλούς νοικοκυραίους εμείς χρειαζόμαστε μερικές ταραγμένες ψυχές.
Μα την αλήθεια, δεν βλέπουμε σε τι θα χρησιμεύει αυτός ο τόπος, αν πρόκειται να
σβήσουν ολότελα το θείον πυρ;
Τη φωτιά της δημιουργίας δεν την συντηρούν οι φυλακισμένοι
φύλακες της κληρονομιάς των νεκρών, ούτε οι λογικοί και πραχτικοί που περπατούν
πάντα στα σίγουρα και αποφεύγουν να κάνουν ένα βήμα εκεί που το έδαφος
κουνιέται κάτω από τα πόδια τους, ούτε οι ήρεμοι επιστήμονες οι φορτωμένοι
σοφία μα χωρίς μακρινά οράματα και καμμιά ανησυχία στην ψυχή, ούτε οι μικροί
φιλόδοξοι, που έταξαν ως σκοπούς της ζωής τους, τους επαίνους των πρεσβυτέρων,
την κοινωνική υπόληψη κι ένα τιμητικό αξίωμα. Είναι γεμάτοι τέτοιους ανθρώπους
οι δρόμοι της Αθήνας κι ωστόσο η Ελλάδα δε δημιουργεί, η Ελλάδα δεν
πραγματοποιεί τίποτα όμορφο. Η Ελλάδα -ας πω την
τρομερή λέξη- δεν επιδιώκει τίποτα το μεγάλο. Τη φωτιά την συντηρούν οι
ανυπόταχτοι, οι ανικανοποίητοι, οι τυχοδιώκτες της ψυχής και τους πνεύματος, οι
άνθρωποι που τους σέρνει το πλεόνασμα των δυνάμεών τους, πιο μακριά από τους
ορίζοντες και πιο υψηλά από το επίπεδο του πλήθους. Τη συντηρεί ο Άσωτος Υιός.
Αν αυτός λείψει, ο τόπος σας όσο κι αν τον νοικοκυρέψετε δε θα αξίζει πολλά.
Αλίμονο στην Ελλάδα, αν στηρίζει το μέλλον της μονάχα στις
άμορφες μάζες των φρόνιμων παιδιών. Το ιδανικό τους είναι μια ήρεμη και γλυκιά
μεσημβρινή Ελβετία, υπόδειγμα τάξης, άνεσης και μακαριότητας, χωρίς καμμία
αγωνία, κανένα μεγάλο όνειρο, καμμιά τρέλα, καμμιά δημιουργική πνοή. Μα είναι δυνατό να καταντήσει Ελβετία αυτή η χώρα
του Οδυσσέα;
Μερικοί μάλιστα ρίχνουν στο κράτος τις μεγαλύτερες ευθύνες
για την κατάσταση. Είναι νομίζω μεγάλη παρεξήγηση των πραγμάτων να περιμένει
κανείς από το Κράτος να δημιουργήσει πνευματική ζωή. Ούτε οι Ακαδημίες
δημιουργούν λογοτεχνία, ούτε τα Πανεπιστήμια σκέψη, ούτε τα Εθνικά Θέατρα θεατρική
κίνηση. Τα επίσημα ιδρύματα
παρακολουθούν (συνήθως με καθυστέρηση μιας γενεάς) τη δημιουργία που
συντελείται αυθόρμητα στον ελεύθερο αέρα. Τη μελετούν, τη σχολιάζουν, τη
διατηρούν στα αρχεία τους. Είναι οι αποθήκες της πνευματικής ζωής. Όταν το
Κράτος φιλοδοξεί να παίξει τον πρώτο ρόλο στην πνευματική κίνηση, τα κάνει όλα
θάλασσα. Το
ελεύθερο πνεύμα το μεταβάλλει σε πνεύμα της πολιτικής σκοπιμότητας και την
τέχνη την καταντά γραφειοκρατία. (…) Τα μόνα καθήκοντα του Κράτους είναι να
συγχρονίσει την αναχρονιστική εκπαίδευσή μας και να σέβεται την ελευθερία της
σκέψης. Ας μην του ζητούμε περισσότερα γιατί υπάρχουν πιθανότητες πως θα μας
κάνει να μετανοήσουμε.
Πάρετε στην τύχη μερικά από τα σημερινά έντυπα, στίχους,
αφηγήσεις, συζητήσεις ιδεών. Τι θα συναντήσετε σχεδόν παντού; Ανία,
απογοήτευση, νοσταλγία των περασμένων, μοιρολατρεία, ηττοπάθεια. Μπορώ να αναφέρω εδώ λόγια των πιο φωτισμένων
ανθρώπων της Ελλάδας, που μοιάζουν κραυγές ναυαγών. Τι ανάγκη να προσπαθήσουμε,
να αγωνιστούμε, να ζήσουμε, αφού «τίποτα δεν μπορεί να γίνει στο Ρωμέικο;».
Τέτοιο είναι το δίδαγμα που εξάγεται από τα λόγια των περισσοτέρων πνευματικών
οδηγών μας. Η σπουδαιότερη ασχολία τους είναι να καταστρέφουν τις ελπίδες των
νεωτέρων τους και να συντηρούν το μαρασμό της Ελλάδας. Δεν
έχω όρεξη να τους κατηγορήσω. Είναι φυσικό να μην περιμένουν τίποτα από το
μέλλον οι άνθρωποι που είδαν όλα τα όνειρά τους να εξευτελίζονται… Κι είναι
επίσης φυσικό ότι αυτοί οι νικημένοι, που έπαυσαν να πιστεύουν στον εαυτό τους,
δεν επιτρέπουν στους άλλους να έχουν περισσότερη αυτοπεποίθηση.
Είμαστε τσακισμένοι, μαραμένοι, χαμένοι μεσ’ στον κυκεώνα της σύγχρονης
ζωής. Κανείς δεν περιμένει κάτι καλό από την Ελλάδα. Καμμιά ελπίδα δεν χαράζει
πουθενά. Η στιγμή αυτή είναι βέβαια μια θαυμάσια στιγμή»