Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

“ΕΥΡΩ-ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ”. ΆΡΑ;…



Του ΝΙΚΟΥ ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΥ*    
«Ευρω-δικτατορία». «Ευρω-χούντα». «Εκβιαστές». «Αποικιοκράτες». Αυτοί είναι μερικοί από τους πιο… διακριτικούς τίτλους σε ρεπορτάζ των κάθε άλλο παρά αντισυστημικών ΜΜΕ, που περιγράφουν τις σχέσεις της Ελλάδας με τους «εταίρους» της.
Είναι μερικοί από τους πιο… επιεικείς χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιούν κυβερνητικοί παράγοντες για να περιγράψουν την τρόικα (σσ: «θεσμοί»…)  και την τακτική της να εγκρίνει ή να απορρίπτει νομοσχέδια στην κατά τα άλλα ανεξάρτητη και λαϊκά κυρίαρχη Ελληνική Δημοκρατία.
Αλλά αν είναι έτσι τα πράγματα τότε το ερώτημα που τίθεται είναι απλό: Την «δικτατορία», την «χούντα», τους «εκβιασμούς» την «αποικιοκρατία» τα «διαπραγματεύεσαι»; Η’ τα απορρίπτεις ασυζητητί; Την «υποτέλεια», την «επιτροπεία», την «εξόντωση του λαού» τα συζητάς; Η’ τα απορρίπτεις, τα καταγγέλλεις και τα ακυρώνεις;

Και τους «δικτάτορες», τους «χουντικούς», τους «εκβιαστές», τους «αποικιοκράτες» πώς τους αντιμετωπίζεις; Τους χωρίζεις σε «καλούς» και σε «κακούς»; Διαχωρίζεις τα «τεχνικά» τους κλιμάκια από τα «πολιτικά» τους κλιμάκια και προστρέχεις στα δεύτερα, στα πολιτικά, για να βρεις το δίκιο σου έναντι των πρώτων, των τεχνικών κλιμακίων, που όμως ενεργούν βάσει των εντολών που λαμβάνουν από τους πολιτικούς προϊσταμένους τους;
Η θεωρία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αναμενόμενο να φτάσει στα όριά της. Η αυταπάτη και η ψευδαίσθηση ότι η ΕΕ είναι το «κοινό ευρωπαϊκό μας σπίτι» όπου ο ελληνικός λαός θα τύχει ευμενούς μεταχείρισης – αρκεί να έχει έναν καλό διαπραγματευτή για να θέσει τα αιτήματά του – έφτασε στο τέλος της.
Το παραμύθι ότι μπορούν να υπάρξουν φιλολαϊκές λύσεις με μια πολιτική που έχει ως προμετωπίδα της ότι «η θέση της Ελλάδας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ δεν αμφισβητείται» έληξε.
Όχι φιλολαϊκές λύσεις δεν μπορούν να υπάρξουν, αλλά ούτε καν κι αυτός ο «μετριοπαθής κευνσιανισμός» που προέβλεπε το λεγόμενο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Ένα πρόγραμμα «άμεσων βοηθειών» που όμως κι αυτό «παγώνει», «αναστέλλεται» και που η όποια εφαρμογή του ακόμα και για τα ψίχουλα ξυπνά τα αντανακλαστικά της προκρούστιας κλίνης της τρόικας (σσ: «θεσμών»)…
Η ΕΕ που δήθεν θα άλλαζε, προφανέστατα παραμένει ίδια με την ΕΕ της εποχής των εγχώριωνανδρείκελων των Καννών. Είναι ίδια με την ΕΕ που οι επίτροποι της μας εύχονταν… «καλό κουράγιο Έλληνες». Είναι ίδια με την ΕΕ που πριν είχε τρόικα και τώρα έχει «θεσμούς». Αυτά δεν άλλαξαν επειδή στη θέση του πρωθυπουργού έπαψε να είναι ο κ.Σαμαράς και τώρα βρίσκεται ο κ.Τσίπρας.
Επομένως ισχύει ό,τι και πριν. Και συγκεκριμένα: Η λυδία λίθος της πολιτικής κάθε κόμματος και κάθε κυβέρνησης, είτε αφορά στους μισθούς και στις συντάξεις, είτε στις εργασιακές σχέσεις, είτε έχει να κάνει με την οικονομία, είτε με την εξωτερική πολιτική, είτε με τις δημοκρατικές ελευθερίες, είτε αναφέρεται στα «μικρά» είτε στα «μεγάλα», η λυδία λίθος για να κρίνουμε όχι μόνο το τι λέει, αλλά και το τι στην πραγματικότητα εννοεί το κάθε κόμμα και η κάθε κυβέρνηση, είναι μία και μόνη: Η στάση της απέναντι στην ΕΕ.
Θα πει κάποιος: «Μα δεν βλέπετε ότι η σημερινή κυβέρνηση λέει “όχι”  στις απαιτήσεις των εταίρων, πώς μπορείτε να την τσουβαλιάζεται με την προηγούμενη κυβέρνηση;».
Απαντάμε: Μα δεν βλέπεις ότι η τακτική της ΕΕ τσουβαλιάζει τον ελληνικό λαό ανεξαρτήτως κυβερνήσεων; Μα δεν βλέπεις ότι ανεξαρτήτως των «ναι» των προηγούμενων και των «όχι» των σημερινών, το θυσιαστήριο των Βρυξελλών συνεχίζει να εμφανίζεται σαν «μονόδρομος»;
Απαντάμε: Είναι ασύγγνωστη αφέλεια η θέση πως η ΕΕ μπορεί να μετατραπεί σε «Ευρώπη των λαών». Κι όταν δεν είναι πολιτική αφέλεια, μια τέτοια θέση πως υπάρχουν περιθώρια «βελτίωσης» της ΕΕ, είναι καραμπινάτη απάτη. Είναι καραμπινάτη απάτη (ή ουρανομήκης αφέλεια) ότι η ΕΕ αποτελεί πεδίο «διαπραγμάτευσης». Γιατί η ΕΕ είναι, ήταν και θα είναι ο «λάκκος των λεόντων», όπως ακριβώς την αποκαλούσε η ΕΔΑ από τη δεκαετία του '50.
Το ζητούμενο, επομένως, για το λαό δεν είναι η προσδοκία μιας λιτότητας με «ανθρώπινο πρόσωπο» μέσα στο λάκκο. Δεν είναι η αναζήτηση της «εθνικής ανεξαρτησίας» κάπου μεταξύ του Άννα (των τεχνικών κλιμακίων) και του Καϊάφα (των πολιτικών κλιμακίων). Δεν είναι η αναζήτηση της λαϊκής κυριαρχίας με διαπραγματεύσεις ανάμεσα στη Σκύλλα (των «Κοστέλο») και την Χάρυβδη (των Γιούγκερ, Μέρκελ, Σόιμπλε και Νταισελμπλουμ). 
Με άλλα λόγια: Μετά από την εμπειρία σχεδόν 35 χρόνων παραμονής στην ΕΕ, η έξοδος από την ΕΕ προκύπτει ως αναγκαία προϋπόθεση αναδημιουργίας της Ελλάδας προς όφελος του λαού της.
Δεν μιλάμε, βέβαια, για μια έξοδο σαν την «έξοδο από το ΝΑΤΟ», όπως την πλάσαρε το 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ως αναγκαστική επιλογή του κατεστημένου και ως «τρίπλα» ανασύνθεσης του συστήματος. Μιλάμε για έξοδο από την ΕΕ με όρους ανατροπής όλου του συστήματος της κυριαρχίας των μονοπωλίων. Για την έξοδο και την αποδέσμευση από την ΕΕ με προοπτική να πάρει στα χέρια του την εξουσία ο λαός.
Στην τοποθέτησηαυτή δεν υπάρχει «τρίτος δρόμος». Ειδικά, μάλιστα, στις σημερινές συνθήκες. Σε συνθήκες βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης που τόσο σε παγκόσμιο όσο και - ειδικότερα - στο ευρωπαϊκό επίπεδο σαρώνει με τη σφραγίδα των Βρυξελλών ό,τι έχει απομείνει να θυμίζει λαϊκό δικαίωμα, το να μην αναγνωρίζεις αυτήν την αυτονόητη αλήθεια, τον καθοριστικό ρόλο, δηλαδή, της ΕΕ και το πώς το κάθε κόμμα τοποθετείται απέναντί της, συνιστά είτε πολιτική αυταπάτη είτε ξεκάθαρη πολιτική απάτη.
Συνεπώς: Αφού η ΕΕ δεν είναι παρά το γήπεδο ενός σικέ παιχνιδιού, αφού δεν είναι  τίποτα λιγότερο από μια ζούγκλα από γύπες κι από ύαινες, από σαρκοφάγα και από παχύδερμα που εναλλάσσονται σε ρόλους «καλού και κακού ασφαλίτη», τότε:
  • Είναι δικαίωμα του ελληνικού λαού και κάθε λαού να στείλει την ΕΕ στον αγύριστο.
  • Είναι δικαίωμα του ελληνικού λαού να αρνηθεί να πληρώνει στην ΕΕ χρέη που δεν του αναλογούν.
  • Είναι δικαίωμά του αντί να πληρώνει λύτρα σε εκβιαστές και τρομοκράτες, να οργανώσει την άμυνά του απέναντι στην ΕΕ και να χρηματοδοτήσει ο ίδιος τους όρους της ύπαρξής του.
Κι εδώ είναι που τίθεται το μέγα ερώτημα: Πώς θα γίνουν όλα αυτά; Μπορούμε να φύγουμε από την ΕΕ; Μπορεί η «μικρή Ελλάδα» να τα βάλει με τέτοιες δυνάμεις; Μην είναι προτιμότερο να περισώσουμε κάτι μέσα από τις διαπραγματεύσεις με τις ύαινες και να διατηρήσουμε τη χώρα και το λαό στην ευρω-αρένα προσδοκώντας την συνεννόηση με τα παχύδερμα;
Θα το επαναλάβουμε: Ένα τέτοιο πολιτικό σχέδιο, ισοδυναμεί με το να πιστεύεις ότι παίζοντας με τους κανόνες του Κύκλωπα και ζώντας μέσα στη σπηλιά του Κύκλωπα, θα καλοπιάσεις τον Κύκλωπα. Ένα τέτοιο πολιτικό σχέδιο αφοπλίζει, ακινητοποιεί και αποδυναμώνει τον μόνο παράγοντα που μπορεί να σφραγίσει με θετικό τρόπο τις εξελίξεις: Τον λαϊκό παράγοντα.
Όλα βοούν: Εδώ και τώρα απαιτείται η οργάνωση ενός σχεδίου άμυνας, και ταυτόχρονα λαϊκής αντεπίθεσης απέναντι στα σαρκοφάγα και τους Κύκλωπες, χωρίς ψευδαισθήσεις και αυταπάτες.
Απαιτείται να σημάνει κοινωνικός συναγερμός για την προώθηση και υπεράσπιση ενός πολιτικού σχεδίου με βασικά χαρακτηριστικά:
  • Την ανυπακοή στους εκβιαστές και την «ιχνηλάτηση» της πορείας αποδέσμευσης από την αρένα τους.
  • Τον σχεδιασμό μιας οικονομίας που δεν θα επιτρέπει τον πλούτο που παράγεται σε αυτόν τον τόπο να τον οικειοποιούνται τρίτοι.
  • Την διαμόρφωση ενός οικονομικού προγράμματος που θα αξιοποιεί όλο το εργατικό και επιστημονικό δυναμικό της χώρας στο πλαίσιο της παραγωγικής αναγέννησης του τόπου.
  • Την ένταξη της παραγωγικής βάσης, από τον ορυκτό πλούτο και τις βιομηχανικές δυνατότητες μέχρι τον τραπεζικό τομέα και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας σε ένα σχεδιασμό με γνώμονα τις κοινωνικές ανάγκες και με πολιτική πυξίδα οι παραγόμενες αξίες να μην γίνονται κέρδη ή τοκοχρεολύσια για τους λίγους αλλά κοινωνικό όφελος που θα διανέμεται στους πολλούς.
  • Την οικοδόμηση διεθνών σχέσεων όπου ο δανεισμός και οι κάθε λογής σχέσεις της χώρας στο «παγκόσμιο χωριό» θα αποφασίζονται στη βάση του κοινού οφέλους και όχι στη βάση της υποταγής στο δίκιο του εκμεταλλευτή.
Ήδη ακούμε τον αντίλογο στα παραπάνω. Έναν αντίλογο που άλλοτε διατυπώνεται με όρους απροσχημάτιστου και άλλοτε ραφιναρισμένου ραγιαδισμού: «Μα όλα αυτά που προτείνετε είναι αδιανόητα διότι θα επιφέρουν τη σύγκρουση με την ΕΕ και με τα πολιτικοοικονομικά τους στηρίγματα εντός και εκτός Ελλάδας».
Υποκλινόμαστε στην αντιληπτική ικανότητα των «ρεαλιστών» μας και απαντάμε: Μα, ναι! Αυτό ακριβώς λέμε!    
*Δημοσιεύθηκε στο ''enikos.gr'' την Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015


iskra.gr